Ο δρόμος μπροστά για την ελληνική οικονομία δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα καθώς τα σημάδια από την πανδημία είναι ακόμα ορατά, ενώ νέες και απρόβλεπτες προκλήσεις είναι κάτι παραπάνω από διαφαινόμενες, όπως επεσήμανε σε πρόσφατη ομιλία του και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας. Οι συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία αποτελούν ένα σημαντικό αρνητικό σοκ από την πλευρά της προσφοράς, το οποίο αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την παραγωγή και να αυξήσει περαιτέρω τις τιμές της ενέργειας.
Επιπλέον, μια πιθανή περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης εγκυμονεί σημαντικούς δυσμενείς κινδύνους για τις προοπτικές της οικονομίας. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της ΤτΕ για τις συνέπειες που θα έχει η πόλεμος στην Ουκρανία στην πραγματική οικονομία, είναι πιθανόν να υπάρξει μία μείωση του ΑΕΠ από 1% έως 2%. Σε κάθε περίπτωση η τελική επίπτωση θα εξαρτηθεί από την διάρκεια που θα έχουν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Η επίπτωση στον πληθωρισμό 1% πιο ψηλά από ό,τι ήταν πριν από τον πόλεμο.
Γενικότερα, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μεταβάλλει βιαίως τον ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης καθιστώντας αδύνατη την έστω και σταδιακή επιστροφή στην ασθενή προπανδημική πληθωριστική δυναμική. Ο πόλεμος, σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, επηρεάζει την πορεία της ελληνικής οικονομίας, πρωτίστως, μέσω της ανόδου των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, η οποία σε συνδυασμό με την εξάρτηση της χώρας μας από τις εισαγωγές, έχει αρνητικό αντίκτυπο, τόσο στο κόστος παραγωγής και την κερδοφορία των επιχειρήσεων, όσο και στο διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Επιπλέον, για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της ανόδου του επιπέδου τιμών, η Κυβέρνηση προχωρά στην εφαρμογή νέων μέτρων στήριξης των ευάλωτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων συνολικού ύψους 1,7 δισ. ευρώ, που περιλαμβάνουν: αύξηση της επιδότησης του ηλεκτρικού ρεύματος, επιδότηση καυσίμων, καταβολή πρόσθετων επιδομάτων παιδιού, ενίσχυση χαμηλοσυνταξιούχων, αύξηση της περιόδου αποπληρωμής των επιστρεπτέων προκαταβολών, μείωση του ΕΝΦΙΑ, κατάργηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο γεωργικό πετρέλαιο, μείωση του συντελεστή ΦΠΑ για τα λιπάσματα κ.λ.π.
“Τρίζει συθέμελα” η παγκόσμια οικονομία!
Η ελληνική οικονομία δυστυχώς δεν θα μπορούσε να αποφύγει τη “μοίρα” της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία ούτως ή άλλως βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση από ό,τι αναμενόταν, καθώς οξύνονται οι γεωπολιτικές εντάσεις (πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας) και η παραλλαγή Όμικρον του κορωνοϊού εξαπλώνεται με αρκετές χώρες να επιβάλλουν εκ νέου περιοριστικά μέτρα. Οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας και οι διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας έχουν οδηγήσει σε υψηλότερο πληθωρισμό από ό,τι αναμενόταν, ιδίως στις ΗΠΑ, στην Ευρωζώνη και σε πολλές αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Σύμφωνα και με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, οι επιπτώσεις της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία γίνονται αντιληπτές στην παγκόσμια οικονομία μέσω της αύξησης των τιμών της ενέργειας και της αυξημένης αβεβαιότητας, η οποία ενισχύεται από τις αυστηρές διεθνείς κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Οι οικονομίες της Ουκρανίας και της Ρωσίας παρότι μικρές σε σχέση με την παγκόσμια οικονομία, έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε συγκεκριμένους βασικούς τομείς, ιδίως στην ενέργεια και τα τρόφιμα. Ο αντίκτυπος του πολέμου στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων και, ως εκ τούτου, στις δαπάνες των νοικοκυριών είναι πολύ σημαντικός.
Η αύξηση της διεθνούς αβεβαιότητας που ήταν εμφανής από τα μέσα του προηγούμενου έτους θα ενισχυθεί σημαντικά από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Συγκεκριμένα, οι πρόσθετοι κίνδυνοι που προκύπτουν αφορούν:
• Την αύξηση στις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και βασικών πρώτων υλών που εντείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις και επιβραδύνουν την οικονομική μεγέθυνση.
• Τα διλήμματα στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής απέναντι σε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού. Τη σημαντική επιδείνωση των διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στη Ρωσία και τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ με την επιβολή αυστηρών οικονομικών κυρώσεων που θέτουν σε κίνδυνο τον ενεργειακό εφοδιασμό, το διεθνές εμπόριο και την πολιτική συνεργασία.
• Τα προβλήματα τροφοδοσίας πρώτων υλών σε σημαντικούς βιομηχανικούς κλάδους όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και η παραγωγή ψηφιακών συσκευών.
• Τις κοινωνικές αναταραχές και την πολιτική αστάθεια που θα προκαλέσουν οι αυξημένες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων.
• Την αναμενόμενη αύξηση των δημόσιων δαπανών για την προστασία των ευάλωτων πολιτών, τη διαχείριση του προσφυγικού κύματος και την ενίσχυση της άμυνας.
Τα σενάρια της ΕΚΤ και ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ παρουσίασε τρία σενάρια για τις προοπτικές της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού στη Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ). Το βασικό σενάριο περιλαμβάνει τις αρχικές εκτιμήσεις των επιπτώσεων του πολέμου στη ΖτΕ, στο οποίο οι ανοδικές τιμές της ενέργειας και η επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης συνεπάγονται σημαντικές, αρνητικές επιπτώσεις στην εγχώρια ζήτηση βραχυπρόθεσμα, ενώ οι ανακοινωθείσες κυρώσεις και η απότομη επιδείνωση των προοπτικών για την οικονομία της Ρωσίας θα αποδυναμώσουν την ανάπτυξη του εμπορίου στη ΖτΕ.
Επίσης, οι προβλέψεις του βασικού σεναρίου βασίζονται στην υπόθεση ότι οι τρέχουσες διαταραχές στον ενεργειακό εφοδιασμό και η χειροτέρευση του κλίματος εμπιστοσύνης που συνδέονται με τη στρατιωτική σύγκρουση είναι προσωρινές και, συνεπώς, οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού δεν επηρεάζονται σημαντικά. Με βάση αυτές τις παραδοχές, προβλέπεται επιβράδυνση στην ανάπτυξη της ΖτΕ, το 2022, συγκριτικά με τις προβλέψεις του Δεκεμβρίου του 2021.
Ωστόσο, η επιβράδυνση θα είναι περιορισμένη, αφού αντισταθμιστικό ρόλο θα έχει η ισχυρή αγορά εργασίας και η εξασθένιση της πανδημίας. Τα επόμενα έτη, η ανάπτυξη αναμένεται να συγκλίνει προς τα ιστορικά μέσα επίπεδα, παρά τη μικρότερη δημοσιονομική στήριξη και την αύξηση των επιτοκίων. Με βάση τα παραπάνω, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται να ανέλθει στο 3,7% το 2022, 2,8% το 2023 και 1,6% το 2024.
Σε σύγκριση με το βασικό, το δυσμενές σενάριο, υποθέτει την επιβολή ακόμη αυστηρότερων κυρώσεων στη Ρωσία, οδηγώντας σε διαταραχές των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων και, επομένως, σε υψηλότερο ενεργειακό κόστος που, όμως, θα είναι προσωρινό, έως ότου επιτευχθεί υποκατάσταση από άλλες πηγές ενέργειας. Επιπλέον, περιλαμβάνει την υπόθεση πιο έντονων γεωπολιτικών εντάσεων, οδηγώντας σεπρόσθετες οικονομικές διαταραχές και πιο υψηλή αβεβαιότητα.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στη ΖτΕ θα διαμορφωνόταν σε 2,5% το 2022, 2,7% το 2023 και 2,0% το 2024. Τέλος, ακόμη και στο «σφοδρά δυσμενές» σενάριο, το οποίο εικάζει ισχυρότερες δευτερογενείς επιπτώσεις από την αύξηση των τιμών της ενέργειας και εντονότερες οικονομικές διαταραχές από τη συνέχιση του πολέμου για μεγάλο χρονικό διάστημα, η αναμενόμενη οικονομική μεγέθυνση για το τρέχον έτος προσεγγίζει το 2,3%, δίχως ορατά στοιχεία στασιμότητας.
Οι προκλήσεις για την νομισματική πολιτική
Όπως επισημαίνει η Alpha Bank στην ανάλυσή της, Κατά συνέπεια, η νομισματική πολιτική σήμερα αντιμετωπίζει μία νέα πρόκληση. Αυτό που είναι σημαντικό για τον σχεδιασμό της νομισματικής πολιτικής είναι αν οι πληθωριστικές πιέσεις -ανεξαρτήτως της έντασής τους- θα είναι ένα παροδικό φαινόμενο ή θα λάβουν πιο μόνιμα χαρακτηριστικά. Όλα τα σενάρια της ΕΚΤ υποθέτουν ότι η πληθωριστική διαταραχή περιορίζεται στο δεύτερο μισό του 2021 και κυρίως το 2022.
Παρά ταύτα, υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με το εάν μπορεί να προκύψει μία δομική αλλαγή στο επίπεδο του πληθωρισμού που συνδέεται με την προσπάθεια ενεργειακής απεξάρτησης από τα προϊόντα άνθρακα. Οι ανησυχίες αυτές επιτείνονται εξαιτίας της τρέχουσας γεωπολιτικής αναταραχής στην Ευρώπη που μπορεί να οδηγήσει σε ανασχεδιασμό των εφοδιαστικών αλυσίδων και συνιστά μία τάση αντιστροφής του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης.
Ανεξάρτητα, πάντως, από το εάν οι πληθωριστικές πιέσεις συνιστούν προσωρινό ή μονιμότερο φαινόμενο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο πληθωρισμός, μεσοπρόθεσμα, δεν θα επιστρέψει στο προ-πανδημικό επίπεδο. Επιπλέον, η γεωπολιτική αβεβαιότητα καθυστερεί την επιστροφή στην κανονικότητα τόσο του ποσοστού αποταμίευσης -και κατά συνέπεια της ροπής προς κατανάλωση-, όσο και του επενδυτικού σχεδιασμού των νοικοκυριών. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ καλείται να διαχειριστεί μία μακροοικονομική διαταραχή, η οποία, βραχυπρόθεσμα, ωθεί τον πληθωρισμό πολύ πάνω από τον στόχο του 2% και επιβραδύνει τον ρυθμό ανάπτυξης.
Στο νέο, αβέβαιο περιβάλλον που διαμορφώνεται, οι ιθύνοντες της ΕΚΤ αποφάσισαν να ενεργήσουν σταδιακά προκειμένου να διασφαλίσουν τη σταθερότητα των τιμών. Ενώ, λοιπόν, η κίνηση προς τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής ήταν αναμενόμενη εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων, η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι αρκετά ευέλικτη ώστε να διασφαλίζει ότι αυτό δεν θα έχει ανεπιθύμητες συνέπειες στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Επιπλέον, είναι προφανές ότι η ΕΚΤ δεν θα κινηθεί με τον ίδιο ρυθμό ανόδου των επιτοκίων με τις ΗΠΑ, καθώς είναι σε διαφορετική φάση του οικονομικού κύκλου.
Πώς επιδρά ο πόλεμος στην ελληνική οικονομία
Σε κάθε περίπτωση, η κλιμάκωση της κρίσης στην Ουκρανία, πέραν των τραγικών συνεπειών της, αποτελεί μία νέα εστία οξείας οικονομικής αβεβαιότητας, η οποία επιτείνει τις πληθωριστικές προκλήσεις – οδηγώντας τις τιμές ενέργειας και βασικών πρώτων υλών σε νέα ιστορικά υψηλά – και αναπόφευκτα επιβαρύνει τις οικονομικές επιδόσεις του 2022. Η Εθνική Τράπεζα (ΕΤΕ), επιχείρησε μια πρώτη αποτίμηση των πιθανών επιπτώσεων, με έμφαση, στις επιδράσεις στο ενεργειακό πεδίο, τις διασυνδέσεις μέσω εμπορίου και τουρισμού, τον πληθωρισμό και το διαθέσιμο εισόδημα του ιδιωτικού τομέα, καθώς και το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη.
Καταρχήν, οι σημαντικότερες δυνητικές επιπτώσεις στις αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να προέλθουν, κυρίως, μέσω της επιβάρυνσης από τον αυξημένο πληθωρισμό στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και κατ’ επέκταση τη δαπάνη των νοικοκυριών, καθώς και στο κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων. Πρόσθετη αρνητική επίδραση, σε περιορισμένο βαθμό ωστόσο, αναμένεται να προέλθει από την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών στην ευρωζώνη, που συνιστά τη βασική αγορά για τα ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες, με την ευρωπαϊκή οικονομία, ωστόσο, να εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε ανοδική τροχιά.
Η ΕΤΕ οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί κατά σχεδόν 1,4 ποσοστιαίες μονάδες στο 3,0% από 4,4% που εκτιμούσαμε το Δεκέμβριο του 2021, ενώ θα επιταχυνθεί στο 4,1% το 2023 (έναντι 3,8% αρχική εκτίμηση). Η ανωτέρω εξέλιξη υποθέτει περιορισμένο και αναστρέψιμο αντίκτυπο στο οικονομικό κλίμα και περιορισμένη μετάθεση ορισμένων δαπανών του ιδιωτικού τομέα το 2023 , η οποία τελικά θα ενδυναμώσει την ανάπτυξη το επόμενο έτος, σε συνδυασμό με τη χαμηλότερη βάση σύγκρισης σε ετήσια βάση.
Οι προβλέψεις για τον τουρισμό
Επιπροσθέτως, στο βασικό σενάριο, η ανοδική τάση του τουρισμού παραμένει ισχυρή, με τις εισπράξεις να αυξάνουν στο 85% του αντίστοιχου επιπέδου τους το 2019, από 0% το 2021, που αντιστοιχεί σε ετήσια αύξηση 4,5 δισ. ευρώ ή 4 %. Οι επιδόσεις του τουρισμού είναι κρίσιμες, καθώς μια εντονότερη αύξηση των τουριστικών εσόδων λ.χ. κατά 10% σε σχέση με το βασικό σενάριο θα ωθούσε την ανάπτυξη εγγύτερα στο 4%, ενώ μια σημαντική υπο-απόδοση λόγω αβεβαιότητας και μεγάλων τιμολογιακών αυξήσεων θα την επιβράδυνε περαιτέρω.
Εξετάζονται, επίσης, δύο ακόμη σενάρια, εκ των οποίων το χαρακτηριζόμενο ως ευνοϊκό, το οποίο υποθέτει ταχύτερη αποκλιμάκωση της κρίσης και εξομάλυνση των ενεργειακών πιέσεων, φαίνεται, όπως και το βασικό που προαναφέραμε, να προσεγγίζουν καλύτερα την τρέχουσα δομή κινδύνων. Συγκεκριμένα, στο ευνοϊκό σενάριο, ο μέσος πληθωρισμός διαμορφώνεται στο 4,4% το 2022 και στο 0, % το 202 , ενώ το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 4,0% ετησίως το 2022 – με τον τουρισμό στο 90% του 2019 κατά το 2022 – και κατά 4,5% ετησίως το 2023.
Εντούτοις, παρουσιάζεται και ένα σενάριο παρατεταμένης κρίσης το 2022, καθώς και σε ένα τμήμα του 2023 , όπου η ενεργοποίηση πρόσθετων μέτρων και αντιμέτρων προκαλούν σοβαρές διαταραχές στη ροή φυσικού αερίου, παρατεταμένες ανατιμήσεις στο πετρέλαιο και ακόμη εντονότερες πληθωριστικές πιέσεις.
Παράλληλα, το πλήγμα στο οικονομικό κλίμα και τις επιδόσεις της ευρωζώνης εξασθενεί τόσο τις εξαγωγές και όσο και τον τουρισμό. Στο δυσμενές σενάριο, ο πληθωρισμός ανέρχεται σε 8,0% φέτος και στο 2,2% το 2023, λόγω υψηλότερων τιμών ενέργειας και ισχυρών δευτερογενών επιδράσεων. Το ΑΕΠ σημειώνει οριακή μόνο αύξηση 0,2% το 2022, με ταυτόχρονη υποχώρηση της κατανάλωσης και συρρίκνωση των ιδιωτικών επενδύσεων. Ωστόσο, το 2023 το ΑΕΠ ανακάμπτει κατά 2,8%, με το επίπεδό του, όμως, να παραμένει ,9% χαμηλότερα από το βασικό σενάριο.
Η εξέλιξη του πληθωρισμού
Σύμφωνα με τις υποθέσεις για το βασικό σενάριο της ΕΤΕ για την εξέλιξη των τιμών, ο πληθωρισμός (βάσει ΔΤΚ) θα κυμανθεί στο 7,0% κατά μ.ό. το 1ο τρίμηνο του 2022 και θα κορυφωθεί περίπου στο 8,0-8,5% την περίοδο Μαρτίου-Απριλίου, ενώ θα επιβραδυνθεί για το σύνολο του 2022. Εξαιρώντας τις επιδράσεις από καύσιμα, ηλεκτρισμό και τρόφιμα με υψηλή εποχική μεταβλητότητα (νωπά φρούτα και λαχανικά), ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 2,5% το 1ο εξάμηνο του 2022 και στο 2,7% το 2ο εξάμηνο, εξαιτίας και των αυξανόμενων δευτερογενών πληθωριστικών επιδράσεων.
Η ανακοίνωση πρόσθετων μέτρων για αυξημένη επιδότηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς των τιμών καυσίμων για συγκεκριμένες εισοδηματικές κατηγορίες, ενδεχομένως να οδηγήσουν τον πληθωρισμό οριακά χαμηλότερα από την προαναφερόμενη εκτίμησή μας κατά το 2ο τρίμηνο του 2022. Το 2023 προβλέπεται σημαντική επιβράδυνση του πληθωρισμού στο 1,4%. Η ΕΤΕ μάλιστα σημειώνει ότι χωρίς δημοσιονομικές παρεμβάσεις και εκπτώσεις, εκτιμάται ότι ο πληθωρισμός θα είχε ήδη υπερβεί το 8% κατά μ.ό. τους δύο πρώτους μήνες του 2022, ενώ θα ήταν διψήφιος τον Μάρτιο-Απρίλιο.