Η Βαρκελώνη είναι η πόλη του Αντόνι Γκαουντί, του πιο πολυσυζητημένου αρχιτέκτονα του εικοστού αιώνα, με το ημιτελές έργο του Sagrada Família να δεσπόζει στην καταλανική πρωτεύουσα και τη συζήτηση για την περάτωση των εργασιών του υποβλητικού ναού να μην έχει τέλος.
Όμως ο Γκαουντί ήταν ένας πολύπλοκος καλλιτέχνης και αρχιτέκτονας της εποχής του που άφησε τα ίχνη της εντυπωσιακής δουλειάς του και στο πάρκο Güell της Βαρκελώνης, στην Casa Milà με τις καμινάδες με τις ανθρώπινες και ζωικές μορφές, και στο πρώτο σπίτι του στη Βαρκελώνη, την Casa Vicens, που σήμερα, ανάμεσα σε άλλα, είναι τοπόσημα και εθνικοί θησαυροί της Ισπανίας.
Τρεις επιμελητές του Μουσείου Ορσέ ξεκίνησαν να εργάζονται το 2017 για να μας παραδώσουν την εργασία τους πέντε χρόνια αργότερα σε μια έκθεση που θα διαρκέσει από τις 12 Απριλίου έως τις 17 Ιουλίου και τοποθετεί τις μοναδικές δημιουργίες του μεγάλου δασκάλου του καταλανικού μοντερνισμού στο καλλιτεχνικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της Βαρκελώνης των αρχών του εικοστού αιώνα, της οποίας η ακμάζουσα βιομηχανία παρείχε βήμα και πολλούς πλούσιους προστάτες σε φιλόδοξους καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες. Θα ταξιδέψει τους θεατές από τα χρόνια που τον διαμόρφωσαν, μέσω των εκκεντρικών casas που έχτισε στη γειτονιά Eixample, μέχρι το οραματικό μεγάλο έργο του, τον νέο καθεδρικό ναό της πόλης, τον οποίο ονόμασε «ναό».
Ο Αντόνιο Γκαουντί ήταν τριάντα ενός ετών όταν άρχισε να εργάζεται για τη Sagrada Família στη Βαρκελώνη. Εξακολουθούσε να εργάζεται στα εβδομήντα τρία του, το 1926, όταν χτυπήθηκε από τραμ και σκοτώθηκε και η φανταστική βασιλική, με τους κωνικούς πύργους και το σπηλαιώδες εσωτερικό της, ήταν ήδη ένας θρίαμβος.
Σήμερα, που βρίσκεται ακόμη υπό κατασκευή, συνεχίζει να προσελκύει τεράστια πλήθη. Αλλά η έκθεση έρχεται να τονίσει ότι «υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που μπορείτε να ανακαλύψετε, πέρα από το πιο γνωστό έργο του».
Αντόνι Γκαουντί: Ένα όνομα θρύλος
«Το όνομά του είναι διάσημο σε όλον τον κόσμο, αλλά θέλουμε οι άνθρωποι να γνωρίσουν τον Γκαουντί και το έργο του σε όλη του την πολυπλοκότητα», λέει ο Dubreuil. «Θέλουμε να κατανοήσουν τα κίνητρά του και την κληρονομιά του και τους λόγους που η αρχιτεκτονική ήταν τόσο σημαντική γι’ αυτόν».
Καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση αυτή είναι τα αρχιτεκτονικά σχέδια και τα μοντέλα που έφτιαξε ο ίδιος και η ομάδα του, τα οποία παρέχουν πληροφορίες για τη δημιουργική του διαδικασία και τη γοητεία που του ασκούσαν τα έντονα χρώματα και οι καμπύλες μορφές. Ανάμεσά τους βρίσκονται δύο πρωτότυπα σχέδια της εκκλησίας Colònia Güell, τα μόνα που διασώθηκαν από την καταστροφή του εργαστηρίου του κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου. «Είναι η μόνη άμεση μαρτυρία που έχουμε από σχέδια φτιαγμένα από τα χέρια του, οπότε είναι πολύτιμα», λέει ο Dubreuil.
Για πρώτη φορά εκτίθενται ξύλινα πάνελ που κοσμούσαν ένα δωμάτιο στο εσωτερικό της Casa Milà, γνωστής και ως La Pedrera (το λατομείο της πέτρας). «Καταφέραμε να τα βρούμε και θα αναπαραστήσουμε το εσωτερικό του στην έκθεση», λέει ο Dubreuil.
«Η ιδέα είναι ότι οι άνθρωποι μπορούν να περάσουν μέσα από το δωμάτιο και να μπουν στον κόσμο του Γκαουντί». Κατά τη διάρκεια της έκθεσης, αυτός ο κόσμος θα εμπλουτιστεί με γύψινα εκμαγεία, κομμάτια επίπλων, φωτογραφίες, ακόμη και με μια ταινία μικρού μήκους που δείχνει τον Σαλβαδόρ Νταλί μπροστά από τη Sagrada Família.
Αντόνι Γκαουντί
Το τέλος του Γκαουντί ήταν τραγικό. Στις 7 Ιουνίου του 1926 ο ηλικιωμένος άντρας στεκόταν έξω από τη Sagrada Família, σκεπασμένος με μια κουβέρτα, και παρακολουθούσε τις εργασίες στον ναό. Συγκεκριμένα στεκόταν στις γραμμές του τραμ και, παρά τις προσπάθειες του οδηγού να φρενάρει εγκαίρως, τραυματίστηκε θανάσιμα.
Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και κανένας δεν τον αναγνώρισε, μάλιστα νόμιζαν ότι επρόκειτο για κάποιον άστεγο. Όταν ανακαλύφθηκε η ταυτότητά του όλοι κατάλαβαν ότι ο ντυμένος φτωχικά άντρας ήταν ο αρχιτέκτονας-αναμορφωτής της αρχιτεκτονικής της Βαρκελώνη και σχεδιαστής της Sagrada Família, του ναού που ήταν αφιερωμένος στη δόξα της «Αγίας Οικογένειας».
Ο Γκαουντί πέθανε λίγες ημέρες αργότερα, δεν πρόλαβε να δει το έργο του ολοκληρωμένο, πράγμα που όλοι εύχονται να συμβεί εκατό χρόνια αργότερα, το 2026. Ο Γκαουντί, όταν του έλεγαν ότι αυτό το πολύπλοκο έργο θα χρειαζόταν εκατό χρόνια για να χτιστεί, προφητικά απαντούσε ότι ο Θεός είναι αιώνιος και μπορεί να περιμένει.
Γεννημένος το 1852 σε ένα χωριό έξω από την Ταραγόνα, ο μικρός Αντόνιο υπέφερε από αρθρίτιδα και λάμβανε κατ’ οίκον εκπαίδευση. Περνούσε καιρό στο σπίτι του παππού του θαυμάζοντας τη φύση και τα δημιουργήματα του Θεού κι αυτό επηρέασε το έργο του.
Αυτή η επιρροή εκφράστηκε μέσω της θρησκευτικότητας των αρχιτεκτονικών του κατασκευών. Ο Γκαουντί πίστευε ότι οι αρχιτέκτονες που δημιουργούν ένα περιβάλλον συνεχίζουν το έργο του Θεού επί της Γης.
Αχαλίνωτη φαντασία
Φοίτησε στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης και εργάστηκε από πολύ νέος σε αρχιτεκτονικά γραφεία της πόλης. Είχε χαμηλούς βαθμούς και σχεδόν με το ζόρι πήρε πτυχίο. Η καριέρα του ξεκίνησε δίπλα στον διάσημο αρχιτέκτονα Χοσέ Μέστρες στη Βαρκελώνη. Ο Γκαουντί πίστευε ότι η φύση εμπεριέχει τόση αρμονία και σοφία όση όλα τα βιβλία τέχνης μαζί και ότι η τέχνη βρίσκεται έξω από το παράθυρό μας και γύρω μας.
Αυτή η παράδοξη για την εποχή του θεωρία του για την αρχιτεκτονική και το ταλέντο του, οι πρωτότυπες ιδέες του και η μοναδική του αντίληψη για το σχήμα τον έκαναν γνωστό σε πλούσιους κύκλους της πόλης και σε μαικήνες που αναγνώρισαν το ταλέντο του, όπως ο δον Εουσέμπιο Γκιουέλ, που ζήτησε να τον γνωρίσει, έχοντας δει τα έργα του νεαρού σχεδιαστή στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων.
Ο Γκιουέλ όχι μόνο έκανε παραγγελίες στον Γκαουντί αλλά τον άφησε εντελώς ελεύθερο να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, δίνοντάς του μια πρώτη ευκαιρία να ασχοληθεί με μεγάλα έργα σαν κι αυτά που ακολούθησαν.
Ο Γκαουντί άφησε το ταλέντο και την αχαλίνωτη φαντασία του ελεύθερα και πειραματίστηκε με μοτίβα από τα ιστορικά αρχιτεκτονικά μοτίβα και τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς που διαμόρφωσαν το δικό του ύφος. Στα σχέδιά του, έχοντας ήδη ενσωματώσει επιρροές από την ανατολική, τη νεο-γοτθική και τη νατουραλιστική αρχιτεκτονική, εφαρμόζει μεν τις στυλιστικές επιδράσεις που δέχτηκε, αλλά δημιουργεί ένα δικό του ύφος, ανεπανάληπτο και ανεξίτηλο.