Ο πληθωρισμός φαίνεται ότι “ξεκόλλησε” από τα επίπεδα του 3% καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο ρυθμός ανόδου περιορίστηκε στο 2,4% από 2,9% τον Σεπτέμβριο και έναντι 3,4% τον Οκτώβριο πέρυσι.

Στα θετικά το γεγονός ότι ανατιμήσεις στα τρόφιμα συνολικά περιορίστηκαν σε 1,5% ετησίως. Στοιχείο προβληματισμού, όμως, οι σημαντικές αυξήσεις τιμων σε ενέργεια και υπηρεσίες (τουρισμός, ασφάλιστρα, κ.ά.)

Επίσης, παρά την υποχώρηση, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερος από το 1,8% που ήταν ο πληθωρισμός για το μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Παράλληλα, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός (ΕνΔΤΚ) του μηνός Οκτωβρίου 2024, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο Δείκτη του Οκτωβρίου 2023, παρουσίασε αύξηση 3,1% έναντι αύξησης 3,8% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2023 με το 2022.

Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι οι τιμές της ενέργειας (ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο) αυξήθηκαν πάνω από 10% ετησίως.

Συγκεκριμένα, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος εμφάνισαν ετήσια αύξηση κατά 12,9% και του φυσικού αερίου κατά 10,2%.

Ωστόσο, η διαφορά της Ελλάδας με την Ευρώπη σε ό,τι αφορά τα επίπεδα του πληθωρισμού έχει να κάνει κυρίως με τις σημαντικές αυξήσεις σε υπηρεσίες όπως τα ενοίκια των κατοικιών, οι μεταφορές, η εστίαση και ο τουρισμός.

Για παράδειγμα, η ΕΛΣΤΑΤ τον Οκτώβριο κατέγραψε ανατιμήσεις, μεταξύ άλλων, σε:

  • Εισιτήρια των αεροπλάνων: 25,6%
  • Ξενοδοχεία: 16,9%
  • Ασφάλιστρα υγείας: 14%
  • Πακέτο διακοπών: 7,4%
  • Ενοίκια: 6,5%
  • Εστίαση: 5,6%

Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι 2,6 ποσοστιαίες μονάδες από την αύξηση του ΕνΔΤΚ τον Οκτώβριο (3,1%) αποδίδονται στις τιμές των υπηρεσιών, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 5,5%.

Επιπρόσθετα, από τις αρχές του έτους ο ΕνΔΤΚ έχει αυξηθεί κατά 3% κατά μέσο όρο, σε ετήσια βάση, με τις τιμές των υπηρεσιών να καταγράφουν άνοδο κατά 4,2% συμβάλλοντας κατά τα 2/3 στην άνοδο του γενικού δείκτη.

Γιατί ο πληθωρισμός επιμένει στις υπηρεσίες

Σε σχετική ανάλυση, η τράπεζα Alpha Bank, σημειώνει ότι η συνεισφορά των τιμών των υπηρεσιών στη διαμόρφωση του πληθωρισμού, στην τρέχουσα συγκυρία, είναι καθοριστικής σημασίας. Σε ποιους παράγοντες οφείλεται αυτή η άνοδος των τιμών των υπηρεσιών και η τόσο καθοριστική επίδρασή τους στον πληθωρισμό στην Ελλάδα;

Σύμφωνα με την τράπεζα, καταρχήν η ιδιωτική κατανάλωση καταγράφει συνεχή άνοδο από το 2021 και μετά, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη ανθεκτικότητα στις πολλαπλές εξωτερικές διαταραχές.

Μετά την πτώση κατά 6,2% το 2020, εξαιτίας της πανδημίας, η ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη, σε σταθερές τιμές, αυξήθηκε κατά 5,1% το 2021, 8,6% το 2022 και 1,8% το 2023. Επιπρόσθετα, το πρώτο εξάμηνο του 2024 η ιδιωτική κατανάλωση, σε πραγματικούς όρους, αυξήθηκε κατά 2% σε ετήσια βάση, λαμβάνοντας ώθηση από τη συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης, την άνοδο των τουριστικών εισπράξεων και την ενίσχυση των εισοδημάτων.

Δεύτερον, η προσαρμογή των τιμών των υπηρεσιών στο γενικό επίπεδο τιμών τείνει να καθυστερεί περισσότερο σε σύγκριση με την προσαρμογή των τιμών άλλων κατηγοριών, όπως της ενέργειας, των τροφίμων και λοιπών αγαθών. Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, καθώς ο ΕνΔΤΚ αυξήθηκε κατά 9,3% το 2022 και 4,2% το 2023, με τις τιμές των υπηρεσιών να αυξάνονται ηπιότερα, κατά 4,5% σε αμφότερα τα έτη, ενώ αντίθετα, οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 12% και 11,7% αντίστοιχα. Η ταχύτερη αύξηση του Δείκτη Τιμών στις Υπηρεσίες, εντός του τρέχοντος έτους, έχει ως αποτέλεσμα να προσεγγίζει πλέον τον ΕνΔΤΚ.

Τρίτον, ο τομέας των υπηρεσιών είναι περισσότερο εντάσεως εργασίας (labour-intensive), με τους μισθούς να κατέχουν μεγαλύτερο μερίδιο στο κόστος των υπηρεσιών σε σύγκριση με το κόστος των αγαθών. Κατά συνέπεια, οι τιμές των υπηρεσιών παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία στις μισθολογικές αυξήσεις και στη στενότητα της αγοράς εργασίας.

Με βάση τον εποχικά προσαρμοσμένο Δείκτη Μισθολογικού Κόστους της ΕΛΣΤΑΤ5, σημαντική αύξηση του μισθολογικού κόστους καταγράφεται από το δεύτερο εξάμηνο του 2022 (8,2%), η οποία συνεχίστηκε το 2023 (6,6%) και το πρώτο εξάμηνο του 2024 (7,7%). Παράλληλα, καταγράφεται αύξηση των κενών θέσεων από το 2023. Αναφέρονται ενδεικτικά οι ελλείψεις ανθρωπίνου δυναμικού στον ξενοδοχειακό κλάδο, οι οποίες υπερέβησαν τις 53,2 χιλιάδες το 2023 και αντιστοιχούν στο 20% των θέσεων εργασίας που προβλέπονται από το οργανόγραμμα των ξενοδοχείων.

Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι η επιμονή που επιδεικνύει ο πληθωρισμός στα τρόφιμα. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), ο πληθωρισμός των ειδών διατροφής αυξήθηκε έντονα το 2022 και παρουσίασε αξιοσημείωτη επιμονή το 2023, καθώς δεν ακολούθησε την πτωτική πορεία των ενεργειακών αγαθών. Παρά ταύτα εισήλθε σε καθοδική τροχιά, καταγράφοντας μέχρι στιγμής κατά τη διάρκεια του 2024 σημαντικά χαμηλότερους ετήσιους ρυθμούς.

Κατά την ΤτΕ, η επιμονή αυτή συνδέεται με το πλήθος και τη μεταβλητότητα των παραγόντων που επηρεάζουν τον πληθωρισμό ειδών διατροφής. Οι τιμές της ενέργειας (κυρίως του ηλεκτρικού ρεύματος, του φυσικού αερίου και των υγρών καυσίμων), οι τιμές των λιπασμάτων και οι διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων, που λειτουργούν ως κύρια εισροή για τα επεξεργασμένα είδη διατροφής, παρουσιάζουν έντονες αυξήσεις τα τελευταία χρόνια, ωθώντας υψηλότερα τόσο το γενικό επίπεδο τιμών όσο και τις τιμές των τροφίμων.

Οι ταυτόχρονες αυξήσεις των προσδιοριστικών παραγόντων του πληθωρισμού ειδών διατροφής είναι η βασική αιτία της υψηλής επιμονής του. Στους παράγοντες αυτούς θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η αβεβαιότητα που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή και τα σχετιζόμενα καιρικά φαινόμενα, τα οποία συχνά δημιουργούν διαταραχές στην προσφορά των τροφίμων.

Η επιμονή του πληθωρισμού ειδών διατροφής είναι υψηλότερη σε σύγκριση με την επιμονή του γενικού πληθωρισμού σε περιόδους αύξησης των τιμών, όπως η περίοδος από τις αρχές του 2021 έως και τα τέλη του 2023. Σε αυτές τις περιόδους οι τιμές αυξάνονται, ωθώντας τον πληθωρισμό προς τα επάνω, όμως οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται ακόμη περισσότερο, καθώς κινούνται ανοδικά οι τιμές μιας σειράς προσδιοριστικών παραγόντων τους, όπως παρουσιάστηκαν παραπάνω.

Οι διαρκώς αυξανόμενες τιμές των ειδών διατροφής έχουν πολύ σημαντικές επιπτώσεις στο εισόδημα των νοικοκυριών, δεδομένου ότι τα τρόφιμα κατατάσσονται στα αγαθά πρώτης ανάγκης, με ιδιαίτερα χαμηλή ελαστικότητα ζήτησης.

Επιπρόσθετα, η υψηλή επιμονή του πληθωρισμού ειδών διατροφής έχει σημαντικές αναδιανεμητικές συνέπειες, καθώς τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα επιβαρύνονται δυσανάλογα σε σύγκριση με νοικοκυριά που βρίσκονται υψηλότερα στην εισοδηματική κατανομή, αφού υποχρεώνονται να αφιερώσουν μεγαλύτερο αναλογικά μέρος του εισοδήματός τους στην κάλυψη των διατροφικών τους αναγκών.

Αντιμετωπίζοντας μάλιστα και υψηλά επίπεδα τιμών, τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα συχνά ωθούνται στην υποκατάσταση τροφίμων υψηλότερης διατροφικής αξίας από τρόφιμα κατώτερης διατροφικής αξίας, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας της διατροφής τους και ως εκ τούτου τη δημιουργία υγειονομικών κινδύνων για τα μέλη τους.

Η σημασία των ρυθμιστικών παρεμβάσεων

Από κει και πέρα, διαρθρωτικά ζητήματα, όπως καταγράφονται από νόμους και ρυθμίσεις που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, επιδρούν και στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας σαν σύνολο, την απασχόληση και τα εισοδήματα. Είναι κρίσιμη η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και του ανταγωνισμού, αλλά και η διασφάλιση ότι θα αμβλυνθεί το μη μισθολογικό κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων που επηρεάζεται από τη γραφειοκρατία.

Εδώ στην ουσία έχουμε να κάνουμε με τα προβλήματα της έλλειψης υγιούς ανταγωνισμού και της συγκέντρωσης της αγοράς. Σύμφωνα με Γνώμη Πρωτοβουλίας της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπης Ελλάδος (ΟΚΕ), παρά τη σημαντική προσπάθεια εξορθολογισμού που έγινε κατά τα προηγούμενα χρόνια, προσπάθεια η οποία συνέβαλε ουσιαστικά στο μεταρρυθμιστικό έργο που οδήγησε στην ανάκαμψη της οικονομίας της χώρας, πολλοί φόροι κατανάλωσης παραμένουν υψηλοί σε σχέση με την Ευρώπη, γεγονός που φυσικά επιδρά στις τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής.

Συνεπώς, τουλάχιστον, κάθε ευκαιρία ενίσχυσης της μη μισθολογικής ανταγωνιστικότητας, μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ενίσχυσης της ανταγωνιστικής λειτουργίας αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, είναι σημαντικό να αξιοποιείται.

Σύμφωνα με την ΟΚΕ, η μείωση της γραφειοκρατίας, οι νόμοι και ρυθμίσεις που αποσκοπούν στη μείωση σε διοικητικά και παρεμφερή κόστη για τις επιχειρήσεις και που διασφαλίζουν την ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών ακριβώς επειδή δεν ορθώνουν εμπόδια εισόδου ή δεν αυξάνουν αναίτια τα κόστη εισόδου ή λειτουργίας, έχουν τα ακόλουθα αποτελέσματα:

• Μειώνουν τα κοστολόγια δημιουργώντας, έτσι, τις προϋποθέσεις για χαμηλότερες τιμές στον καταναλωτή.
• Ενισχύουν την λειτουργία του ανταγωνισμού, την πίεση, δηλαδή, στην αγορά να μετακυλήσει στον καταναλωτή τα περισσότερα οφέλη από τα μειωμένα κοστολόγια και πίεση, ώστε να διεκδικούν οι επιχειρήσεις την προτίμηση του καταναλωτή με καλύτερη ποιότητα και χαμηλότερη τιμή, κάτι που επιτυγχάνεται και με επένδυση σε καινοτομία.
• Συνεισφέρουν και για τους παραπάνω λόγους στη συνεχή ενίσχυση της μη μισθολογικής ανταγωνιστικότητας, προσελκύοντας τελικά επενδύσεις και δημιουργώντας απασχόληση, η οποία μάλιστα, όσο το επιτρέπει το φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα, θα στρέφεται και σε υψηλότερης ποιότητας θέσεις εργασίας.

Η ΟΚΕ σημειώνει ότι η πρόοδος στα πεδία αυτά οδηγεί σε αδιαμφισβήτητα θετικά αποτελέσματα σε κρίσιμες παραμέτρους. Αυτές οι παράμετροι περιλαμβάνουν το επίπεδο και το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας, καθώς και των εισοδημάτων, την επιτάχυνση της τεχνολογικής προόδου κατά μήκος αλυσίδων αξίας και της σχετικής έρευνας και ανάπτυξης, με ενσωμάτωση αυτής στην οικονομία χάρη της ενίσχυσης της παραγωγικότητας και του πλεονάσματος καταναλωτή και τέλος, την ενίσχυση της απασχόλησης.

Ειδικά σε ότι αφορά την τελευταία παράμετρο, τα ζητήματα του μη μισθολογικού κόστους και της ρύθμισης αγορών προϊόντων, προκύπτει από σχετικές έρευνες ότι σχετίζονται θετικά και σημαντικά με την απασχόληση.

Οι αναδιανεμητικές επιδράσεις του πληθωρισμού

Επιπλέον, οι αυξήσεις των τιμών σε αγαθά και υπηρεσίες λειτουργούν και ως μηχανισμός αναδιανομής του εισοδήματος.

Μελέτη του ΚΕΠΕ για το ζήτημα αυτό αναφέρει ότι η πλήρης κατανόηση των αναδιανεμητικών επιπτώσεων του πληθωρισμού, καθώς και των επιπτώσεων στην ευημερία των νοικοκυριών δεν περιορίζεται στην εκτίμηση του πληθωρισμού ανά υποομάδα νοικοκυριών.

Η άνοδος των τιμών προκαλεί μείωση του όγκου της κατανάλωσης για κάποια αγαθά, επομένως, ακόμα και στην περίπτωση που η δαπάνη για το συγκεκριμένο αγαθό παραμένει σταθερή, το νοικοκυριό αντιμετωπίζει απώλεια ευημερίας λόγω της μειωμένης κατανάλωσης. Επίσης, το ύψος των δανειακών υποχρεώσεων αλλά και τα χαρακτηριστικά των δανείων (π.χ. σε σταθερό ή κυμαινόμενο επιτόκιο), σε συνδυασμό με τη μεταβολή του εισοδήματος, παίζουν καθοριστικό ρόλο.

Τέλος, οι επιπτώσεις του πληθωρισμού στον πλούτο των νοικοκυριών (κυρίως στην αξία της ακίνητης περιουσίας) επηρεάζουν το τελικό επίπεδο ευημερίας.

Σύμφωνα λοιπόν με τα ευρήματα της έρευνας του ΚΕΠΕ:

(α) Η μεταβολή του ΔΤΚ των επιμέρους εισοδηματικών κατηγοριών ακολουθεί τις αντίστοιχες του Γενικού ΔΤΚ. Δηλαδή, από το τέταρτο τρίμηνο του 2021 παρατηρείται μια σημαντική αύξηση των τιμών, η οποία χαρακτηρίζει όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες.

(β) Η σωρευτική αύξηση τιμών που αντιμετώπισε το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών ήταν υψηλότερη από τον μέσο όρο. Ειδικότερα, την περίοδο 2020-2022, το μέσο επίπεδο των τιμών για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών είχε αυξηθεί κατά 15,6% έναντι 14,7% του μέσου όρου, ενώ κατά το 2022 ο πληθωρισμός των φτωχότερων νοικοκυριών ήταν υψηλότερος του μέσου όρου κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες.

(γ) Το αντίθετο ισχύει για το πλουσιότερο 20% και 10% των νοικοκυριών. Η σωρευτική αύξηση των τιμών την περίοδο 2020-2022 διαμορφώθηκε σε 13,7% και 13,1%, αντίστοιχα, ενώ από το 2020 έως και το 2023 ο ΔΤΚ των πλουσιότερων νοικοκυριών υπολείπεται του μέσου όρου. Το 2022 το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών αντιμετώπισε πληθωρισμό κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο του μέσου όρου και κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα του πληθωρισμού των φτωχών.

(δ) Με εξαίρεση το 2022, το εύρος των αποκλίσεων του ΔΤΚ μεταξύ φτωχότερων και πλουσιότερων νοικοκυριών δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο (κυμαίνεται σε περίπου στη μία ποσοστιαία μονάδα), αλλά η πληθωριστική κρίση του 2021-22 είχε ως αποτέλεσμα από το 2021Q4 και μετά ο ΔΤΚ των φτωχότερων να κινείται σταθερά άνω του μέσου όρου χωρίς να διαφαίνονται τάσεις σύγκλισης.

Το ΚΕΠΕ παρατηρεί ότι οι άμεσες επιδράσεις του πληθωριστικού σοκ ήταν αρνητικές για τα φτωχότερα νοικοκυριά αλλά -κυρίως- δημιούργησαν προϋποθέσεις περαιτέρω διεύρυνσης της οικονομικής ανισότητας. Η αρνητική επίπτωση του πληθωρισμού και του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή στα φτωχότερα νοικοκυριά έχει πλέον συμβεί, αλλά το ενδεχόμενο να εδραιωθεί μια κατάσταση όπου τα φτωχότερα νοικοκυριά θα αντιμετωπίζουν έναν σταθερά υψηλότερο του μέσου όρου ΔΤΚ, δηλαδή η επίπτωση να μην είναι στιγμιαία, συνιστά παράμετρο ανησυχίας.

Επομένως απαιτούνται πρόσθετες παρεμβάσεις στο επίπεδο του ελέγχου των τιμών, αλλά η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί δεν είναι μεγάλη. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κύρια πηγή των αυξήσεων προέρχεται από τα τρόφιμα και την ενέργεια που επενεργεί τόσο στις μετακινήσεις όσο και στις δαπάνες κατοικίας, η έμφαση πρέπει να προσανατολιστεί σε αυτά τα πεδία.Ταυτόχρονα, το ΚΕΠΕ σημειώνει ότι, οι έλεγχοι των τιμών και τα συναφή μέτρα θα περιορίσουν τον πληθωρισμό αλλά δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια, δηλαδή, τις υψηλές τιμές.

Ο περιορισμός του προβλήματος σχετίζεται με την αύξηση του σχετικού εισοδήματος των ομάδων που πλήττονται περισσότερο μέσω της αύξησης του ονομαστικού τους εισοδήματός.

Σε αυτή την κατεύθυνση, τα σημαντικά ζητήματα αποτελούν: (α) η αναπροσαρμογή των κοινωνικών επιδομάτων βάσει του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, (β) ο ρυθμός μεγέθυνσης της απασχόλησης και αντίστοιχα μείωσης της ανεργίας, (γ) ο ρυθμός μεταβολής των ονομαστικών μισθών και (δ) η εμβάθυνση των μέτρων στήριξης των μονογονεϊκών οικογενειών.

Διαβάστε ακόμη: