Οι αμερικανικοί επενδυτικοί οίκοι Citigroup, Bank of America, Goldman Sachs, JP Morgan και Morgan Stanley, αλλά και οι ευρωπαϊκοί οίκοι Deutsche Bank, Capital Economics, Credit Suisse και UBS αναλύουν τις γεωπολιτικές επιπτώσεις από τις εντάσεις μεταξύ Ρωσίας – Ουκρανίας στις αγορές και επιχειρούν να εκτιμήσουν πώς θα αντιδράσουν οι αγορές.
Οι επενδυτικοί οίκοι επιχειρούν να εκτιμήσουν πώς θα αντιδράσουν οι αγορές
1.Η BofA Global Research εξηγεί ότι οι επενδυτές παραμένουν ανήσυχοι για τη Ρωσία, αλλά ο δείκτης S&P 500 έχει ελάχιστη έκθεση στη χώρα, ενώ η τεχνολογία εξακολουθεί να κυριαρχεί στη στάθμισή του. Η BofA θεωρεί ότι η πορεία των μετοχών εξαρτάται από την πορεία του κλάδου της τεχνολογίας, η οποία είναι πολύ πιο σημαντική για τον δείκτη S&P 500 απ’ ό,τι η γεωπολιτική κατάσταση. Οι στρατηγικοί αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη το 2022 θα εξασθενήσει, οι πραγματικές αποδόσεις των ομολόγων θα αυξηθούν και τα πιστωτικά περιθώρια θα διευρυνθούν, γεγονός που δημιουργεί συνθήκες για τις μετοχές να περιορίσουν κάποια από τα πρόσφατα κέρδη τους, με αφορμή και τις εντάσεις. Ο βασικός ωφελημένος στις εκτιμήσεις της τράπεζας είναι το πετρέλαιο, για το οποίο εκτιμά ότι τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα θα δει υψηλότερες τιμές.
2. H Goldman Sachs υποβαθμίζει σε «underweight» τη σύσταση για την πορεία του S&P 500 σε τρεις μήνες από τώρα, τοποθετώντας την τιμή στόχο του δείκτη στις 4.500 μονάδες από 4.850 μονάδες προηγουμένως, στις 4.750 μονάδες σε ένα εξάμηνο από 5.000 μονάδες και στις 4.900 μονάδες σε δώδεκα μήνες από τώρα (από 5.100 μονάδες πριν). Από την άλλη, διατηρεί σταθερά τα περιθώρια ανόδου για το δείκτη Stoxx 600 (σύσταση «overweight») και πιο συγκεκριμένα στις 495, 505 και 530 μονάδες σε τρεις, έξι και δώδεκα μήνες αντίστοιχα.
H Goldman Sachs βλέπει τον δείκτη S&P 500 έως και 6% χαμηλότερα, αν η σύγκρουση στην Ουκρανία συνεχιστεί και βασίζουν τους υπολογισμούς τους στην πρόσφατη ευαισθησία των παγκόσμιων περιουσιακών στοιχείων στο ρούβλι. Όπως αναφέρουν, το χειρότερο σενάριο, μια πτώση 10% του ρωσικού νομίσματος, θα ωθούσε το πετρέλαιο σε άνοδο 13% και θα προκαλούσε αύξηση στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αναφοράς.
Στο χειρότερο σενάριο της Goldman Sachs, η επίδραση θα είναι πτώση της τάξης του 9% για τις ευρωπαϊκές και ιαπωνικές μετοχές, μια πτώση σχεδόν 10% στο τεχνολογικό Nasdaq και μια πτώση του ευρώ κατά 2% έναντι του δολαρίου. Αντίθετα, ένα σενάριο αποκλιμάκωσης θα έβλεπε το ρούβλι να ενισχύεται, τις αμερικανικές μετοχές να αυξηθούν κατά περίπου 6% και τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων να κάνουν άλμα. Αξίζει να σημειωθεί πως οι στρατηγικοί αναλυτές της Goldman Sachs διατηρούν υψηλά τον πήχη για το πετρέλαιο, καθώς εκτιμούν πως το αμερικανικό αργό θα φτάσει τα 97 και τα 101 δολάρια το βαρέλι κατά τους επόμενους έξι και δώδεκα μήνες, με το Brent αντίστοιχα στα 100 και 105 δολάρια το βαρέλι.
3. Η Morgan Stanley δίνει τον πρώτο λόγο στα θεμελιώδη μεγέθη, καθώς η αγορά ανησυχεί για την Ουκρανία και τη Fed. H αμερικανική τράπεζα εξηγεί ότι, αν η κατάσταση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας αποκλιμακωθεί, τότε ένα ράλι τιμών 5% στα χρηματιστήρια των ΗΠΑ είναι πολύ πιθανό. Επιπρόσθετα, εκτιμά ότι στα τρέχοντα επίπεδα αβεβαιότητας, τα οποία είναι υψηλά, σημαντικό μέρος από τα αρνητικά νέα σχετικά με τη στρατιωτική αντιπαράθεση έχουν αποτιμηθεί στις αγορές και τελικά οι θεμελιώδεις δυνάμεις θα αποτελέσουν τα ορόσημα και τους καταλύτες των αγορών το επόμενο διάστημα και όχι τόσο οι αυξήσεις επιτοκίων της Fed. Το σημαντικό ερώτημα της Morgan Stanley είναι αν το σκηνικό της αποστροφής του κινδύνου στις αγορές οφείλεται στην ένταση μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας ή έχει βαθύτερες προεκτάσεις, όπως π.χ. την επιβράδυνση στους ρυθμούς ανάπτυξης.
4. Η JP Morgan βλέπει ότι η ένταση Ρωσίας – Ουκρανίας δεν είναι κίνδυνος για τις αμερικανικές εταιρείες αναφορικά με τη συμμετοχή της Ρωσίας σε όρους εσόδων και κερδών. «Το κανάλι μετάδοσης του κινδύνου είναι από το σοκ στις τιμές της ενέργειας και τη διάρκεια μιας επιθετικής στροφής της Fed για τον έλεγχο του πληθωρισμού, το οποίο τελικά θα μπορούσε να υποβαθμίσει περαιτέρω την επενδυτική διάθεση και τις προοπτικές ανάπτυξης», εξηγεί η αμερικανική τράπεζα JP Morgan.
5. Η Citi Research εξηγεί ότι σε γενικές γραμμές, αυτού του είδους οι κρίσεις τείνουν να έχουν σημαντικό και διαρκή αντίκτυπο στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές μόνο αν έχουν σταθερές μακροοικονομικές επιπτώσεις στις μεγάλες οικονομίες. Η Citi έχει απαριθμήσει ορισμένες από τις μετοχές που θα επηρεαστούν από τη σύγκρουση και αυτό θα πρέπει να αφορά λιγότερο τις μετοχές και τον αντίκτυπο της σύγκρουσης και περισσότερο τον κλάδο. Η σκέψη της Citi είναι ότι βρισκόμαστε σε έναν υπερκύκλο εμπορευμάτων και οι επενδυτές θα πρέπει να σκέφτονται λιγότερο τον αντίκτυπο της σύγκρουσης και περισσότερο τον τομέα, ενώ τόνισε τη σημασία για τις επενδύσεις στην κυβερνοασφάλεια.
6. H Credit Suisse εκτιμά ότι οι αγορές τείνουν να αντιδρούν υπερβολικά στα γεωπολιτικά γεγονότα. Η ελβετική τράπεζα επισημαίνει ότι ο μηχανισμός μετάδοσης της κρίσης δεν είναι μέσω της οικονομικής μετάδοσης, καθώς η Ρωσία αποτελεί μόλις το 1,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ή της χρηματοπιστωτικής μετάδοσης (οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία έχουν λιγότερο από το 0,2% των τραπεζικών περιουσιακών τους στοιχείων στη Ρωσία), αλλά μέσω των βασικών εμπορευμάτων. Η Ρωσία αντιπροσωπεύει περίπου το 10% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου και το 41% των ευρωπαϊκών εισαγωγών φυσικού αερίου και είναι κρίσιμος προμηθευτής αζωτούχων λιπασμάτων, παλλαδίου, νικελίου, ποτάσας και αλουμινίου.
Η ελβετική τράπεζα εκτιμά ότι οι τάσεις υποδηλώνουν ότι το πετρέλαιο μπορεί να αυξηθεί στα 100 δολάρια ανά βαρέλι και η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του ΟΠΕΚ μέχρι το τέλος του 2023 θα είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Οι αγορές πετρελαίου τείνουν να κορυφώνονται στα περίπου 112 δολάρια, ενώ η τιμή του πετρελαίου κορυφώνεται όταν οι κερδοσκοπικές θέσεις είναι υψηλές. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες φαίνονται φθηνές σε σχέση με τις αντίστοιχες εταιρείες των ΗΠΑ, ενώ μειώνει τη θέση της στον χρυσό. Η αποσύνδεση του πετρελαίου και της Ρωσίας είναι πολύ υψηλότερη τώρα απ’ ό,τι κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στην Κριμαία και τη Γεωργία.
7. Η Deutsche Bank εκτιμά ότι οι γεωπολιτικές εξελίξεις μπορεί να στοιχίσουν στον δείκτη S&P 500 περίπου 6%-8%, όσο περίπου εκτιμά και η Goldman Sachs. H γερμανική Deutsche Bank εξηγεί ότι το σκηνικό του αυξανόμενου γεωπολιτικού κινδύνου και της σύσφιξης των χρηματοπιστωτικών συνθηκών οδηγεί σε επανεκτίμηση της πιθανότητας αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ το 2022. Όσον αφορά τα εμπορεύματα, οι αυξανόμενες εντάσεις οδήγησαν σε νέα άνοδο του πετρελαίου, καθώς οι αγορές ευρύτερα τιμολογούν έναν αυξανόμενο κίνδυνο σύγκρουσης.
8. H Capital Economics εκτιμά ότι «οι επιπτώσεις θα εξαρτηθούν από την ένταση και την έκταση της σύγκρουσης και την απάντηση της Δύσης», αν και στις περισσότερες χώρες -πλην των άμεσα εμπλεκόμενων- ο αντίκτυπος θα είναι περιορισμένος. Η πιο σοβαρή επίπτωση θα είναι η ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων φέτος και το πλήγμα θα έρθει μέσω τεσσάρων καναλιών: εμπόριο, χρηματοοικονομικοί δεσμοί, αντίκτυπος στην εμπιστοσύνη και άνοδος των τιμών ενέργειας. Στο δυσμενές σενάριό της, η Capital Economics βλέπει τις τιμές του πετρελαίου έως και 140 δολάρια το βαρέλι, ενώ και οι ευρωπαϊκές τιμές φυσικού αερίου θα σημειώσουν σημαντική αύξηση. αναπόφευκτα
9. Τέλος, η επίσης ελβετική UBS εκτιμά ότι η οικονομία της Ρωσίας δεν είναι τόσο σημαντική σε παγκόσμιο επίπεδο και η κύρια ανησυχία των επενδυτών είναι η ενέργεια. Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου αντανακλά ένα ασφάλιστρο κινδύνου για πιθανή μελλοντική διαταραχή του εφοδιασμού. Ενώ μια αύξηση της τιμής του πετρελαίου μπορεί να προκαλέσει μια προσωρινή διόγκωση του πληθωρισμού, η οικονομική διαταραχή είναι πιο πιθανή από τις τιμές του πετρελαίου που είναι υψηλότερες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Το επίπεδο τιμών που επιτυγχάνεται σε μια κορύφωση είναι λιγότερο σημαντικό. Οι κυρώσεις θα επηρεάσουν συγκεκριμένες εταιρείες ή τομείς των αγορών μετοχών. Η αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές κυρώσεις θα προσθέσει ασφάλιστρο κινδύνου σε αυτούς τους τομείς.