Στην έκθεση για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές, που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα, το ΔΝΤ προβλέπει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας θα μείνει σταθερός στο 3,2% τόσο εφέτος όσο και το 2025, κάτι που είναι ασυνήθιστο για μία περίοδο αποπληθωρισμού. Σπεύδει να τονίσει όμως, ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι (από μία κλιμάκωση των περιφερειακών πολέμων, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή και τη στροφή σε περιοριστικές πολιτικές στο διεθνές εμπόριο) αυξάνονται και πλέον κυριαρχούν.

Από κοντά και το ΙΟΒΕ, το οποίο στην τελευταία του τριμηνιαία έκθεση για την ελληνική οικονομία, επισημαίνει ότι, ο υψηλότερος κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία, πάντως, είναι η συνεχιζόμενη πολεμική δραστηριότητα και ευρύτερες γεωπολιτικές εντάσεις σε ιδιαίτερα ευαίσθητες περιοχές του πλανήτη, που επηρεάζουν άμεσα την Ευρώπη.

Ειδικά στη Μέση Ανατολή και στην Ουκρανία δεν διαφαίνεται σύντομα επίλυση των βαθιών προβλημάτων που υπάρχουν ή έστω προσωρινή αποκλιμάκωση. Αντίθετα, το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι αυτά μπορεί να προκαλέσουν επιπλέον αναταραχές στις αγορές ενέργειας ή να οδηγήσουν σε ευρύτερη αποσταθεροποίηση περιοχών, δίνοντας ενδεχομένως το έναυσμα για αναταραχές στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, όπου το τελευταίο μακρύ διάστημα επικρατούν ανοδικές τάσεις.

Πρόκληση αποτελεί επίσης αποτελεί η συσσώρευση δημοσίου χρέους στις ανεπτυγμένες οικονομίες, καθώς και τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα σε χώρες του πυρήνα της Ευρώπης, όπως η Ιταλία και η Γαλλία. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ο δημοσιονομικός χώρος είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της μακροοικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Μετά από χρόνια χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής σε πολλές χώρες, είναι τώρα ή ώρα να σταθεροποιηθεί η δυναμική του χρέους και να αποκατασταθούν τα αναγκαία δημοσιονομικά “μαξιλάρια”.

Το ελληνικό αναπτυξιακό «παράδοξο»!

Η ελληνική οικονομία πάντως δεν φαίνεται να κάπτεται από όλα αυτά. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, φαίνεται να καταγράφει κατά τους τελευταίους μήνες ρυθμούς μεγέθυνσης ελαφρά υψηλότερους από ό,τι μπορεί να αναμένονταν προηγουμένως, και από τους σχετικά υψηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η παρατεταμένη ανθεκτικότητα της κατανάλωσης είναι ένας κύριος παράγοντας για αυτό, μέσα σε σημαντική μείωση της αβεβαιότητας, όπως αποτυπώνεται στο διαφορικό κόστος χρηματοδότησης και σε επιμέρους σχετικούς δείκτες.

Σημαντική είναι η συμβολή των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, με αυτή όμως να μετατίθεται πλέον περισσότερο προς το επόμενο έτος. Η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, επηρεάζει θετικά και τη δική μας υποστηρίζοντας και τις σχετικά βελτιωμένες εκτιμήσεις για το τρέχον έτος και για το επόμενο.

Ο τουρισμός, παρά την μικρή κάμψη που παρουσιάζει φέτος, συμβάλλει θετικά ενώ συνεχίζεται η γενικά θετική πορεία των εξαγωγών προϊόντων. Ο πληθωρισμός κάμπτεται σταδιακά, αν και είναι ανησυχητική η επιμονή του σε επίπεδα υψηλότερα σε σύγκριση με πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες.

Το ΙΟΒΕ σημειώνει ότι, η τρέχουσα θετική δυναμική της ελληνικής οικονομίας δεν θα πρέπει να συγκαλύπτει όμως τις σημαντικές προκλήσεις. Αφενός, διότι πλέον η ελληνική οικονομία κινείται, μετά τη βαθιά κρίση, από χαμηλή βάση και η απόσταση που τη χωρίζει από τις περισσότερες ευρωπαϊκές είναι μεγάλη, όχι μόνο ως προς τα εισοδήματα αλλά και ως προς τα επενδεδυμένα κεφάλαια και το διαθέσιμο δυναμικό εργασίας.

Αφετέρου, διότι η απόσταση παραγωγικότητας από τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές οικονομίας, παρά τη βελτίωση της σε σημαντικούς τομείς, είναι μεγάλη και για να καλυφθεί απαιτείται επιμονή επενδυτική προσπάθεια, όπως και συνεχιζόμενη βελτίωση στο θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας.

Οι προβλέψεις για τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη

Σε κάθε περίπτωση, η οικονομία διατηρεί την αναπτυξιακή της δυναμική. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με υψηλότερο ρυθμό σε σχέση με την Ευρωζώνη, τόσο εφέτος όσο και το 2025. Ειδικότερα, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί 2,3% εφέτος και 2% το 2025 έναντι αύξησης 0,8% και 1,2%, αντίστοιχα, για την Ευρωζώνη. O πληθωρισμός προβλέπεται στο 2,9% σε μέσα επίπεδα εφέτος και στο 2,1% το 2025 έναντι 2,4% και 2,0%, αντίστοιχα στην Ευρωζώνη.

Η ανεργία εκτιμάται ότι θα μειωθεί από 11,1% το 2023 σε μέσα επίπεδα στο 10,5% εφέτος και περαιτέρω στο 10,1% το 2025, ενώ στην Ευρωζώνη αναμένεται να αυξηθεί οριακά εφέτος στο 6% και να μειωθεί στο 5,8% το επόμενο έτος. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται από το ΔΝΤ να μειωθεί από 6,8% του ΑΕΠ το 2023 στο 6,5% φέτος και περαιτέρω στο 5,3% το 2025, ενώ στην Ευρωζώνη αναμένεται πλεόνασμα 3,1% και 3%, αντίστοιχα.

Από την πλευρά του το ΙΟΒΕ εκτιμά για φέτος ετήσια ανάπτυξη +2,3%, παρόμοια με το 2023, με ώθηση από την ενίσχυση των επενδύσεων (+19,2%, πάγιες επενδύσεις +8,8%) και την ανθεκτική στις πληθωριστικές πιέσεις κατανάλωση των νοικοκυριών (+2,2%, συνολική κατανάλωση +1,3%). Στον εξωτερικό τομέα, αναμένεται επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, με την αύξηση των εισαγωγών κατά +5,8% να υπεραντισταθμίζει την αύξηση των εξαγωγών κατά +1,8%.

Για το 2025, το ΙΟΒΕ εκτιμά παρόμοια με φέτος σε μέγεθος ετήσια ανάπτυξη, της τάξης του +2,4%. Ως προς τις συνιστώσες, οι πάγιες επενδύσεις αναμένεται να υπερβούν την φετινή τους επίδοση, με υψηλότερη ετήσια διεύρυνση το 2024 (+11,0%), ενώ η κατανάλωση αναμένεται να επιβραδυνθεί (+1,2%). Το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο αναμένεται να μειωθεί, αν και σε υψηλά επίπεδα, με τις εξαγωγές και τις εισαγωγές να αυξάνονται ετησίως το 2024 κατά +4,0% και +2,9% αντιστοίχως.

Η πρόκληση των επενδύσεων

Το ΙΟΒΕ στην έκθεσή του εντοπίζει δύο σημαντικές αδυναμίες που προκαλούν ανησυχία, παρά την γενικότερα θετική πορεία της οικονομίας.

Πρώτον, στις επενδύσεις, παρά την αύξηση που καταγράφεται υπάρχει υστέρηση, ιδίως των παγίων επενδύσεων, από τα αναγκαία επίπεδα για να στηριχθούν μεσοπρόθεσμα ισχυροί ρυθμοί μεγέθυνσης. Η πορεία των επενδύσεων κατά την επόμενη χρονιά, στην οποία θα εκφραστεί σε μεγάλο βαθμό και η επίδραση του ταμείου ανάκαμψης, θα είναι καθοριστικός παράγοντας συνολικά για την οικονομία.

Δεύτερον, ανησυχία πρέπει να δημιουργεί το σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που παραμένει μεγάλο ακόμη και μετά τη μείωση των τιμών στις ενεργειακές αγορές. Παρά τη σχετικά θετική πορεία των εξαγωγών, η αύξηση των εισαγωγών καταγράφεται συστηματικά μεγαλύτερη, οδηγώντας σε ένα συστηματικό κενό. Το χαμηλό επίπεδο αποταμίευσης αποτελεί την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος.

Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, ανασταλτικοί παράγοντες για την αύξησή τους είναι η σχετικά χαμηλοί αναμενόμενοι ρυθμοί μεγέθυνσης των οικονομιών, όπως και το υψηλότερο κόστος δανεισμού και κεφαλαίου σε σχέση με το παρελθόν. Εάν συνυπολογιστούν οι επικίνδυνες γεωπολιτικές εντάσεις, είναι αναμενόμενο πώς θα υπάρξει κάμψη των επενδύσεων σε πολλούς τομείς της παγκόσμιας οικονομίας, πριν επανέλθει στη συνέχεια μια ανάκαμψη.

Τα μεγάλα προγράμματα ενίσχυσης των επενδύσεων που εφαρμόζουν την τελευταία διετία η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ, αναθεωρώντας τους κανόνες δανεισμού τους, αποσκοπούν ακριβώς στην άμβλυνση αυτού του προβλήματος. Σε αυτό το γενικό πλαίσιο κινείται και η έκθεση Draghi, που υπογραμμίζει την ανάγκη επενδύσεων σε τομείς αιχμής ώστε να βελτιωθεί η συνολική παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα στην E.E.

Σε κάθε περίπτωση, αναμένεται πώς οι ιδιωτικές επενδύσεις θα στοχεύσουν στο επόμενο διάστημα σε τομείς υψηλότερης απόδοσης, όπως σε τεχνολογίες αιχμής στην ενέργεια, τη βιοτεχνολογία και στις υπηρεσίες υγείας, όπως και την τεχνητή νοημοσύνη και τα δεδομένα. Επιτυχείς επενδύσεις που προάγουν την τεχνολογική πρόοδο σε τέτοιες περιοχές αναμένεται να έχουν εκθετικά υψηλή απόδοση.

Η διαδικασία σύγκλισης και οι επενδύσεις

Για το ίδιο ζήτημα, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) κ. Γιάννης Στουρνάρας σε ομιλία του στο στο 3ο Οικονομικό Συνέδριο της Ναυτεμπορικής «Η παραγωγική Ελλάδα την επόμενη δεκαετία», επεσήμανε ότι, οι κύριες κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχίσουν να είναι οι επενδυτικές δαπάνες, χάρη και στη συμβολή των ευρωπαϊκών πόρων, και ιδίως του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), καθώς και η ιδιωτική κατανάλωση, λόγω της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος χάρη στην άνοδο της απασχόλησης και στη μείωση του πληθωρισμού.

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, ο ρόλος των επενδύσεων είναι καθοριστικός για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου με έμφαση στην αύξηση της παραγωγικότητας, την καινοτομία, την αύξηση της παραγωγής των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη διευκόλυνση της πράσινης μετάβασης.

Η αύξηση της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών οδηγεί στην αύξηση των εξαγωγών, σε υποκατάσταση εισαγωγών και άρα στη μείωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Οι επενδυτικές δαπάνες μπορούν να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη, είτε αφορούν βελτιώσεις στις υποδομές, την εκπαίδευση και την υγεία, είτε επενδύσεις σε παραγωγικό εξοπλισμό, μηχανήματα, καθώς και σε άυλα στοιχεία ενεργητικού και σε τεχνολογίες αιχμής, περιλαμβανομένων αυτών που προωθούν τον πράσινο μετασχηματισμό του ενεργειακού τομέα.

Υπάρχουν σημαντικές συνέργειες μεταξύ των επενδύσεων σε υλικό και άυλο κεφάλαιο, οι οποίες θα πρέπει να αξιοποιηθούν πλήρως. Ειδικότερα, η ταυτόχρονη επένδυση σε νέες τεχνολογίες και σε ανθρώπινο κεφάλαιο με ψηφιακές δεξιότητες οδηγεί στη μέγιστη δυνατή μακροχρόνια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Οι πρόσφατες εξαγγελίες της κυβέρνησης για την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου είναι προς την ορθή κατεύθυνση.

Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της έντονης αύξησης των επενδύσεων τη τριετία 2021-2023. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις έχουν ανακάμψει πλήρως και έχουν επανέλθει στα προ του 2010 επίπεδα.

Από την άλλη πλευρά, οι επενδύσεις σε κατοικίες είναι χαμηλές, εντούτοις αυξάνονται με ταχύ ρυθμό λόγω της ισχυρής ζήτησης από πλευράς εγχώριων επενδυτών, καθώς και επενδυτών από χώρες της Ε.Ε. αλλά και από τρίτες χώρες στο πλαίσιο του προγράμματος Golden Visa. Οι συνολικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν όμως χαμηλότερες από το μέσο όρο της ΕΕ (15,2%, έναντι 22,0% στην Ε.Ε. το 2023).

Προϋποθέσεις για την ενίσχυση των επενδύσεων

Κατά την ΤτΕ, η αναγκαία αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας, κυρίως των επιχειρήσεων, περνά μέσα από τις εξής προϋποθέσεις.

Πρώτον, η έγκαιρη απορρόφηση των πόρων του RRF και η εκταμίευσή τους προς τον ιδιωτικό τομέα: Μέχρι στιγμής το ποσοστό απορρόφησης των πόρων του RRF είναι ικανοποιητικό (51% από συνολικό ποσό 36 δισ. ευρώ) και η Ελλάδα είναι 5η στη σχετική κατάταξη των χωρών.

Σχετικά με το δανειακό σκέλος του RRF, ικανοποιητική πρόοδος έχει συντελεστεί και ως προς την υπογραφή συμβάσεων δανείων. Ωστόσο, οι εκταμιεύσεις των επιχορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις προχωρούν με βραδύτερο ρυθμό, γεγονός που καθυστερεί την πραγματοποίηση επενδυτικών δαπανών. Χρησιμοποιώντας υπόδειγμα της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει ότι η χρηματοδότηση από τον RRF και οι συνοδευόμενες με αυτήν μεταρρυθμίσεις αναμένεται να επιφέρουν σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ κατά 10% τα επόμενα δέκα χρόνια.

Δεύτερον, η υλοποίηση ενός ευρέος φάσματος φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων: Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να αποσκοπούν στην εξάλειψη διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία στη δημόσια διοίκηση και το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων.

Ταυτόχρονα όμως, είναι αναγκαίο να εξαλειφθούν οι εναπομείνασες περιοριστικές πρακτικές που εμποδίζουν την ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών, με την κατάργηση των φραγμών εισόδου και το άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών στον ανταγωνισμό.

Οι μεταρρυθμίσεις θα συμβάλουν και στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και θα διευκολύνουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Αυτό με τη σειρά του θα συμβάλει στην υιοθέτηση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και νέων τεχνολογιών, που θα επιτρέψουν στις ελληνικές επιχειρήσεις να παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και έντασης γνώσης.

Τρίτον, ένας υγιής τραπεζικός τομέας που μπορεί να παρέχει χρηματοδότηση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά: Την τελευταία δεκαετία έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος ως προς την εξυγίανση του τραπεζικού τομέα. Ειδικότερα, έχουν βελτιωθεί η κερδοφορία, η ρευστότητα, η κεφαλαιακή επάρκεια και η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, ενώ έχει επίσης προχωρήσει η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τη συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο των συστημικών τραπεζών.

Παράλληλα, η συγχώνευση της Τράπεζας Αττικής με την Παγκρήτια Τράπεζα με παράλληλη αύξηση κεφαλαίου, επιταχύνει την εξυγίανση των λιγότερο σημαντικών τραπεζών και ενισχύει τον ανταγωνισμό στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα, μεταξύ άλλων με την ποσοτική και ποιοτική βελτίωση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών και την περαιτέρω μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Έτσι ο τραπεζικός τομέας θα μπορεί να συμβάλει στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Η τραπεζική χρηματοδότηση των επενδυτικών αναγκών των επιχειρήσεων θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω με τη χρήση όλων των εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως του RRF, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (EAT).

Τέταρτον, η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης: Εκτός από την τραπεζική χρηματοδότηση, θα πρέπει να διερευνηθούν δυνατότητες χρήσης όλων των διαθέσιμων μορφών ιδιωτικής χρηματοδότησης των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές.

Τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital), τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (private equity), η συμμετοχική χρηματοδότηση (crowdfunding), οι επιχειρηματικοί άγγελοι (business angels), οι επιταχυντές νεοφυών επιχειρήσεων (startup accelerators) και οι μικροχρηματοδοτήσεις (microfinance) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δεν διαθέτουν επαρκή πάγια στοιχεία ενεργητικού ως εξασφαλίσεις για τη λήψη τραπεζικών δανείων.

Διαβάστε ακόμη: