Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου, τόνισε ότι η Ελλάδα έχει στο πλευρό της τους συμμάχους της, έχει το δίκαιο με το μέρος της, αλλά και την ικανότητα να είναι αποτελεσματική και αποτρεπτική για να υπερασπιστεί τα δίκαιά της έναντι σε κάθε πρόκληση, σχολιάζοντας την όξυνση των προκλήσεων της Άγκυρας.

Ο κ. Οικονόμου, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό Cosmos FM, είπε χαρακτηριστικά ότι «η Ελλάδα παρατηρεί πολύ προσεκτικά, δεν πανικοβάλλεται, οφείλει να βρίσκεται σε εγρήγορση και, βεβαίως, ισχύει αυτό που λέμε πάντα: Η χώρα είναι ένας παράγοντας σταθερότητας και ειρήνης, ανυποχώρητη στα εθνικά μας δίκαια, τα οποία είναι και απολύτως κατοχυρωμένα και καλά προστατευμένα».

Και πρόσθεσε ότι η Ελλάδα είναι μια δύναμη σταθερότητας και πως «έχει φροντίσει με την πολιτική της τα τελευταία τρία χρόνια, να μην εγκλωβίζεται σε επώδυνα διλήμματα της στιγμής, αλλά να μπορεί να χαράσσει μια μακροπρόθεσμη εξωτερική πολιτική».

«Για αυτό, φροντίσαμε να καταστήσουμε σαφείς όλες τις θέσεις μας, σαφή την τουρκική προκλητικότητα. Για αυτό, φροντίσαμε να πάρουμε καθαρές θέσεις σε ό,τι αφορά στα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας, όπως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, χωρίς αστερίσκους και μικροπολιτικές επιφυλάξεις. Για αυτό και φροντίζουμε να ενισχύουμε την αποτρεπτική μας ισχύ», ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.

Ο κ. Οικονόμου είπε ακόμη ότι η ελληνική διπλωματία έχει καταφέρει να εξασφαλίσει την απόλυτη απήχηση των εθνικών θέσεων παντού: Στην Ε.Ε., στις Η.Π.Α., στους συμμάχους. «Οι διμερείς μας σχέσεις και συμφωνίες έχουν ενισχύσει το αποτύπωμά μας παντού, είπε ο κ. Οικονόμου.

Για την επισύνδεση στο τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη

Αναφερόμενος στην υπόθεση παρακολούθησης του προέδρου του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, Νίκου Ανδρουλάκη, ο κ. Οικονόμου ανάφερε:

«Από την πρώτη στιγμή ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση ξεκαθάρισαν ότι θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι μας να συνδράμουμε θεσμικά, μέσα από τις πρωτοβουλίες του Κοινοβουλίου, έτσι ώστε να μη μείνει καμία σκιά στην υπόθεση αυτή. Να δοθούν οι απαντήσεις και, κυρίως, να θωρακίσουμε καλύτερα όλο το πλαίσιο που διέπει τη διαδικασία των νόμιμων επισυνδέσεων για να μην ξαναβρεθούμε στο μέλλον με τέτοιου είδους δύσκολες και δυσάρεστες περιπτώσεις. Με ψυχραιμία, με νηφαλιότητα και, κυρίως, με τις θεσμικές μας παρεμβάσεις, νομίζω ότι ο κάθε αντικειμενικός παρατηρητής πολύ γρήγορα θα βγάλει τα συμπεράσματά του. Μετά την περιπέτεια των Μνημονίων, η χώρα μας επέστρεψε δυναμικά στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και πολιτικά, πρωταγωνιστώντας σε μια σειρά από πολιτικές και πτυχές της ζωής διεθνώς.

Το γεγονός ότι η επισύνδεση του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη ήταν νόμιμη δεν αμφισβητείται, διότι ο νόμος είναι αυτός που ορίζει πώς μπορεί να κινείται ή πώς μπορεί να ζητείται η παρακολούθηση ενός τηλεφώνου από τις αρμόδιες Αρχές, όταν αυτές κρίνουν ότι αυτό πρέπει να γίνει. Ο νόμος αυτός είναι του 1994. Από τότε μέχρι σήμερα, έχουν μεσολαβήσει πάρα πολλές Κυβερνήσεις. Καμία Κυβέρνηση δεν άλλαξε το νόμο. Υπήρξαν διάφορες τροποποιήσεις σε ό,τι αφορά διαδικασίες του νόμου, αλλά η ουσία του δεν άλλαξε από καμία Κυβέρνηση και αυτό δεν αμφισβητείται. Για αυτό, άλλωστε, ο Πρωθυπουργός και στη συζήτηση της Παρασκευής κάλεσε όσους αμφισβητούν ότι ήταν νόμιμη η επισύνδεση, όσους αμφισβητούν ότι η Εισαγγελέας έπραξε αυτά που ορίζει ο νόμος και η διαδικασία και έδωσε την άδεια, προκειμένου να γίνει νόμιμη επισύνδεση, να προσφύγουν σε ελληνικά ή σε διεθνή και σε ευρωπαϊκά δικαστήρια, προκειμένου και οι ίδιοι να πάρουν τις απαντήσεις τους και όλοι να δούμε πώς θα αξιολογήσει και η Δικαιοσύνη αυτή τη διαδικασία. Το γεγονός της νόμιμης επισύνδεσης δεν αμφισβητείται. Εκείνο που αμφισβητείται είναι η πολιτική ορθότητα και εκείνο που προέκυψε είναι ότι, όντως, χρειάζονται φίλτρα – περισσότερα από αυτά που υπάρχουν τώρα – για να μην ξαναφτάσουμε στη διαχείριση υποθέσεων τέτοιων που αφορούν προβεβλημένα πολιτικά πρόσωπα. Δεν είναι μια εύκολη συζήτηση αυτή. Δεν είναι εύκολο να πεις ότι a priori κάποιος εκ της ιδιότητάς του, είτε είναι πολιτικός, είτε είναι δημοσιογράφος, είτε είναι επιχειρηματίας, είτε είναι καθηγητής, είτε είναι γεωπόνος, θα μπορεί η ιδιότητά του να τον εξαιρεί από τη δυνατότητα της Μυστικής Υπηρεσίας μιας χώρας να προβαίνει σε κινήσεις, εφόσον θεωρεί ότι αυτό πρέπει να κάνει. Πρέπει να βρεθεί μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα σε θέματα που αφορούν την εθνική ασφάλεια, αλλά και της προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων. Δεν είναι μια απλή άσκηση αυτή, δεν είναι απόλυτες οι απαντήσεις προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Η περίπτωση του κ. Ανδρουλάκη ανέδειξε μια σειρά από διαχρονικές παθογένειες και αδυναμίες, που με θεσμικό τρόπο η Ελληνική Δημοκρατία, η Κυβέρνησή μας, όπως έχει κάνει και σε άλλες περιπτώσεις, σε άλλα πεδία, οφείλει να βρει τις καλύτερες δυνατές απαντήσεις.

Μια πολύ καθοριστική παρέμβαση που έχει κάνει αυτή η Παράταξη και αυτή η Κυβέρνηση για την εμβάθυνση της Δημοκρατίας και των δικαιωμάτων στη χώρα ήταν η πρόνοια που λάβαμε στην αναθεώρηση του Συντάγματος – στην πρόσφατη με πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας – έτσι ώστε να μπορεί η Αντιπολίτευση στην Ελλάδα να αιτείται και να συγκροτεί Εξεταστικές Επιτροπές. Αυτό που γίνεται τώρα είναι για δεύτερη φορά. Το έχει αξιοποιήσει η Αξιωματική Αντιπολίτευση και για μια ακόμη περίπτωση στο παρελθόν. Οφείλεται στο δικαίωμα που έδωσε στη μειοψηφία αυτή η Κυβέρνηση.

Ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση έχουν προχωρήσει σε μια πολύ ουσιαστική εμβάθυνση της Δημοκρατίας και αναβάθμιση των θεσμών στη χώρα μας. Παρά το γεγονός ότι θα μπορούσαμε ως κοινοβουλευτική πλειοψηφία να σκεφτούμε να καταθέσουμε και δική μας πρόταση για Εξεταστική Επιτροπή για μια σειρά από άλλα πράγματα, επί της ουσίας, τιμούμε το δικαίωμα και τη δυνατότητα που δώσαμε στην Αντιπολίτευση. Δεν θα προχωρήσουμε σε μια διαδικασία, η οποία θα ευτέλιζε την όλη περίπτωση. Μέσα από αυτή την Εξεταστική Επιτροπή πρέπει να γίνουν δύο πράγματα ταυτόχρονα. Το πρώτο που πρέπει να γίνει, βεβαίως, είναι να διερευνηθεί άμεσα, πλήρως, σε όλο της το βάθος, η υπόθεση του κ. Ανδρουλάκη. Να ερωτηθούν όσοι πρέπει να ερωτηθούν και να απαντήσουν σε αυτά που θα τους ρωτήσουν και, από εκεί και πέρα, να βγουν τα συμπεράσματα των πολιτικών κομμάτων δια των αντιπροσώπων τους στην Εξεταστική Επιτροπή και να ακολουθηθεί όλη η διαδικασία, όπως προβλέπεται. Το δεύτερο που πρέπει να γίνει είναι να καταλήξουμε σε συμπεράσματα και σε θεσμικές κινήσεις θωράκισης των διαδικασιών, έτσι ώστε να έχουμε τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων, χωρίς ταυτόχρονα να θέτουμε σε κίνδυνο το βασικό σκοπό και αντικείμενο των μυστικών υπηρεσιών. Για να το πετύχουμε, εκείνο που υποστηρίζει η Κυβέρνηση είναι ότι θα ήταν πολύ χρήσιμο να ακουστούν οι απόψεις, οι σκέψεις, να πληροφορηθεί η Εξεταστική Επιτροπή, τον τρόπο με τον οποίο άλλες διοικήσεις, πλην της τελευταίας, τα προηγούμενα χρόνια, της ΕΥΠ, διαχειρίστηκαν αντίστοιχα ζητήματα.

Θα έχει σημασία να δούμε τι σημαίνει ότι δεν μπορούν να κυκλοφορούν ως φέιγ βολάν οι λόγοι για τους οποίους γίνονται νόμιμες επισυνδέσεις. Θα έχει μια σημασία να δούμε τον αριθμό και το ύψος των νόμιμων επισυνδέσεων όλα τα προηγούμενα χρόνια. Όχι για συμψηφισμούς. Για να δούμε χρήσιμα συμπεράσματα πάνω σε διαχρονικές παθογένειες, για να επιβεβαιώσουν ότι αυτά δεν αφορούν μόνο μία διοίκηση ή ένα πρόσωπο που τοποθετήθηκε από μια συγκεκριμένη Κυβέρνηση, αλλά είναι ένας τρόπος λειτουργίας των μυστικών υπηρεσιών που αποδίδει τα σωστά, έχει και τις αδυναμίες που πρέπει να διορθωθούν. Και μέσα από αυτή τη διαδικασία όλοι να γίνουμε σοφότεροι και να πάρουμε τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις και πρωτοβουλίες για να μην ξαναβρεθούμε αντιμέτωποι με αντίστοιχα φαινόμενα στο μέλλον».

Διαβάστε ακόμη: