Ο ασυνήθιστα άνυδρος χειμώνας και η άνοιξη που με τη σειρά της δεν προβλέπεται βροχερή έχει φέρει αναστάτωση στην πρωτοπόρο της αντιπλημμυρικής προστασίας, Ολλανδία.
Μπορεί η χώρα να αναπτύσσει εξελιγμένες μεθόδους και να μελετά διαρκώς τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ιδίως την άνοδο της στάθμης των υδάτων, όμως, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Βαγκενίνγκεν απειλείται από ξηρασία.
Από την έκθεση, προκύπτει ότι το επίπεδο των υπόγειων υδάτων έχει μειωθεί σημαντικά και έχει πέσει κάτω από το μέσο όρο για αυτή την εποχή, με τη στάθμη ποταμών να είναι χαμηλή.
Όπως εξηγούν οι ειδικοί, μία βροχή δεν αρκεί για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, αλλά είναι απαραίτητες βροχοπτώσεις ημερών ή ακόμα και εβδομάδων για να επανέλθει το επίπεδο του νερού.
Αναλυτικότερα, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι σε περιοχές ανατολικά και νότια της χώρας ο ρυθμός της συρρίκνωσης των αποθεμάτων είναι γοργός, με τις ερχόμενες εβδομάδες να προβλέπεται ότι θα ακολουθήσουν το ίδιο μοτίβο ανομβρίας.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι το φαινόμενο μπορεί να οδηγήσει σε σειρά προβλημάτων, όπως ότι τα εδάφη «στεγνώνουν», πλήττονται τα φυσικά καταφύγια που αποτελούν ενδιαιτήματα για πολλά είδη, σε ορισμένες περιπτώσεις κρίνεται απαραίτητη η άρδευση των καλλιεργειών, επηρεάζεται η χλωρίδα και η πανίδα της χώρας και συνολικά το σύστημα υδάτων εκτίθεται.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι είναι πιθανή η ξηρασία σε ευάλωτες φυσικές περιοχές και παράλληλα δεν αποκλείεται να καταγραφεί μειωμένη γεωργική παραγωγή. Την ίδια στιγμή, υπάρχει κίνδυνος αλάτωσης, δηλαδή όταν το θαλασσινό νερό «εκτοπίζει» τα γλυκά υπόγεια ύδατα, προκαλώντας ζημιά σε γεωργία και παροχή πόσιμου νερού.
Η ερευνητική ομάδα τονίζει ότι μία νεροποντή δε θα σώσει την κατάσταση, καθώς όπως αναφέρουν τα υπόγεια ύδατα αντιδρούν αργά στις βροχοπτώσεις. Το φαινόμενο παρατηρείται ιδίως σε αμμώδη εδάφη επειδή η βροχή διεισδύει γρήγορα στην επιφάνεια, αλλά στη συνέχεια χρειάζονται ημέρες έως εβδομάδες για να φτάσει αρκετά βαθιά ώστε να αναπληρώσει τα υπόγεια ύδατα. Παράλληλα, τα υπόγεια ύδατα σε αυτές τις περιοχές είναι συχνά ήδη εκ φύσεως βαθύτερα, γεγονός που καθυστερεί την ανάκαμψη.
«Μόνο παρατεταμένες, ήπιες βροχοπτώσεις μπορούν να αναπληρώσουν σταδιακά τα αποθέματα των υπόγειων υδάτων. Μια σύντομη ή δυνατή νεροποντή δεν βοηθάει καθόλου: το νερό στη συνέχεια ρέει μακριά μέσα από τάφρους και αποχετεύσεις χωρίς να έχει χρόνο να διεισδύσει σωστά στο έδαφος», προσθέτουν οι ερευνητές.
Μάλιστα, εξηγούν ότι η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε περισσότερη εξάτμιση της υγρασίας από το έδαφος και τα επιφανειακά ύδατα. Παράλληλα, ξεκινά νωρίτερα η καλλιεργητική περίοδος με αποτέλεσμα τα φυτά να αναπτύσσονται γρηγορότερα, να απορροφούν περισσότερο νερό και να εξατμίζουν περισσότερη υγρασία. Υπολογίζεται, δε, ότι από το 1965 η εξάτμιση έχει αυξηθεί κατά 20-30%, γεγονός που επισπεύδει την περίοδο ξηρασίας.
Οι ειδικοί «βλέπουν» δύο πιθανά σενάρια το ερχόμενο διάστημα: Αν κατά μέσο όρο σημειωθούν βροχοπτώσεις 1: 60 mm τον Μάιο, τότε η στάθμη του νερού σταθεροποιείται και το επιφανειακό στρώμα του εδάφους ανακάμπτει προσωρινά. Βέβαια, παραμένει το πρόβλημα των περιοχών με αμμώδη επιφάνεια. Αν ωστόσο, και ο μήνας που διανύουμε χαρακτηριστεί από ανομβρία, τότε τα επίπεδα των υπόγειων υδάτων θα συνεχίσουν να μειώνονται, η εξάτμιση θα αυξάνεται στα 150 mm ανά μήνα, θα πληγούν γεωργία και περιβάλλον και είναι πιθανό να ληφθούν μέτρα για τη χρήση πόσιμου νερού και τη διαδικασία εξόρυξης.