«Στρωμένος με… προκλήσεις» είναι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο δρόμος που έχουν μπροστά τους τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα, καθώς, παρά τις ικανοποιητικές επιδόσεις που καταγράφουν σε επίπεδο οικονομικών αποτελεσμάτων τα τελευταία τρίμηνα, τα ακανθώδη ζητήματα που καλούνται να διαχειριστούν είναι ακόμη αρκετά και η διαχείρισή τους απαιτεί λεπτούς χειρισμούς.

Στην εαρινή Έκθεση Μεταπρογραμματικής Εποπτείας για την Ελλάδα που δημοσίευσε μέσα στην εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει πέντε συγκεκριμένες προκλήσεις που θα κληθούν να διαχειριστούν το επόμενο διάστημα οι Έλληνες τραπεζίτες.

Συγκεκριμένα, οι αναλυτές της Κομισιόν εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός μπορεί να δυσκολέψει την ικανότητα εξυπηρέτησης δανείων, επιδεινώνοντας το ενεργητικό των τραπεζών.

Ωστόσο, η αύξηση της απασχόλησης και του διαθέσιμου εισοδήματος, καθώς και το «πάγωμα» των κυμαινόμενων επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια που εφάρμοσαν οι ελληνικές τράπεζες και θα παρατείνουν μέχρι τον Απρίλιο – Μάιο του 2025, απομακρύνουν τον κίνδυνο επιδείνωσης της ποιότητας ενεργητικού.

Την ίδια στιγμή, η προοπτική παραγωγής υψηλών κερδών τίθεται εν αμφιβόλω όταν αρχίσουν να πέφτουν τα επιτόκια. Εκτιμάται, ωστόσο, ότι οι τράπεζες θα αντισταθμίσουν τη μείωση των επιτοκιακών εσόδων μέσω άλλων πηγών, όπως π.χ. από αύξηση των δανείων και έσοδα από εργασίες που παράγουν προμήθειες.

Τρίτο και ίσως σημαντικότερο «αγκάθι» για τις ελληνικές τράπεζες αποτελεί σύμφωνα με την Ε.Ε η ποιότητα των κεφαλαίων, καθώς κατά μέσο όρο, το 44% του κεφαλαίου των τραπεζών αποτελείται από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTC), παρά την σημαντική μείωση που έχουν καταγράψει τα τελευταία χρόνια.

Οι τράπεζες, όπως αναφέρεται, έχουν σχέδια να μειώσουν το DTC στο συνολικό τους κεφάλαιο τα επόμενα χρόνια, αλλά τα σχέδιά τους εξαρτώνται από τη διατήρηση της μελλοντικής κερδοφορίας. Επομένως, συνιστάται το επίπεδο των διανομών μερισμάτων να είναι κατάλληλα ισορροπημένο με την ανάγκη μείωσης του τρέχοντος μεριδίου του αναβαλλόμενου φόρου.

Παράλληλα στην Έκθεση δεν κρύβεται η ανησυχία για τις κρατικές εγγυήσεις που έχουν κολλήσει σε δικαστικές διαδικασίες και δεν έχουν ακόμη καταβληθεί με αποτέλεσμα να απαιτηθεί από τις τράπεζες να προβούν σε πρόσθετες προβλέψεις γεγονός που θα επιβάρυνε επίσης την κερδοφορία τους.

Τέλος, προβληματισμό εξακολουθεί να προκαλεί στην Κομισιόν ο ουσιαστικός δεσμός που συνεχίζει να διατηρεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας με το ελληνικό κράτος μέσω διαφόρων διαύλων. Για παράδειγμα, εκτός από το μεγάλο απόθεμα DTC, το Δημόσιο εξακολουθεί να κατέχει σημαντικού ύψους κρατικά ομόλογα και να έχει διαθέσει ένα αρκετά δισ. ευρώ κρατικές εγγυήσεις στο πλαίσιο του «Ηρακλή».

Επιπλέον, παρά τις σημαντικές αποεπενδύσεις, το κράτος –μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας– συνεχίζει να κατέχει ουσιώδες μερίδιο σε δύο τράπεζες και πιο συγκεκριμένα στην Εθνική Τράπεζα και στην Attica Bank.

Παραμένουν υψηλά τα κόκκινα δάνεια

Την ίδια στιγμή, «καμπανάκι» ήχησε στις τράπεζες η Κομισιόν και για την πορεία αποκλιμάκωσης των «κόκκινων» δανείων. Στη σχετική έκθεση επισημαίνεται ότι τον Δεκέμβριο του 2023 ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) του τραπεζικού συστήματος ανερχόταν σε 6,6%, από 8,7% τον Δεκέμβριο του 2022 και 8,4% τον Ιούνιο του 2023.

Η βελτίωση ήταν αποτέλεσμα κυρίως μη οργανικών ενεργειών, συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων χαρτοφυλακίου και της αναταξινόμησης ορισμένων χαρτοφυλακίων ΜΕΔ ως «διακρατούμενα προς πώληση».

Ωστόσο ο δείκτης ΜΕΔ παραμένει ο υψηλότερος στην Ε.Ε., σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ενώ οι συστημικές τράπεζες πλησιάζουν το επίπεδο των ΜΕΔ παρόμοιο με εκείνο των τραπεζών στη Νότια Ευρώπη, οι δείκτες ΜΕΔ των λιγότερο σημαντικών τραπεζών παραμένουν σημαντικά υψηλότεροι κατά μέσο όρο, αν και με σημαντική απόκλιση μεταξύ των τραπεζών.

Υποαποδίδουν οι τιτλοποιήσεις

Παράλληλα η Κομισιόν τονίζει ότι η επίλυση του κληροδοτημένου μη εξυπηρετούμενου χρέους εκτός του τραπεζικού τομέα παραμένει ένα δύσκολο και επίπονο έργο. Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τα ΜΕΔ έχουν μετατοπιστεί σε μεγάλο βαθμό στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα και μέχρι το τέλος του 2023, οι εταιρείες διαχείρισης στην Ελλάδα ήταν υπεύθυνες για την εξυπηρέτηση 69,5 δισ. ευρώ χρέους (εξαιρουμένων των απαιτήσεων εκτός ισολογισμού).

Όπως αναφέρεται, η υποαπόδοση (σε σύγκριση με τα αρχικά businessplans) διαφόρων χαρτοφυλακίων που τιτλοποιήθηκαν στο πλαίσιο του αρχικού σχήματος «Ηρακλής» συνεχίστηκε, καθώς η διαχείριση συνεχίζει να αντιμετωπίζει προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων δικαστικών εμποδίων.

«Αυτή η υποαπόδοση απαιτεί συνεχή παρακολούθηση και είναι κυρίως αποτέλεσμα χαμηλών ανακτήσεων από παράπλευρες ρευστοποιήσεις λόγω της αναστολής των διαδικασιών εκτέλεσης κατά την πανδημία COVID-19. Ωστόσο, οι καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες, η υψηλή αναλογία ανεπιτυχών πλειστηριασμών και η μη ρευστοποιήσιμη δευτερογενής αγορά για τα ΜΕΔ επιβραδύνουν επίσης τη διαδικασία. Αυτό έχει ως εκ τούτου καθυστερήσει την επιστροφή πολλών δανειοληπτών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα», τονίζεται στην Έκθεση της Ε,Ε.

 

Η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους

Παρά την επιτάχυνση των ρυθμίσεων του εξωδικαστικού μηχανισμού, η Έκθεση της Ε.Ε. εκτιμά ως απίθανο τα ποσοστά έγκρισης από την πλευρά των πιστωτών να αυξηθούν περαιτέρω χωρίς να επηρεαστεί η βιωσιμότητα των αναδιαρθρώσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνει ότι η βιωσιμότητα των αναδιαρθρώσεων πρέπει να παρακολουθείται στενά έως ότου τα αντίστοιχα δάνεια θεωρηθούν ως πλήρως εξυπηρετούμενα ομαλά.

Παράλληλα η Έκθεση διαπιστώνει ότι η υιοθέτηση των άλλων εργαλείων στο νέο πλαίσιο αφερεγγυότητας παραμένει στάσιμη. Το ενδιαφέρον για τον μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης παραμένει πρακτικά ανύπαρκτο, με μόλις 4 εφαρμογές από την έναρξή του. Επίσης οι αναδιαρθρώσεις εντός δικαστηρίου, με 127 υποθέσεις ρύθμισης να έχουν απευθυνθεί δικαστικά και 54 υποθέσεις να έχουν επικυρωθεί έως το τέλος Φεβρουαρίου του 2024.

Μειωμένη ζήτηση για νέα δάνεια

Σχετικά με την πιστωτική επέκταση, αναφέρεται ότι μετριάστηκε καθώς το υψηλότερο κόστος δανεισμού περιόρισε τη ζήτηση για νέα δάνεια. Υποτονική καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ήταν η δραστηριότητα στη στεγαστική πίστη.

Ωστόσο, ο καταναλωτικός δανεισμός είχε καλή απόδοση και σημείωσε αύξηση 3,8% σε ετήσια βάση. Επιπλέον, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των πιστώσεων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, αν και επιβραδύνθηκε στο 6,5% το 2023 έναντι 8,3% το 2022, παρέμεινε ισχυρός.

Τα νέα δάνεια σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις διοχετεύθηκαν κυρίως στη βιομηχανία, την ενέργεια, το εμπόριο και τον τουρισμό. Η ισχυρή απορρόφηση των φθηνών δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η οποία επιταχύνθηκε το 2023, στήριξε επίσης την ανάπτυξη των δανείων σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και μεγάλες επιχειρήσεις.

Διαβάστε ακόμη