Το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2024 καταρτίστηκε υπό το βάρος των φυσικών καταστροφών που έπληξαν την χώρα και κατέδειξαν την ανάγκη αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής σε μόνιμη βάση.

Αυτό επισημαίνει, μεταξύ άλλων, το ΚΕΠΕ σε σχετική ανάλυση, προσθέτοντας παράλληλα ότι, η παραδοχή αυτή οδηγεί στην ανάγκη πρόβλεψης σχετικών κονδυλίων στους επόμενους Προϋπολογισμούς της χώρας για την ενίσχυση της ασφάλειας με έργα υποδομών και την ενίσχυση της πολιτικής προστασίας και της πρόληψης, αλλά και της κρατικής αρωγής. Ταυτόχρονα όμως, είναι και ο πρώτος Προϋπολογισμός που καταρτίζεται μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας απο τον οίκο DBRS Ratings, επίτευγμα που οφείλεται στη συνετή δημοσιονομική πολιτική και την αντιμετώπιση των αλλεπάλληλων κρίσεων –καιρικών, ενεργειακών, πληθωριστικών, κλπ.

Η πρόβλεψη για ανάπτυξη το 2024 στο 3%, υψηλότερη σε σχέση με το 2023 (2,3%), μπορεί να θεωρηθεί εφικτή, καθώς οι δημοσιονομικοί στόχοι προσαρμόζονται σε συνθήκες κανονικότητας, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν τα τελευταία έτη αποδίδουν και η επιτάχυνση υλοποίησης του σχεδίου «Ελλάδα 2.0» εκτιμάται ότι θα συμβάλει στην επίτευξη της πρόβλεψης για τον ρυθμό ανάπτυξης του 2024. Επιπλέον, η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής αποτελεί σημαντικό στόχο για την οικονομική πολιτική της χώρας.

Οι επενδύσεις που καλύπτονται από επιχορηγήσεις και δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στους τομείς της πράσινης οικονομίας, του ψηφιακού μετασχηματισμού, του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, της εξαγωγικής ικανότητας, του ανθρώπινου κεφαλαίου και της αγοράς εργασίας, προβλέπεται να οδηγήσουν στην αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας και στην υποβοήθηση του μετασχηματισμού προς ένα παραγωγικό μοντέλο υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.

Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, ανοδικά στον ρυθμό ανάπτυξης θα μπορούσαν να επιδράσουν και η ενδεχόμενη ταχύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η αύξηση της τουριστικής κίνησης, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας στην επενδυτική βαθμίδα και από τους υπόλοιπους οίκους αξιολόγησης –ο οίκος Standard and Poor’s Global Ratings αναβάθμισε ήδη, στο τέλος Οκτωβρίου, το αξιόχρεο της χώρας δείχνοντας εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία–, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τέλος, σημαντική προς την κατεύθυνση αυτή θεωρείται η γρήγορη αποκατάσταση της παραγωγικής δραστηριότητας, με έμφαση στην αγροτική παραγωγή, αλλά και των υποδομών των περιοχών που επλήγησαν από τις πρόσφατες πλημμύρες.

Παράγοντες αβεβαιότητας

Ωστόσο, η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας, οι δυσμενείς διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις, η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλότερα του αναμενομένου επίπεδα, η όξυνση της ενεργειακής κρίσης, τα ακραία κλιματικά φαινόμενα, η συνεχιζόμενη περιοριστική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και η εξέλιξη της απορρόφησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αποτελούν βραχυπρόθεσμους κίνδυνους για τη διαμόρφωση του ρυθμού ανάπτυξης για το 2024.

Ένας σημαντικός νέος γεωπολιτικός παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την παγκόσμια οικονομία είναι η κρίση στη Μέση Ανατολή και η πιθανή χερσαία επιχείρηση των Ισραηλινών Δυνάμεων στη λωρίδα της Γάζας, ιδιαίτερα αν, πέραν του Ισραήλ και των Παλαιστινίων, εμπλακούν και άλλες δυνάμεις όπως το Ιράν, ο Λίβανος, η Τουρκία κλπ. Ο πόλεμος στο Ισραήλ μπορεί να δημιουργήσει και αλυσιδωτές οικονομικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία.

Οι τιμές στην ενέργεια, πετρελαίου αλλά και φυσικού αερίου, πιθανολογείται ότι θα αυξηθούν σημαντικά, ανάλογα με τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και με το εύρος των χωρών που θα εμπλακούν. Μια τέτοια αύξηση θα οδηγήσει και σε εκ νέου αύξηση των τιμών των τροφίμων, με αποτέλεσμα όχι την αναμενόμενη από τον Προϋπολογισμό συρρίκνωση του πληθωρισμού αλλά αντίθετα την αύξησή του. Η ελληνική οικονομία θα πληγεί επίσης από τη μείωση των εξαγωγών της στην περιοχή –οι εξαγωγές στο Ισραήλ έχουν αυξηθεί σημαντικά το τελευταίο διάστημα–, αλλά και από τον περιορισμό τόσο των εισαγωγών, όσο και του τουρισμού.

Τα παραπάνω θα οδηγήσουν, αν όχι σε ύφεση, τουλάχιστον σε περιορισμό της αναμενόμενης ανάπτυξης. Για τα δημοσιονομικά μεγέθη προβλέπονται αυξημένα έσοδα με τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, προκειμένου να κατανεμηθούν ορθότερα τα φορολογικά βάρη και να διασφαλιστεί επιπλέον δημοσιονομικός χώρος για την εφαρμογή τυχόν νέων παρεμβάσεων για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του κοινωνικού συνόλου.

Ταυτόχρονα, οι δαπάνες αναμένονται επίσης αυξημένες, καθώς είναι απαραίτητη η πρόβλεψη κονδυλίων για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών –πυρκαγιές, πλημμύρες– με τη λήψη άμεσων μέτρων για την αποκατάσταση της περιουσίας των πληγέντων και των υποδομών, και της ενεργειακής κρίσης, αλλά και η χρηματοδότηση μεταρρυθμίσεων που έχουν ως βασικούς στόχους την αύξηση των εισοδημάτων των απασχολουμένων/συνταξιούχων, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική λόγω των αναπόφευκτων ανατιμήσεων ως συνέπεια της ενεργειακής κρίσης και την ενίσχυση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.

Το δημόσιο χρέος

Όσον αφορά το δημόσιο χρέος, αυτό αναμένεται το 2024 να αποκλιμακωθεί στο 152,2% του ΑΕΠ. Αν και το χρέος ως προς το ΑΕΠ μειώνεται, σε ονομαστικούς όρους το χρέος παρουσιάζει σταθεροποιητική τάση, αν και ανοδικό. Αυτό οφείλεται στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και όχι στην απομείωση του χρέους. Βεβαίως, είναι σαφές ότι και αυτή η πρόβλεψη ακολουθεί τις παραδοχές για την ανάπτυξη της οικονομίας.

Το ΚΕΠΕ σημειώνει ότι, υο χρέος της Κεντρικής Διοίκησης διαμορφώθηκε στο σύνολό του σε σταθερό επιτόκιο και ευρώ. Παρατηρείται μιαμεταβολή της σύνθεσης του χρέους υπέρ του διαπραγματεύσιμου χρέους έναντι του μη διαπραγματεύσιμου, τόσο έναντι του προηγούμενου τριμήνου (3,6 δισ. ή 3,8%), όσο και έναντι του τέλους του 2022 (2,3 δισ. ή 2,4%), αλλά και του αντίστοιχου τριμήνου του 2022 (1 δισ. ή 1%).

Τέλος, οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου παρουσιάζουν μια σχετική σταθερότητα, στα 29,4 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 92 εκατ. ευρώ (0,3%) σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, ενώ σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022 είναι μειωμένες κατά 721 εκατ. ευρώ ή 2,4%.

Οι βραχυχρόνιοι τίτλοι (με λήξη μικρότερη του έτους) του Ελληνικού Δημοσίου αντιπροσωπεύουν το 16,4% του συνόλου, έναντι 10,3% που καταλαμβάνουν οι μεσοπρόθεσμοι τίτλοι (με λήξη από 1 έως 5 έτη), και 73,3% που καταλαμβάνουν οι τίτλοι μακράς διάρκειας (λήξη μετά την πενταετία) από 16,9%, 9,4% και 73,6%, αντίστοιχα, που ήταν το προηγούμενο τρίμηνο του 2023. Συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022, παρατηρείται μια αύξηση του μεριδίου των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων τίτλων και μια αντίστοιχη μείωση των μακροπρόθεσμων.

Η μέση υπολειπόμενη φυσική διάρκεια του συνολικού χρέους της Κεντρικής Διοίκησης ανήλθε σε 17,18 έτη, ελαφρώς μειωμένη από αυτή των 18,17 ετών που ήταν το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, ηη μέση υπολειπόμενη φυσική διάρκεια του συνολικού χρέους της Κεντρικής Διοίκησης έχει περισσότερο από διπλασιαστεί από την είσοδο της χώρας στον Μηχανισμό Στήριξης, που ανερχόταν στα 7,65 έτη το δεύτερο τρίμηνο του 2010. Επιπλέον, και όσο αφορά τον νέο δανεισμό του Ελληνικού Δημοσίου κατά την υπό εξέταση περίοδο, η μέση σταθμική διάρκεια ανήλθε στα 5,03 έτη, παρουσιάζοντας μείωση από το επίπεδο των 5,53 ετών στο οποίο είχε διαμορφωθεί το 2022.

Διαβάστε ακόμη: