Η δουλειά του κεντρικού τραπεζίτη κάθε χώρας είναι να διαφυλάττει την ευρωστία του τραπεζικού συστήματος της χώρας του και φυσικά να παρεμβαίνει, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν λόγοι, που δημιουργούν κάποια ανησυχία για την πορεία τους.
Θα μπορούσε, λοιπόν, η προχθεσινή σύσταση Στουρνάρα προς τις διοικήσεις των τραπεζικών ομίλων, μέσω της Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, να θεωρηθεί απλώς ως μία τυπικού χαρακτήρα προειδοποίηση προς τις τράπεζες να ενισχύσουν περαιτέρω τα κεφαλαιακά αποθέματα.
Οι πληροφορίες όμως που διαχέονται, ακόμα και από τραπεζικά στελέχη, δίνουν μια άλλη εικόνα και διάσταση στο όλο θέμα.
Ουσιαστικά, αναφέρεται ότι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, βλέποντας μακρύτερα και γνωρίζοντας όσο λίγοι τα ενδότερα της κατάστασης των ισολογισμών τους, χωρίς να παραγνωρίζει τις μεγάλες εξυγιαντικές προσπάθειές τους.
Στέλνει δηλαδή έγκαιρα ένα σαφές μήνυμα ότι, πολύ καλές οι αποεπενδύσεις από το ΤΧΣ, που φέρνουν και μεγάλους ξένους παίκτες-τράπεζες στη χώρα μας μετά από πολλά χρόνια, αλλά ότι τα μεγάλα έσοδα από την αύξηση επιτοκίων δεν μπορεί εσαεί να αποτελούν την κύρια πηγή κερδοφορίας τους.
Και για το λόγο αυτό επιμένει ότι η συνέχιση της κερδοφορίας αποτελεί το «κλειδί» για την κεφαλαιακή ευρωστία τους.
Με απλά λόγια, η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει ότι η υφιστάμενη κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών είναι μεν ικανοποιητική, αλλά οι τράπεζες οφείλουν να ενισχύσουν περαιτέρω τα κεφαλαιακά τους αποθέματα, τώρα μάλιστα που η αυξημένη κερδοφορία τους διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για τη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου.
Η κεντρική τράπεζα συμμερίζεται μεν ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της χώρας αμβλύνει τους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ και οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα διαγράφονται θετικές.
Προειδοποιεί, όμως, ότι οι κίνδυνοι για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν σε υψηλό επίπεδο εξαιτίας της κλιμάκωσης των γεωπολιτικών κινδύνων, της επιμονής των πληθωριστικών πιέσεων, της επιβράδυνσης του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και της απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
Οπότε, συστήνει ενίσχυση των αποθεματικών κεφαλαίων των τραπεζών, τώρα που υπάρχουν τα μεγάλα κέρδη.
Πολύ πιθανό, λοιπόν, μετά το πέρας του πρώτου κύκλου της αποεπένδυσης του Δημοσίου από τις τράπεζες, να δούμε ακόμα και άμεσες κινήσεις κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών, ανάλογα και με τις εκάστοτε κρατούσες συνθήκες στις διεθνείς αγορές.