Πυρά κατά του ΣΥΡΙΖΑ εξαπολύει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κατηγορώντας την αξιωματική αντιπολίτευση ότι συνεχίζει να αμφισβητεί την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και την απόφασή της να αρχειοθετήσει την υπόθεση Γεωργιάδη – Novartis.
Με αφορμή την παράσταση διαμαρτυρίας στον Άρειο Πάγο από κοινοβουλευτικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ο Γιάννης Οικονόμου κάλεσε την Κουμουνδούρου να σεβαστεί τη δικαστική απόφαση.
Συγκεκριμένα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου δήλωσε:
«Ύστερα από εξονυχιστικό έλεγχο 5 ετών, η ελληνική δικαιοσύνη αποφάσισε την αρχειοθέτηση της υπόθεσης του κ. Γεωργιάδη. Παρά την οριστική αυτή κρίση, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ επανέρχεται στο ίδιο θέμα και αμφισβητεί τη δικαστική απόφαση.
»Προσβάλλει για άλλη μια φορά με αυτό τον τρόπο, την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα των δικαστικών λειτουργών. Αυτό που ζητάει επί της ουσίας είναι οι δικαστικές αποφάσεις να υπηρετούν τους πολιτικούς του στόχους και τις κομματικές του σκοπιμότητες.
»Λογική που παραπέμπει σε αυταρχικό καθεστώς και όχι σε ευρωπαϊκό κράτος δικαίου. Ας αντιληφθούν επιτέλους στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι στην Ελλάδα η δικαιοσύνη λειτουργεί ανεξάρτητα. Κι ας σεβαστούν αυτή την ανεξαρτησία της.
Νωρίτερα, τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας με φόντο τη διάταξη αρχειοθέτησης της υπόθεσης του Άδωνι Γεωργιάδη, επισκέφτηκε κλιμάκιο του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούμενο από τη γραμματέα της Κ.Ο. του κόμματος Όλγα Γεροβασίλη και τον τομεάρχη Δικαιοσύνης Θεόφιλο Ξανθόπουλο.
«Επισκεφθήκαμε με την γραμματέα της Κ.Ο του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Όλγα Γεροβασίλη, τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Πλιώτα και του μεταφέραμε την πολύ έντονη ανησυχία μας για αυτά που λαμβάνουν χώρα στη δημόσια σφαίρα το τελευταίο διάστημα» σημείωσε ο Θεόφιλος Ξανθόπουλος και συμπλήρωσε:
«Παρατηρούμε ότι υπάρχουν δύο πράξεις αρχειοθέτησης με διαφορετικές υπογραφές και διαφορετικό καταληκτικό περιεχόμενο και το γεγονός αυτό μόνο ανησυχία για τη λειτουργία των θεσμών μας δημιουργεί.
»Θέλουμε να πιστεύουμε, ότι η έννομη τάξη, τα αρμόδια όργανα θα αντιληφθούν, ότι δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα πολυτελείας, αλλά για ένα βαθιά θεσμικό πρόβλημα λειτουργίας της Δημοκρατίας».