Ο δείκτης οικονομικού κλίματος παρέμεινε τον Φεβρουάριο στο επίπεδο του προηγούμενου μήνα, στις 114,0 μονάδες (από 114,2), κοντά στο ιστορικά μέγιστο επίπεδο των τελευταίων 21 ετών. Το ΙΟΒΕ πάντως τονίζει πως τα αποτελέσματα της τρέχουσας έρευνας δεν έχουν επηρεαστεί από τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία.

Οι επιχειρηματικές προσδοκίες βελτιώθηκαν στις Κατασκευές και τις Υπηρεσίες, ενώ επιδεινώθηκαν στο Λιανικό Εμπόριο και τη Βιομηχανία. Η επαναφορά ήπιων περιοριστικών μέτρων δεν έπληξε τις προσδοκίες στον κλάδο του Τουρισμού. Από την άλλη πλευρά, οι προσδοκίες επιδεινώθηκαν σε όλες τις δραστηριότητες του Λιανικού Εμπορίου, κυρίως στην Ένδυση-Υπόδηση και τo εμπόριο οχημάτων. Στη Βιομηχανία αφομοιώνεται η άνοδος της προηγούμενης περιόδου, επίσης σε ιστορικά μέγιστο επίπεδο 20 και πλέον ετών.

Πάντως, η καταναλωτική εμπιστοσύνη ενισχύθηκε περαιτέρω ελαφρά τον Φεβρουάριο, κυρίως επειδή τα νοικοκυριά προεξοφλούσαν βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας συνολικά, όχι όμως και της δικής τους οικονομικής θέσης. Οι συνθήκες στην ελληνική, αλλά και την παγκόσμια οικονομία την επόμενη περίοδο, θα εξαρτηθούν κρίσιμα από τις εξελίξεις γύρω από την εισβολή και τον πόλεμο στη Ουκρανία, με τις τελικές επιπτώσεις να είναι πρόωρο να εκτιμηθούν.

Ενώ βαριές επιπτώσεις στο κόστος της ενέργειας εκδηλώνονται ήδη, είναι πιθανές ευρύτερες και εντονότερες γεωπολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις μεσοπρόθεσμα που θα επηρεάσουν τις παγκόσμιες εμπορικές ροές και σχέσεις. Κρίσιμος παράγοντας για τις οικονομίες θα είναι και οι αντιδράσεις πολιτικής σε επίπεδο διεθνών οργανισμών και από τις κεντρικές τράπεζες, ενώ τα δημοσιονομικά περιθώρια αντίδρασης των κυβερνήσεων είναι σχετικά περιορισμένα ύστερα από μια διετία εντός πανδημίας.

Αναλυτικότερα:

Στη Βιομηχανία, το ήπια θετικό ισοζύγιο των εκτιμήσεων για τις παραγγελίες και τη ζήτηση υποχώρησε έντονα, οι εκτιμήσεις για τα αποθέματα κλιμακώθηκαν οριακά και οι θετικές προβλέψεις για την παραγωγή τους προσεχείς μήνες κλιμακώθηκαν αισθητά.

Στις Κατασκευές, οι αρνητικές προβλέψεις για την παραγωγή υποχώρησαν αισθητά, ενώ παράλληλα οι προβλέψεις για την απασχόληση βελτιώθηκαν ήπια.

Στο Λιανικό Εμπόριο, οι εκτιμήσεις για τις τρέχουσες πωλήσεις υποχώρησαν σημαντικά, με το ύψος των αποθεμάτων να κλιμακώνεται έντονα, ενώ οι θετικές προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη των πωλήσεων μεταβάλλονται αισθητά.

Στις Υπηρεσίες, οι θετικές εκτιμήσεις για την τρέχουσα κατάσταση των επιχειρήσεων διατηρήθηκαν υψηλά, εκείνες για τη ζήτηση ενισχύθηκαν σημαντικά, ενώ οι προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη της ζήτησης βελτιώθηκαν αισθητά.

Στην Καταναλωτική Εμπιστοσύνη, οι αρνητικές προβλέψεις των νοικοκυριών για την οικονομική κατάσταση της χώρας υποχώρησαν ελαφρά ενώ οι αντίστοιχες για τη δική τους οικονομική κατάσταση εντός ενός έτους επιδεινώθηκαν. Παράλληλα βελτιώθηκαν σημαντικά οι εκτιμήσεις για μείζονες αγορές και βελτιώνεται ελαφρά η πρόθεση για αποταμίευση.

Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών

Ειδικότερα, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης ενισχύθηκε τον Φεβρουάριο και διαμορφώθηκε στις –39,5 (από –42,3) μονάδες, επίπεδο αρκετά υψηλότερο εκείνου πριν ένα χρόνο (-46,2 μονάδες). Οι θετικές εξελίξεις σχετικά με την πανδημία θεωρούνται ο βασικός παράγοντας της νέας ενίσχυσης των προσδοκιών, με τα επιδημιολογικά δεδομένα να βελτιώνονται ελαφρά τον Φεβρουάριο, ωστόσο οι σχετικοί δείκτες παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Επιπλέον, τα ηπιότερα και πιο στοχευμένα από ό,τι σε προηγούμενες εξάρσεις της πανδημίας μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας χαλάρωσαν, ενισχύοντας τις προσδοκίες άρσης τους κατά την προσεχή περίοδο.

Παρότι οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχίζονται αμείωτες, δεν φαίνεται να επηρέασαν τις προσδοκίες των νοικοκυριών τον Φεβρουάριο. Από την άλλη πλευρά, η δυναμική στο πεδίο των τιμών προσεχώς, εξαιτίας και του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς και οι ευρύτερες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις που αυτός θα προκαλέσει, οι οποίες δεν αποτυπώθηκαν στην παρούσα έρευνα, αναμένεται να αποτελέσουν τον πλέον καθοριστικό παράγοντα των προσδοκιών των νοικοκυριών στους επόμενους μήνες.

Οι Έλληνες καταναλωτές εξακολουθούν να διατηρούνται στην πρώτη θέση στην κατάταξη ως προς τους περισσότερο απαισιόδοξους καταναλωτές στην ΕΕ, με σημαντική διαφορά από τους υπόλοιπους. Ακολουθούν η Κροατία και η Σλοβενία, με επίπεδο δείκτη –23,0 και -22,7 μονάδες αντίστοιχα, ενώ στην τέταρτη και πέμπτη θέση βρίσκονται οι καταναλωτές της Σλοβακίας και της Βουλγαρίας, με -22,0 και -19,9 μονάδες.

Στις χαμηλότερες θέσεις αυτής της κατάταξης βρίσκονται η Δανία (+1,2) και η Φιλανδία (+0,9) με τη θετική τιμή του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην πρώτη χώρα να συνεπάγεται μικρή αισιοδοξία από τους καταναλωτές της πρώτης χώρας. Ευρύτερα, ανοδική τάση εμφάνισαν τον Φεβρουάριο 14 χώρες. Οι μέσοι ευρωπαϊκοί δείκτες διαμορφώθηκαν στις -10,2 μονάδες στην ΕΕ και στις -8,8 μονάδες στην Ευρωζώνη.