Την ισχυρή δέσμευση της Ελλάδας στη δημοσιονομική πειθαρχία και την πρόοδο που έχει πετύχει για τον περιορισμό των χρεών της επιβράβευσε με τον καλύτερο τρόπο η Fitch Ratings, κλείνοντας έτσι ιδανικά τον φετινό κύκλο αξιολογήσεων από τους διεθνείς οίκους.
Συγκεκριμένα, ο αμερικανικός οίκος προχώρησε σε αναβάθμιση της βαθμολογίας του ελληνικού αξιόχρεου σε «ΒΒΒ» από «ΒΒΒ-», με σταθερές προοπτικές. Είχε προηγηθεί, τον περασμένο Μάιο, το πρώτο θετικό σήμα του οίκου, ο οποίος είχε αναβαθμίσει το outlook σε «θετικό», διατηρώντας τη βαθμολογία «ΒΒΒ-».
Πρόκειται για μια αναβάθμιση που μας τοποθετεί σε υψηλότερο σκαλοπάτι εντός της επενδυτικής βαθμίδας, αφήνοντας πλέον μόνο την πιο «σκληρή» Moody’s, ανάμεσα στους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, που κρατά ακόμη την ελληνική οικονομία στο χαμηλότερο επίπεδο του investment grade.
Με την απόφαση της η Fitch επιβεβαιώνει τη μεταστροφή κλίματος που έχει πετύχει διεθνώς η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, ακολουθώντας ένα μονοπάτι πολιτικής και δημοσιονομικής σταθερότητας με συνετή διαχείριση του κόστους δανεισμού, πρωτογενή πλεονάσματα και σταθερή ανάπτυξη που έχουν αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των ξένων θεσμικών στα ελληνικά ομόλογα.
Μετά από δεκάδες αναβαθμίσεις που επανέφεραν τελικά την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα, μία ακόμη; Όχι! Μετά τον απόλυτη υποβάθμιση που βίωσε επί χρόνια η Ελλάδα, δεν δικαιολογείται .. «κόπωση» αναβαθμίσεων. Η αναβάθμιση από τον Fitch ήταν η τελευταία για φέτος, καθώς ολοκληρώθηκαν όσες αξιολογήσεις Οίκων είχαν προγραμματιστεί για το 2025. Με αυτήν όμως «ξεκολλάει» από το κατώφλι της επενδυτικής βαθμίδας (σε BBB-) όπου την είχε κατατάξει τον Δεκέμβριο του 2023 ο Fitch και την ανεβάζει πλέον έναν «όροφο» πιο πάνω (ΒΒΒ).
Το πιο σημαντικό είναι ότι χρειάστηκαν δύο χρόνια για να συμβεί αυτό. Αφού ξεπέρασε το «ταμπού» να επανεντάξει τη χώρα στην επενδυτική κατηγορία, άφησε να περάσει ολόκληρο το 2024 αναμένοντας και παρατηρώντας τι θα κάνει η Ελλάδα από τη νέα θέση αυτή: θα ανέβει; Ή θα ξανακυλήσει;
Για αυτό, τόσο αυτή η αναβάθμιση, όσο και όποια άλλη που τυχόν έρθει πλέον, είναι πολύ σημαντική: γιατί δεν αφορά πλεόν το «αν» η Ελλάδα είναι αξιόχρεη, αλλά το «πώς» διαχειρίζεται η χώρα την επιστροφή της στην κανονικότητα και στο χαμηλότερο κόστος δανεισμού.
Αναβάθμιση-επιβεβαίωση
Αν και το 2024 ο Fitch κράτησε σιγή ασυρμάτου, εφέτος «κτυπάει δυο φορές»! Πριν έξι μήνες, ο Οίκος έκανε ένα πρώτο βήμα: αναβάθμισε σε θετική την «προοπτική» της χώρας. Έξι μήνες μετά έκανε και το δεύτερο: αναβαθμίζει την Ελλάδα ένα «σκαλί» ακόμα και την ανεβάζει στην επόμενη βαθμίδα της επενδυτικής.
Το «δύο στα δύο» μέσα στην ίδια χρονιά (ειδικά μετά την «αφλογιστία» του Fitch ολόκληρο το 2024) δείχνει ότι, σταθερά πλέον, η χώρα ανεβαίνει στα μάτια των αγορών αφού, από όλους τους μεγάλους Οίκους του εξωτερικού, πλέον μόνο ο Moody’s κρατάει την Ελλάδα ακόμη στον «πάτο» της επενδυτικής κατηγορίας -στην οποία μετά κόπων και βασάνων κατάφερε και επέστρεψε η χώρα έχοντας συμπληρώσει πρώτα σχεδόν μια 15ετία πλήρους ανυποληψίας και περιπλάνησης στα αζήτητα της κατηγορίας «σκουπίδια».
Με αυτό ως δεδομένο, όμως, η νέα κίνηση του Fitch δεν αποτελεί τόσο είδηση-έκπληξη, όσο είδηση-επιβεβαίωση. Είναι η «σφραγίδα» που σηματοδοτεί ότι η χώρα δεν «φλερτάρει» πια με πτώση από την επενδυτική βαθμίδα στο πρώτο “στραβοπάτημα”, αλλά εδραιώνεται όλο και περισσότερο στη μεγάλη κατηγορία -και ο Fitch είναι ένας ακόμα Οίκος που έρχεται να προστεθεί σε Standard and Poor’s, Scope, DBRS.
«Διαβατήριο» για μεγάλα funds
Ωστόσο αυτό το κάθε επιπλέον «σκαλί», έχει και πρακτική σημασία. Διότι στον κόσμο των θεσμικών επενδύσεων, οι κανόνες είναι αυστηροί. Η βαθμίδα BBB- είναι συχνά το ελάχιστο όριο με βάση το οποίο επιτρέπεται να ασχολούνται με ελληνικά ομόλογα τα μεγάλα χαρτοφυλάκια του κόσμου. Το καταστατικό τους, απαγορεύει στις διοικήσεις τους να επενδύουν σε χαμηλής υποστάθμης τίτλους.
Όσο απομακρύνεται όμως η αξιολόγηση της χώρας από το όριο που χωρίζει την «επενδυτική» από την «μη επενδυτική» βαθμίδα (ή …την φθορά από την αφθαρσία, όιταν πρόκειται για την οικονομία μιας χώρας) τότε τόσο κερδίζει το ενδιαφέρον μεγάλων επενδυτών που τυχόν ακόμα αμφιβάλλουν.
Η νέα αξιολόγηση λειτουργεί ως «διαβατήριο» που επιτρέπει σε μια πολύ ευρύτερη και πιο συντηρητική βάση επενδυτών –όπως μεγάλα συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστικοί οργανισμοί με αυστηρές εντολές– να τοποθετήσουν κεφάλαια σε ελληνικούς τίτλους.
Αυτό δεν σημαίνει απλώς μεγαλύτερη ζήτηση• σημαίνει ποιοτικότερη ζήτηση. Αυτοί οι επενδυτές είναι συνήθως «sticky money» (κεφάλαια που μένουν μακροπρόθεσμα) και είναι οι καλύτεροι επενδυτές που θέλει κάθε χώρα, προσφέροντας σταθερότητα και μειώνοντας το ασφάλιστρο κινδύνου.
Το timing Πιερρακάκη και η στρατηγική του χρέους
Η χρονική στιγμή της ανακοίνωσης δεν ήταν τυχαία. Ελάχιστες ώρες νωρίτερα, από το Λονδίνο όπου βρισκόταν ο υπουργός Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, αποκάλυπτε στο Bloomberg τη στρατηγική της κυβέρνησης με στόχο την μείωση του χρέους κάτω από το 120% του ΑΕΠ πριν το 2030, προαναγγέλλοντας νέες πρόωρες αποπληρωμές χρέους.
Η πρόβλεψη αυτή υπερβαίνει και την εκτίμηση του Fitch ο οποίος, στην έκθεση όπου εξηγεί τους λόγους της αναβάθμισης, προτάσσει ότι το 2030 το ελληνικό χρέος θα προσεγγίζει το 120% του ΑΕΠ.
Την ίδια στιγμή και στην Αθήνα, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους ανακοίνωνε πως «ακυρώνει» μία ακόμα προγραμματισμένη έκδοση Τίτλων του ελληνικού δημοσίου. Σε αντίθεση με το παρελθόν, το Δημόσιο πληρώνει περισσότερα και δανείζεται λιγότερα από όσα σχεδίαζε.
Η τριπλή αυτή «σύμπτωση» πάντως, αποτελεί απόδειξη αξιοπιστίας. Η αγορά δεν επιβραβεύει μόνο τα λόγια, αλλά την εκτέλεση. Η Ελλάδα δηλώνει ότι δεν επαναπαύεται, αλλά θα χρησιμοποιήσει την ευνοϊκή συγκυρία για ενεργητική διαχείριση: αντικατάσταση παλαιότερου, ακριβού χρέους με φθηνότερες εκδόσεις και «κλείδωμα» των χαμηλών (σε σχέση με το παρελθόν) επιτοκίων.
Και η ίδια η έκθεση του Fitch, εξηγεί πώς “κτίζεται” η διεθνής αξιοπιστία της χώρας, στα θέματα Οικονομίας. Όπως αναφέρει σε ειδική παράγραφο:
“Συνετό και Αξιόπιστο Δημοσιονομικό Πλαίσιο: τα πρόσφατα δημοσιονομικά αποτελέσματα και το σχέδιο προϋπολογισμού για το 2026 υπογραμμίζουν την ισχυρή δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική σύνεση. Θεωρούμε αυτή τη δέσμευση ως εξαιρετικά αξιόπιστη, υποστηριζόμενη από το ιστορικό της περιόδου μετά την πανδημία και την ευρεία κοινωνική συναίνεση γύρω από ορθές δημοσιονομικές πολιτικές. Τον Ιούλιο του 2025, το κοινοβούλιο υιοθέτησε με μεγάλη πλειοψηφία τον νέο δημοσιονομικό κανόνα (…) Η Ελλάδα ξεπέρασε τις απαιτήσεις του νέου δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ το 2024, το πρώτο έτος εφαρμογής του”.
Τα οφέλη μιας (ακόμη) αναβάθμισης
Αν και τα οφέλη από άμεσα δεν προκύπτουν άμεσα, ούτε γίνονται πάντα ορατά από όλους, το χαμηλότερο ρίσκο της χώρας (country ceiling) λειτουργεί σαν υδραυλικός μηχανισμός που μειώνει συνολικά την πίεση σε ολόκληρο το σύστημα, διαχέοντας το όφελος παντού.
Για τις Τράπεζες: με τα ελληνικά ομόλογα στα χαρτοφυλάκιά τους να έχουν καλύτερη στάθμιση κινδύνου (risk-weighting), οι τράπεζες αντλούν χρήμα φθηνότερα από τις αγορές.
Για τις Επιχειρήσεις: οι μεγάλες, υγιείς επιχειρήσεις βλέπουν τα spreads στα εταιρικά τους ομόλογα να συμπιέζονται, καθιστώντας τις επενδύσεις πιο ελκυστικές.
Για τις Επενδύσεις: το κρίσιμο Μέσο Σταθμικό Κόστος Κεφαλαίου (WACC) μειώνεται. Έργα υποδομών, πράσινης μετάβασης ή ψηφιακού μετασχηματισμού, που χθες κρίνονταν οριακά βιώσιμα, σήμερα γίνονται κερδοφόρα και ευκολότερα χρηματοδοτήσιμα.
Και τα τρία αυτά, αποτελούν «μοχλό» κίνησης της οικονομίας, αύξησης της απασχόλησης και βελτίωσης των εισοδημάτων για όλους, έμμεσα ή και άμεσα. Το ίδιο ισχύει και αντίστροφα μάλιστα, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά (υποβαθμίσεις, αύξηση κόστους, στάση επενδύσεων, ύφεση, ανεργία). Οι επιπτώσεις όμως τότε γίνονται πιο άμεσα αισθητές απ’όλους –ακόμα και από τους μη ειδικούς- ιδίως όταν προεξοφλείται και νέα επιδείνωση -αντί νέας βελτίωσης όπως με κάθε νέα αναβάθμιση.