Το 2022 ήταν μια χρονιά αρκετά καλή όσον αφορά τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας. Αυτό συνήθως μεταφράζεται σε σημαντική αύξηση των εισαγωγών (44,9%) που έχουν ως αποτέλεσμα τη δραματική διεύρυνση του ελλείματος του εμπορικού ισοζυγίου (58%), παρά το γεγονός ότι και οι εξαγωγές σημείωσαν νέα μεγάλη αύξηση (36,9%).

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του ΚΕΠΕτο εξωτερικό εμπόριο του 2022 σημείωσε αρκετά νέα ρεκόρ. Το σύνολο των εισαγωγών ξεπέρασε τα €93 δις και οι εξαγωγές τα €54,6 δις. Το εμπόριο ορυκτών καυσίμων και λιπασμάτων (πετρελαιοειδών), λόγω της σημαντικής ανόδου των τιμών εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, σχεδόν διπλασιάστηκε (αύξηση 91,5% των εισαγωγών και 78,5% των εξαγωγών) χωρίς σημαντική μεταβολή των εμπορευόμενων ποσοτήτων, προσθέτοντας €12,4 δις στο εμπορικό έλλειμμα σε σχέση με τα €5,7 δις του 2021.

Εάν δεν ληφθεί υπόψη το εμπόριο πετρελαιοειδών, που αποτελεί περίπου το 35% του συνολικού εμπορίου, μας επιτρέπεται μια καθαρότερη ματιά στην κίνηση των λοιπών αγαθών. Έτσι, οι εισαγωγές πλην πετρελαιοειδών ανήλθαν στο νέο υψηλό των €60,6 δις (αύξηση 28,1%) και των εξαγωγών στα €34,6 δις (αύξηση 20,5%), με το έλλειμμα να αυξάνεται κατά περίπου 40% στα €26 δις. Ενώ οι εξαγωγές δείχνουν μια καλή δυναμική, η ανεξέλεγκτη αύξηση των εισαγωγών δεν αφήνει περιθώρια για συγκράτηση του ρυθμού διεύρυνσης του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου.

 

Εμπόριο αγροδιατροφικών προϊόντων

Όσον αφορά το εμπόριο αγροδιατροφικών προϊόντων, επίσης σημειώθηκαν αρκετά ρεκόρ. Ο ρυθμός αύξησης του τουρισμού, όπως και το 2021, σε συνδυασμό με την οικονομική μεγέθυνση και, κυρίως, την αύξηση των τιμών, συμπαρέσυρε τον ρυθμό αύξησης των εισαγωγών σε επίπεδα πρωτόγνωρα (€10,2 δις ή 30% πάνω σε σχέση με το 2021). Σε συνδυασμό με την αύξηση των εξαγωγών κατά 18,7%, στα €9,9 δις, το για δύο συνεχόμενα χρόνια (2020 και 2021) πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο κατέστη και πάλι ελλειμματικό κατά €295 εκατομμύρια (ή €0,3 δις).

Χαρακτηριστικό του έντονου πληθωρισμού το 2022 είναι ότι, ενώ η μεταβολή των εισαγόμενων ποσοτήτων κυμάνθηκε από -2,8% (καφές, τσάι, κλπ) έως 22,8% (ποτά), οι αυξήσεις στην αξία των εισαγόμενων προϊόντων κυμάνθηκαν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα και μεταξύ 16,8% (καπνός) και 40,9 (ξυλεία). Η μόνη κατηγορία προϊόντος που η κατά μονάδα τιμή έπεσε είναι ο καπνός. Ενδιαφέρουσα είναι η σημαντική αύξηση των εισαγωγών δερμάτων (51,4% κατά ποσότητα και 63,6% κατ’ αξία), τα οποία όμως αποτελούν ένα ελάχιστο ποσοστό του συνόλου των εισαγόμενων αγροδιατροφικών προϊόντων.

Όπως επισημαίνει το ΚΕΠΕ, για πρώτη φορά η εισαγόμενη αξία των γαλακτοκομικών, δημητριακών και οπωροκηπευτικών ξεπέρασε το €1 δις. Η σημαντική άνοδος της τιμής των δημητριακών τα έφερε μπροστά από τα οπωροκηπευτικά ως προς την αξία εισαγωγής. Οι εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων συνεχίζουν την καλή δυναμική που έχουν τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα από το 2021 (μετά την πανδημία δηλαδή), όχι όμως στο επίπεδο που απαιτείται για να καταφέρουν να κρατήσουν το πλεόνασμα στο ισοζύγιο.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και εδώ ο πληθωρισμός έχει παίξει καταλυτικό ρόλο και το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης της εξαγόμενης αξίας οφείλεται καθαρά στην αύξηση των τιμών. Συγκεκριμένα υπάρχουν αρκετές κατηγορίες προϊόντων τα οποία σημείωσαν μείωση στις εξαγόμενες ποσότητες: βαμβάκι -28,3%, καφές, τσάι, κλπ. -19,8%, δημητριακά -11,4%, ακατέργαστες ύλες -9,1%, οπωροκηπευτικά -2,1% και γαλακτοκομικά -0,2%.

Όλες σχεδόν οι κατηγορίες σημείωσαν αύξηση της εξαγόμενης αξίας. Εξαίρεση αποτελούν οι δορές (δέρματα) στα οποία, παρά την αύξηση των εξαγόμενων ποσοτήτων (9,5%), η αξία τους μειώθηκε κατά 3,4% λόγω, προφανώς, της μειωμένης τιμής τους. Επίσης η εξαγόμενη ξυλεία, ενώ σημείωσε σημαντική αύξηση της εξαγόμενης ποσότητας (22,9%), η αξία αυξήθηκε μόνο κατά 10,9% κάτι που δείχνει επίσης τη μειωμένη τιμή στην οποία εξάχθηκε. Γενικά, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, και αυτό είναι κάτι που η ελληνικός αγροδιατροφικός τομέας θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά, ότι οι τιμές των εισαγόμενων αυξάνονται γρηγορότερα από τις τιμές των εξαγόμενων προϊόντων.

Πως θα ενισχυθούν οι εξαγωγές

Το ΚΕΠΕ στην ανάλυσή του καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ενώ οι εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων έχουν πολύ καλή δυναμική από την έναρξη της οικονομικής κρίσεως (2009) και έχουν αντεπεξέλθει πολύ καλά και στην κρίση της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, δεν μπόρεσαν να κρατήσουν το πλεόνασμα που δημιουργήθηκε το 2020 και συνεχίστηκε το 2021. Ειδικά το βαμβάκι και το λάδι, όσο καλά και να πάνε, εξαγωγικά, κάποιες χρονιές δεν επαρκούν για να διατηρηθεί το εμπορικό πλεόνασμα.

Το μεν βαμβάκι το 2022 παρουσίασε μείωση 6,9% και η άνοδος της τιμής συγκράτησε τη μεγάλη πτώση 28,3% της εξαγόμενης ποσότητας, το δε ελαιόλαδο καθαρά χάρη στην άνοδο της τιμής του, αύξησε την εξαγόμενη αξία κατά 40,6%, όταν η εξαγόμενη ποσότητα αυξήθηκε μόλις κατά 4,3%. Η παρούσα αύξηση των τιμών οφείλεται κυρίως σε διεθνείς συνθήκες και στον πληθωρισμό και όχι στις εγχώριες μεταποιητικές δράσεις αύξησης της προστιθέμενης αξίας των συγκεκριμένων προϊόντων.

Τα ανωτέρω σημαίνουν ότι το ενδεχόμενο πλεόνασμα που μπορεί να παρουσιαστεί κάποιες χρονιές οφείλεται κυρίως σε εξωγενείς παράγοντες. Έτσι έγινε το 2020 και το 2021, όταν η διεθνής κρίση της πανδημίας μείωσε την ανάγκη εισαγωγών λόγω περιορισμού των τουριστικών ροών. Για να επιτευχθεί βιώσιμο πλεόνασμα στο εμπόριο αγροδιατροφικών προϊόντων, απαιτούνται συγκεκριμένες δράσεις από τον ελληνικό αγροδιατροφικό τομέα. Συγκεκριμένα, απαιτείται ενίσχυση της κτηνοτροφικής παραγωγής είτε για εγχώρια κατανάλωση και άρα μείωση των εισαγωγών, είτε προς εξαγωγή ποιοτικού προϊόντος υψηλής διατροφικής και, κατ’ επέκταση, χρηματικής αξίας.

Επίσης, στο βαμβάκι απαιτείται σειρά ενεργειών, ώστε να μη χάνει την ποιότητά του μετά τη συγκομιδή του. Αυτό για να γίνει, χρειάζεται οργάνωση και συνεργασία όλης της παραγωγικής αλυσίδας, δηλαδή, των παραγωγών, των εκκοκκιστών και των εμπόρων, με ταυτόχρονη συνεργασία με το κέντρο ποιοτικού ελέγχου, τυποποίησης και ταξινόμησης βάμβακος. Τέλος, υπάρχει γενικά η ανάγκη για καλύτερη οργάνωση της μεταποιητικής διαδικασίας των περισσότερων προϊόντων και ιδιαίτερα των εξαγώγιμων, έτσι ώστε η τυποποίηση, πιστοποίηση και συσκευασία να προωθεί την επίτευξη υψηλότερης ποιότητας προϊόντος, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο τις κατάλληλες συνθήκες για αύξηση της τιμής των εξαγώγιμων ποσοτήτων.

 

Διαβάστε ακόμη: