Το υπουργείο Οικονομικών ετοιμάζεται να πάρει νέα μέτρα για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Έτσι μέσα στο καλοκαίρι νέες ταμειακές μηχανές, κλειστού κυκλώματος θα πρέπει να αποκτήσουν εστιατόρια, καφέ, μεζεδοπωλεία κ.λπ., ενώ θα πρέπει να προμηθεύσουν και με μηχανήματα πληρωμής POS τους εργαζομένους που κάνουν delivery τις παραγγελίες των πελατών.
Πάρα τα μέτρα που έχει λάβει το υπουργείο Οικονομικών, η φοροδιαφυγή στην εστίαση παραμένει υψηλή, ενώ οι επιτήδειοι επινοούν διαρκώς νέα κόλπα.
Πολλοί συνεχίζουν να μην καταχωρούν τα τραπέζια και τις παραγγελίες. Άλλοι καταγράφουν τις παραγγελίες σε αρχεία στον υπολογιστή και όχι στις ταμειακές. Σε κάποιες περιπτώσεις εκδίδονται δελτία παραγγελίας που στη συνέχεια ακυρώνονται χωρίς καταγραφή στη φορολογική μνήμη του μηχανισμού. Δηλαδή, οι επιχειρηματίες, αφού εκδώσουν μια απόδειξη και εισπράξουν κανονικά το ποσό από τον πελάτη, προχωρούν στη συνέχεια στην ακύρωση του συγκεκριμένου στοιχείου. Έτσι, η απόδειξη φαίνεται ακυρωμένη στο σύστημά τους -άρα και σε όσα δηλώνουν στην Εφορία-, αλλά τα χρήματα έχουν μπει στο ταμείο της επιχείρησης μαζί με τον ΦΠΑ που ουδέποτε αποδίδεται.
Μόλις πριν από λίγους μήνες είχε κάνει πάταγο η υπόθεση πασίγνωστου και πανάκριβου εστιατορίου, το οποίο, επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, στις αποδείξεις που έκοβε, το παράνομο λογισμικό που είχε εγκαταστήσει έκανε αυτόματα έκπτωση από 90% έως και 99% (!) στα ποσά που πέρναγαν τελικά στη μνήμη της ταμειακής μηχανής. Το πρόστιμο σε ένα μόνο από τα καταστήματα του επιχειρηματία έφτασε στο 1 εκατ ευρώ.
Σε άλλη περίπτωση, σε γνωστό ψητοπωλείο των Χανίων, εντοπίστηκε φοροδιαφυγή… τριών επιπέδων. Πρώτον, από τα στοιχεία των υποβληθεισών δηλώσεων προέκυπταν μηδαμινά ακαθάριστα έσοδα και ζημιές σωρευτικά άνω των 90.000 ευρώ για τις τρεις αυτές χρήσεις. Δεύτερον, διαπιστώθηκε ότι η επιχείρηση λειτουργούσε χωρίς τη χρήση Φορολογικού Ηλεκτρονικού Μηχανισμού από την πρώτη ημέρα λειτουργίας της και, τρίτον, μετά από διασταύρωση με τα δεδομένα ψηφιακών πλατφορμών παραγγελιοληψίας, διαπιστώθηκε ότι συνολικά σε 137.000 παραγγελίες δεν είχαν εκδοθεί αποδείξεις συνολικής αξίας 1,1 εκατ. ευρώ.