Το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της πανδημίας είναι σημαντικό και η ζημιά που έχει προκαλέσει σε άτομα, οικογένειες, επιχειρήσεις και σε ολόκληρες οικονομίες αποτυπώνεται σε κάθε οικονομικό δείκτη. Στην ήδη εύθραυστη από την οικονομική κρίση του 2009-2010 ελληνική οικονομία, ο αντίκτυπος της πανδημίας ήταν ιδιαίτερα ισχυρός.
Η πτώση του ΑΕΠ ήταν μια από τις μεγαλύτερες ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και της ΕΕ, με την Ελλάδα να έχει ήδη ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και υποαπασχόλησης του εργατικού δυναμικού και με τον τουρισμό, που αποτελεί τη βασική κινητήρια δύναμη των εξαγωγών, της οικονομικής δραστηριότητας και απασχόλησης, να μειώνεται κατά 25% σε σχέση με το επίπεδο του 2019.
Στο πλαίσιο αυτό, το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ προχώρησε σε επικαιροποίηση των εκριμήσεων του προηγούμενου Δεκεμβρίου, αξιοποιώντας τα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τους θεσμικούς τομείς της οικονομίας, μαζί με μια σειρά άλλων δεικτών που ήταν διαθέσιμοι κατά τη διάρκεια της συγγραφής του κειμένου.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο, στο τελευταίο Ειδικό Δελτίο (ΙΝΕ ΓΣΕΕ, 2020) οι εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2020 ήταν απαισιόδοξες, όπως άλλωστε και εκείνες της ελληνικής κυβέρνησης, του ΔΝΤ και των ευρωπαϊκών θεσμών, καθώς είχε υποτεθεί ότι τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης της οικονομίας θα ήταν πιο περιορισμένα.
Παρ’ ότι τα δημοσιευμένα στοιχεία είναι προσωρινά και ενδεχομένως να αναθεωρηθούν στη συνέχεια, τα αξιοποιήσαμε για να επικαιροποιήσουμε τις εκτιμήσεις επί του βασικού και των εναλλακτικών σεναρίων σχετικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Βασισμένες σε σχετικά ρεαλιστικές υποθέσεις, οι εκτιμήσεις επί των εναλλακτικών σεναρίων δείχνουν ότι, αν και περιορισμένη, η προοπτική επίτευξης ισχυρών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ και της απασχόλησης μετά το τέλος της πανδημίας είναι πιθανή. Κατά την άποψή μας, ενδεχόμενη ασθενική ανάκαμψη του ΑΕΠ θα οφείλεται αποκλειστικά στην απουσία δημοσιονομικής επέκτασης.
Προβλέψεις για την περίοδο 2021-2022
Στο βασικό σενάριο, το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ σημειώνει ότι ανέμενε πως η ιδιωτική δαπάνη θα μειωθεί το δ’ τρίμηνο σε απόλυτη αναλογία με το β’ τρίμηνο .
Στην πραγματικότητα ωστόσο η μείωση της ιδιωτικής δαπάνης, ήταν μικρότερη, παρά τη μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων της COVID-19 κατά το δεύτερο κύμα της πανδημίας.
Στις νέες προβλέψεις επί του βασικού σεναρίου το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ μπόρεσε να εκτιμήσει καλύτερα την επίπτωση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης στην οικονομική δραστηριότητα και τη δυναμική των συνιστωσών της ζήτησης το 2020, χρησιμοποιώντας τον Strigency and Policy Index που κατασκεύασε το Blavatnik School of Government του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ, το μέτρο της αναστολής της λειτουργίας των επιχειρήσεων μείωσε την ιδιωτική ζήτηση το 2020 κατά 14 δισ. ευρώ, ενώ τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης του εισοδήματος ανήλθαν στα 3,5 δισ. ευρώ.
Αν και η χρήση αυτού του δείκτη βελτίωσε τις εκτιμήσεις μας για το 2020, δεν ισχύει κάτι τέτοιο για το 2021 αφού η ύφεση εμφανίζεται μεγαλύτερη από αυτή που αναδεικνύουν άλλοι επιμέρους δείκτες, όπως ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής, ο οποίος τον Φεβρουάριο αυξήθηκε κατά 4% σε ετήσια βάση.
Συνεπώς, για το α’ τρίμηνο του 2021 υποθέτουμε μια μικρότερη επίπτωση του lockdown στην ιδιωτική δαπάνη, όμως, ελλείψει επάρκειας στοιχείων, οι εκτιμήσεις δεν μπορούν να είναι το ίδιο αξιόπιστες, όπως συνήθως. Στο βασικό σενάριο δεν περιλαμβάνουμε τους πόρους του προγράμματος NGEU, αλλά υποθέτουμε ότι η κυβέρνηση θα εξακολουθήσει να ενισχύει την οικονομία το α’ εξάμηνο του 2021 μέσω επιπλέον δαπάνης και αναβολής καταβολής φόρων.
Επίσης, υποθέτει ότι οι φορολογικοί συντελεστές θα επιστρέψουν στο προ COVID-19 επίπεδό τους το γ’ τρίμηνο του 2021. Στο σενάριό του Ινστιτούτου δεν έχει συμπεριλάβει την έμμεση αύξηση του υποδηλούμενου φορολογικού συντελεστή που θα προκαλέσει η καταβολή των φόρων που έως τώρα είχαν αναβληθεί.
Επίσης, υποθέτουμε ότι οι τιμές θα παραμείνουν σταθερές, δηλαδή δεν θα υπάρξει πληθωρισμός, μέχρι το β’ εξάμηνο του 2022, όταν η οικονομία θα ανακάμπτει. Επιπλέον, κάνουμε την αισιόδοξη υπόθεση ότι η πανδημία θα υποχωρήσει τον Ιούνιο, ώστε ο τουρισμός να αρχίσει να ανακάμπτει το γ’ τρίμηνο του 2021 και θα συνεχίσει να ενισχύεται τα επόμενα τρίμηνα, ακολουθώντας τις συνήθεις εποχικές διακυμάνσεις.
Τέλος, υιοθετούνται οι πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ αναφορικά με την εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ των κύριων εμπορικών εταίρων της Ελλάδας για να εκτιμήσουμε τις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών και το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ υποθέτει ότι δεν θα υπάρξει μεταβολή της νομισματικής πολιτικής.
Με βάση όλα τα παραπάνω, εκτιμάται ότι το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 3,4% το 2021, και κατά 4,9% το 2022. Το Ιντιτούτο εκτιμά ότι ο αριθμός των τουριστών θα αυξηθεί κατά 60% το 2021 σε σχέση με το 2020, το οποίο μεταφράζεται σε αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 5 δισ. ευρώ.
Αν και η αύξηση αυτή του αριθμού των τουριστών φαίνεται εξαρχής μεγάλη και αισιόδοξη, επαναφέρει τον συνολικό αριθμό τουριστών μόλις στο 58% του επιπέδου του 2019. Αναμένεται ο τουρισμός να συνεχίσει να αυξάνεται σταδιακά το 2022 και τα επόμενα χρόνια.