Η εγκληματική δράση του Ντόναλντ Γκάσκινς ξεκίνησε το 1969, ωστόσο η πρώτη του επαφή με την βία ήταν σε πολύ μικρή ηλικία, όταν είδε σε ένα πανηγύρι μια κόμπρα να καταβροχθίζει έναν αρουραίο. Λέγεται ότι σκότωσε περισσότερα από 110 άτομα, βασανίζοντας και ακρωτηριάζοντας τα. Έμεινε γνωστός ως “ο πιο κακός άνθρωπος στον κόσμο”.
Τα παιδικά χρόνια
Ο Γκάσκινς γεννήθηκε στη νότια Καρολίνα των ΗΠΑ και μεγάλωσε σε μια κακόφημη γειτονιά. Όταν ήταν ενός έτους, ήπιε κατά λάθος κηροζίνη, με αποτέλεσμα να υποφέρει από σπασμούς και εφιάλτες. Από μικρός είχε αρκετά προβλήματα, καθώς οι συμμαθητές του τον είχαν παραγκωνίσει και του έβγαζαν παρατσούκλια, ενώ η μητέρα του δεν του έδινε σημασία. Οι διάφοροι σύντροφοι της μητέρας του τον ξυλοκοπούσαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε κατουριόταν από το φόβο του. Από τότε του είχε μείνει το παρατσούκλι “κατρουλής”.
Ως έφηβος, εντάχθηκε σε συμμορία μαζί με δύο συμμαθητές του και λήστευαν μικρά καταστήματα. Όταν ένα μέλος της συμμορίας αποχώρησε, ύστερα από τσακωμό, για εκδίκηση οι υπόλοιποι βίασαν την αδερφή του. Η κοπέλα τους αναγνώρισε και τους κατήγγειλε στην αστυνομία. Με απόφαση του δικαστηρίου, ο Γκάσκιν κλείστηκε σε αναμορφωτήριο. Εκεί, τον βίαζαν σχεδόν σε καθημερινή βάση κάποιοι από τους τρόφιμους. Σε ηλικία 18 ετών δραπέτευσε για να γλιτώσει, αλλά επέστρεψε για να εκτίσει την ποινή του.
Το 1953 κατηγορήθηκε για φόνο εκ προμελέτης, όταν επιτέθηκε σε ένα κορίτσι με σφυρί, επειδή τον προσέβαλε. Το αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστεί σε 6 χρόνια φυλακή. Κατά την διάρκεια της ποινής του βιάστηκε ακόμη μια φορά από έναν διαβόητο κατάδικο, τον οποίο αργότερα δολοφόνησε, με αποτέλεσμα να γίνει θρύλος.
Oι φόνοι
Στην συνέχεια αποφυλακίστηκε και ασχολήθηκε με φόνους δύο ειδών: τους “φόνους της παραλίας”, όπου σκότωνε ανθρώπους που συναντούσε οδηγώντας, και τους “σοβαρούς φόνους”, κατά τους οποίους σκότωνε άτομα που γνώριζε και αντιπαθούσε.
Τη δεκαετία του 1970, όποιος τον κορόιδευε για την εξωτερική του εμφάνιση, του χρωστούσε χρήματα ή τολμούσε να τον προσβάλει, έβρισκε φρικτό θάνατο. Πυροβολούσε τα θύματα στον κρόταφο και στη συνέχεια τα έθαβε στις παραλίες της νότιας Καρολίνα. Το 1973, βίασε και σκότωσε την έγκυο γειτόνισσα του και τη δίχρονη κόρη της.
Το 1976, ο Γκάσκινς οδηγήθηκε σε δίκη με την κατηγορία 8 ανθρωποκτονιών εκ προμελέτης και καταδικάστηκε σε θάνατο. Με την κατάργηση της θανατικής ποινής στην πολιτεία της Καρολίνα, η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Το 1982 όμως, και ενώ βρισκόταν στη φυλακή, ο Γκάσκινς σκότωσε με εκρηκτικά έναν βαρυποινίτη έναντι χρηματικής αμοιβής. “Το τελευταίο πράγμα που άκουσε πριν πεθάνει (το θύμα) ήταν το γέλιο μου. Και μετά μπουμ», δήλωσε. Τελικά κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Εκτελέστηκε τον Σεπτέμβριο του 1991. Τα τελευταία του λόγια στην ηλεκτρική καρέκλα ήταν: “Δεν έχω κάτι να πω. Θα αφήσω τους δικηγόρους μου να μιλήσουν για μένα. Είμαι έτοιμος να φύγω”.