Να διαχωρίσει την ήρα από το στάρι επιχειρεί η φορολογική διοίκηση στα δισ. ευρώ των ληξιπρόθεσμων οφειλών που είναι ανεπίδεκτα είσπραξης εδώ και δεκαετίες. Για να συμβεί αυτό όμως και να προχωρήσει ο φορεισπρακτικός μηχανισμός σε διαγραφές χρεών, θα πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένοι όροι και προϋποθέσεις.

Σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, για να διαγραφούν χρέη προς το Δημόσιο πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις, όπως η ολοκλήρωση των ελέγχων, η υποβολή ποινικής δίωξης στον οφειλέτη και η πιστοποίηση από ειδικό ελεγκτή ότι είναι αδύνατη η είσπραξή τους. Αμέσως μετά η φορολογική διοίκηση εντάσσει τις περιπτώσεις αυτές στο βιβλίο των ανεπίδεκτων είσπραξης και υπό προϋποθέσεις τις διαγραφεί μετά την πάροδο δεκαετίας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, τα συσσωρευμένα ληξιπρόθεσμα χρέη έχουν ξεπεράσει τα 107,3 δισ. ευρώ, ωστόσο, ποσοστό 24,5%, που αντιστοιχεί σε 26,3 δισ. ευρώ, αφορά οφειλές που χαρακτηρίζονται ανεπίδεκτες είσπραξης. Ετσι, το πραγματικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο περιορίζεται σε 81 δισ. ευρώ και από αυτό μόλις 3,7 δισ. ευρώ έχουν ενταχθεί σε καθεστώς ρύθμισης.

Από το σύνολο των χρεών, τα 48,1 δισ. ευρώ προέρχονται από φορολογικές οφειλές. Τα μεγαλύτερα φορολογικά χρέη αφορούν στον ΦΠΑ (22,7 δισ. ευρώ), ακολουθούν οι φόροι εισοδήματος (20 δισ. ευρώ), φόροι περιουσίας (2,8 δισ. ευρώ) και λοιποί φόροι (2,5 δισ. ευρώ). Τα πρόστιμα (φορολογικά και μη φορολογικά) αγγίζουν τα 24,3 δισ. ευρώ και οι μη φορολογικές οφειλές (δάνεια, δικαστικά έξοδα, καταλογισμοί κ.λπ.) ανέρχονται σε 8,6 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με απόφαση της ΑΑΔΕ:

1. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και οι συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ανεπίδεκτες είσπραξης εφόσον συντρέχουν σωρευτικά τα ακόλουθα: α) Εχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της φορολογικής διοίκησης και από τις έρευνες αυτές δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκεινται σε ακύρωση. β) Εχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης. γ) Εχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας υπηρεσίας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις και είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.

2. Για εταιρείες που τελούν υπό κρατικό έλεγχο ή στις οποίες ασκείται κρατική εποπτεία και οι οποίες τελούν υπό εκκαθάριση ή πτώχευση απαιτείται η αναγγελία του Δημοσίου στις διαδικασίες αυτές και να έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης, να έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος και να είναι αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.

Ωστόσο, μπορούν να θεωρηθούν ανεπίδεκτες είσπραξης οφειλές ακόμη και εάν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία εφόσον:

α) Η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του ύψους της οφειλής και, σε κάθε περίπτωση, το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή, όπου υπάρχει, ή από το ποσό του αθροίσματος της φορολογητέας αξίας των δικαιωμάτων αυτών για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ.

β) Η συνολική αξία της κινητής περιουσίας του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με το ύψος της συνολικής βασικής ληξιπρόθεσμης οφειλής και δεν υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή ή από την έκθεση κατάσχεσης.

Διαβάστε ακόμη: