Ως τον «αποκλειστικά υπεύθυνο για τα γεγονότα στο Καπιτώλιο» θεωρούν τον Ντόναλντ Τραμπ οι Δημοκρατικοί βουλευτές, που ανέλαβαν τον ρόλο των εισαγγελέων, στη δεύτερη δίκη του Ρεπουμπλικάνου πρώην προέδρου ενώπιον της Γερουσίας. Οι ενέργειες του Ντόναλντ Τραμπ πριν από την επίθεση στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου, συνιστούν «προδοσία ιστορικής έκτασης», συμπλήρωσαν.
«Ο πρόεδρος υποκίνησε ένα βίαιο πλήθος να επιτεθεί στο Καπιτώλιο των Ηνωμένων Πολιτειών» και «η βούλησή του να παραμείνει στην εξουσία με κάθε κόστος συνιστά προδοσία ιστορικών διαστάσεων» γράφουν οι 9 βουλευτές-εισαγγελείς στην ανακοίνωση που έδωσαν στη δημοσιότητα.
Στην ενημερωτική ανακοίνωσή τους για την τακτική που θα ακολουθήσουν, οι Δημοκρατικοί γράφουν ότι ο Τραμπ κατεύθυνε τον όχλο «σαν γεμάτο κανόνι» εναντίον του Καπιτωλίου. Απορρίπτουν επίσης τους ισχυρισμούς των Ρεπουμπλικάνων ότι θα ήταν αντισυνταγματικό να δικαστεί ο Τραμπ από τη Γερουσία, δεδομένου ότι είναι ιδιώτης, μετά την αποχώρησή του από το αξίωμα του προέδρου, στις 20 Ιανουαρίου.
«Δεν υπάρχει καμμία “Εξαίρεση του Ιανουαρίου” ή κάποια άλλη διάταξη στο Σύνταγμα», επισημαίνουν. Ο Τραμπ «κάλεσε τον όχλο στην Ουάσινγκτον, υποδαύλισε τη φρενίτιδα (των οπαδών του) και τους έστρεψε σαν γεμάτο κανόνι στη Λεωφόρο Πενσιλβάνια. Ενώ κατακλυζόταν το Καπιτώλιο, ο πρόεδρος Τραμπ φέρεται να δήλωνε περιχαρής», αναφέρουν.
Για να καταδικαστεί ο Τραμπ χρειάζεται να ψηφίσουν εναντίον του τα δύο τρίτα της Γερουσίας, κάτι που σημαίνει ότι 17 Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές θα πρέπει να ταχθούν στο πλευρό των Δημοκρατικών, κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Την περασμένη εβδομάδα, σε μια ψηφοφορία στο Σώμα, οι 45 από τους 50 Ρεπουμπλικάνους ζήτησαν να απορριφθεί η παραπομπή του πρώην προέδρου ως αντισυνταγματική.
Εφόσον υπάρξει τελικά καταδίκη, οι γερουσιαστές θα ψηφίσουν για δεύτερη φορά, ώστε να απαγορευτεί στον Τραμπ να διεκδικήσει δημόσιο αξίωμα στο μέλλον. Αν η Γερουσία δεν καταφέρει να τον καταδικάσει, «θα ενθαρρύνονταν οι μελλοντικοί ηγέτες να επιχειρήσουν να διατηρήσουν την εξουσία με κάθε μέσο» ενώ κάτι τέτοιο θα υπονοούσε ότι «δεν υπάρχει κανένα όριο που δεν μπορεί να ξεπεράσει ένας πρόεδρος», σημειώνουν ωστόσο οι Δημοκρατικοί βουλευτές στην ανακοίνωσή τους.