Κάθε πρόβλεψη για την οικονομική ανάπτυξη την τρέχουσα περίοδο υπόκειται σε αβεβαιότητες και κινδύνους. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο συνεχιζόμενος πόλεμος έχουν υπονομεύσει την παγκόσμια ασφάλεια και σταθερότητα και έχουν προκαλέσει βίαιη αλλαγή στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον και στις προβλέψεις για την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας.

Όπως πρόσφατα επεσήμανε και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία η παγκόσμια οικονομία ανέκαμπτε δυναμικά από τις επιπτώσεις της πανδημίας και των επακόλουθων δυσχερειών στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.

Τώρα όμως βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διπλή διαταραχή: αφενός την περαιτέρω άνοδο του πληθωρισμού και αφετέρου τον κίνδυνο μεγάλης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας ή και ύφεσης.

Στο δυσμενές αυτό περιβάλλον, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε και το α’ τρίμηνο του 2022, αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία, η διαμόρφωση του πληθωρισμού σε πολύ υψηλά επίπεδα και η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής αναμένεται να μετριάσουν τον υψηλό αναπτυξιακό ρυθμό στη συνέχεια του έτους.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας μπορεί να επιβραδυνθεί περισσότερο σε περίπτωση (α) περαιτέρω κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς αυτό θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση της αβεβαιότητας και ισχυρότερες και πιο επίμονες πληθωριστικές πιέσεις, (β) νέου κύματος της πανδημίας ή (γ) χαμηλού ποσοστού απορρόφησης κονδυλίων της ΕΕ στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Η περαιτέρω αυστηροποίηση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών και η αύξηση της αποστροφής των διεθνών επενδυτών προς τον κίνδυνο δημιουργούν κινδύνους για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, καθώς και για την αδιάλειπτη και με αποδεκτό κόστος δανεισμού πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων.

Ωστόσο, τα μέτρα που δρομολογεί η ΕΚΤ για την αποτροπή του κατακερματισμού του χρηματοπιστωτικού συστήματος της ευρωζώνης αναμένεται να περιορίσουν αυτούς τους κινδύνους.

Επιπλέον, σημαντικοί κίνδυνοι στο πεδίο του πληθωρισμού συνδέονται με το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης των διεθνών τιμών της ενέργειας σε συνδυασμό με υποχώρηση της ισοτιμίας του ευρώ σε σχέση με το δολάριο, καθώς και με το ενδεχόμενο οι πληθωριστικές πιέσεις να είναι πιο επίμονες, οδηγώντας σε αυξήσεις των ονομαστικών αμοιβών και θέτοντας έτσι σε κίνηση μια ανατροφοδοτούμενη άνοδο του πληθωρισμού.

Σε περίπτωση ταχείας και έντονης αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής λόγω υψηλότερου του αναμενομένου πληθωρισμού ή/και μιας περαιτέρω επιδείνωσης της εμπιστοσύνης και κάμψης της δραστηριότητας στους βασικούς εμπορικούς εταίρους, θα μπορούσαν να παρατηρηθούν φαινόμενα στασιμοπληθωρισμού στην ελληνική οικονομία.

Πρόσθετοι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία, οι οποίοι δεν αντανακλώνται στα παραπάνω σενάρια, απορρέουν και από τις γεωπολιτικές εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, και ειδικότερα από την αυξανόμενη επιθετική ρητορική εκ μέρους της Τουρκίας.

Η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας

Από την πλευρά του το Ινστιτούτο ΣΕΤΕ (ΙΝΣΕΤΕ) σημειώνει στην πρόσφατη έκθεσή του, ότι ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία και οι επιπτώσεις του στο κόστος της ενέργειας και των τροφίμων, καθώς και οι ανάγκες που δημιουργούνται για την ενίσχυση των πλέον ευάλωτων μερών της κοινωνίας, δημιουργούν αφενός έντονες αρνητικές επιπτώσεις στην κατανάλωση και αφετέρου στην δημοσιονομική ισορροπία, θέτοντας ενδεχομένως εμπόδια στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Ωστόσο, παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις ευρύτερες γεωπολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, η ανάκαμψη συνεχίστηκε και στο 1ο τρίμηνο του 2022, όπου το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 7,95% και η προοπτική είναι για σημαντική αύξηση και το 2022, που αναμένεται να υπερβεί σημαντικά το 4% τόσο το 2022 όσο και το 2023. Σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ, Σημαντικό ρόλο στην διατήρηση της ανάκαμψης είχαν τα επιδόματα για την κάλυψη του αυξημένου κόστους της ενέργειας και των καυσίμων.

Παράλληλα, η περαιτέρω ανάκαμψη της οικονομίας στηρίζεται και στα αυξημένα διαθέσιμα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στις Τράπεζες (κατά € 30 δις περίπου τον Απρίλιο 2022 έναντι του Απριλίου 2019), όσο και στο Πρόγραμμα Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) και στο ΕΣΠΑ 2021 – 2027. Τα προγράμματα αυτά έχουν σχεδιαστεί να υλοποιηθούν στην περίοδο 2022-2029 και, σε συνδυασμό με τη ήδη επιτευχθείσα και συνεχιζόμενη ουσιαστική βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας, ενισχύουν την προοπτική για ισχυρή αναπτυξιακή της πορεία το 2022-2026 και έως το 2030. Περαιτέρω η διαφαινόμενη ισχυρή ανάκαμψη του εισερχόμενου τουρισμού στη χώρα θα ενισχύσει την ανάκαμψη του ΑΕΠ.

Το ζήτημα του υψηλού πληθωρισμού και της ανταγωνιστικότητας

Κύρια επίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία για την ελληνική οικονομία είναι η κατακόρυφη άνοδος του Πληθωρισμού. Το ΙΝΣΕΤΕ εκτιμά τώρα αύξηση του μέσου πληθωρισμού με βάση το ΔΤΚ στο 9,7% το 2022 (από 4,5% που εκτιμούσε έως τον Φεβρουάριο 2022). Δεδομένου ότι οι τιμές των προϊόντων ενέργειας και άλλων προϊόντων θα παραμείνουν μεν σε σχετικά υψηλά επίπεδα αλλά δεν αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, εκτιμάται ότι ο μέσος πληθωρισμός θα μειωθεί στο 6,3% στο 1ο τρίμηνο 2023 και στο 2,9% το 2023.

Επιπλέον για το ΙΝΣΕΤΕ, πρόβλημα ανταγωνιστικότητας για την Ελλάδα δημιουργεί μόνο ο πληθωρισμός που οφείλεται σε εγχώρια αίτια, όπως είναι η ανεξέλεγκτη αύξηση των Πρωτογενών Δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης (π.χ., με την επιδότηση των τιμών των εισαγομένων προϊόντων ενέργειας).

Αυτές οι πολιτικές αυξάνουν τις τιμές των μη εμπορεύσιμων προϊόντων (εκείνων που δεν υπόκεινται σε ανταγωνισμό από το εξωτερικό) και επιβαρύνουν ουσιαστικά την ανταγωνιστικότητα των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, διευρύνουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το έλλειμμα στο Εξωτερικό Ισοζύγιο πληρωμών, και φαλκιδεύουν την ανάπτυξη της χώρας (μέσω της εκρηκτικής αύξησης των εισαγωγών Α&Υ και του περιορισμού της αυξητικής πορείας των εξαγωγών Α&Υ).

Το πρόβλημα της αύξησης του πληθωρισμού που προέρχεται από την μεγάλη αύξηση των τιμών των εισαγομένων προϊόντων – υπό την επίδραση παραγόντων που είναι εντελώς εξωγενείς για τη χώρα, είναι ένα πρόβλημα που η Ελλάδα δεν μπορεί να το αποφύγει. Μπορεί όμως να το περιορίσει, όσο είναι δυνατό χωρίς απαγορευτικά αρνητικές συνέπειες, περιορίζοντας τις εισαγωγές των προϊόντων, ιδιαίτερα δε εκείνων των οποίων οι τιμές έχουν αυξηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Οι επιδοτήσεις στις τιμές της ενέργειας ή σε άλλα προϊόντα (όταν μάλιστα επεκτείνονται και σε κοινωνικά στρώματα για τα οποία δεν είναι απόλυτα αναγκαίες) λειτουργούν αντίστροφα. Αυξάνουν (αντί να μειώνουν) τις εισαγωγές των προϊόντων των οποίων οι τιμές διαμορφώνονται σε εξαιρετικά επιβαρυντικά επίπεδα για τη χώρα.

Στις περιπτώσεις αυτές, τις επιδοτήσεις στην ενέργεια τις πληρώνουν (μέσω της φορολογίας) και όσοι κάνουν μεγάλες προσπάθειες για εξοικονόμηση ενέργειας ενώ ωφελούνται όσοι συνεχίζουν τη σπατάλη ενέργειας. Στο βαθμό που οι εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων συνεχίζουν να αυξάνουν με υψηλούς ρυθμούς, οι επιδοτήσεις στις τιμές της ενέργειας είναι σε μεγάλο βαθμό επιδοτήσεις υπέρ εκείνων που εξάγουν τα προϊόντα ενέργειας στην Ελλάδα, περιλαμβανομένης της Ρωσίας.

Όταν αυξάνονται οι τιμές της ενέργειας, η εγχώρια ζήτηση για ενέργεια θα πρέπει να προσδιορίζεται με βάση αυτές τις αυξημένες τιμές και όχι με βάση τις τιμές όπως διαμορφώνονται μετά την επιδότηση.

Οι εξελίξεις στο “μέτωπο” των επενδύσεων

Θετικό πάντως είναι το γεγονός, ότι το ΙΝΣΕΤΕ προβλέπει αύξηση των επενδύσεων ΠΚ ως ποσοστό του ΑΕΠ, από το πολύ χαμηλό 10,6% το 2019, στο 11,6% του ΑΕΠ το 2020, στο 12,8% του ΑΕΠ το 2021, στο 13,9% του ΑΕΠ το 2022 και στο 16,3% του ΑΕΠ το 2024. Η εξέλιξη αυτή είναι το καθαρό αποτέλεσμα:

(1) Των μεγάλων επενδυτικών προγραμμάτων που προγραμματίζονταν στη χώρα από το 2014 και η υλοποίησή τους αναβαλλόταν συνεχώς είτε για πολιτικούς λόγους (π.χ., λόγω της ανατροπής της οικονομικής πολιτικής τον Ιαν.-Ιούλιο 2015 και της εξαιρετικά αντιοικονομικής επιβολής του 3ου Μνημονίου), είτε για αντικειμενικούς λόγους (π.χ., η μεγάλη αβεβαιότητα που προκλήθηκε από την κρίση του Covid-19 το 2020 και στη συνέχεια από τον πόλεμο στην Ουκρανία το 2022), κ.λπ.

(2) Της εξαιρετικά προνομιακής δημοσιονομικής θέσης που βρισκόταν η χώρα το 2020, μετά την δημοσιονομική πολιτική και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε στην περίοδο 2010-2019 και τα υψηλά Πρωτογενή Πλεονάσματα στη Γενική Κυβέρνηση (ΠΠΓΚ) που είχε επιτύχει στην περίοδο 2014-2019 και ιδιαίτερα στην περίοδο 2016-2019.

Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα βρέθηκε στις αρχές του 2020 με την εμπιστοσύνη των επενδυτών σημαντικά αναβαθμισμένη και με πολύ σημαντικά ταμειακά διαθέσιμα που της επέτρεπαν να αντιμετωπίσει χωρίς μεγάλα προβλήματα την κρίση του Covid-19 το 2020 και για να στραφεί στη ανάπτυξη της οικονομίας της από το 2021. (3) Με δεδομένη την υγιή οικονομική κατάσταση της χώρας μετά την κρίση του Covid-19, η μεγάλη αύξηση των επενδύσεων ΠΚ ήταν αναμενόμενη και ενισχύεται τώρα με τα πολύ σημαντικά επενδυτικά προγράμματα επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων της οικονομίας που επιδοτούνται και χρηματοδοτούνται από το RRF και από τα άλλα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ-27.

Ο “γρίφος” της κατανάλωσης

Την ίδια ώρα, παρά την εξασθένηση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών ως απόρροια του πληθωρισμού, η ιδιωτική κατανάλωση σε σταθερές τιμές σημείωσε ισχυρή άνοδο το πρώτο τρίμηνο του 2022, κατά 16,5% σε ετήσια βάση.

Η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών στη μεταπανδημική περίοδο, υποστηρίχθηκε από την αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος στο ίδιο χρονικό διάστημα,η οποία προήλθε σε σημαντικό βαθμό από την άνοδο της απασχόλησης, κατά 11% το πρώτο τρίμηνο του 2022, αλλά και από τη χρήση μέρους των αποταμιεύσεων που συσσώρευσαν τα νοικοκυριά κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης.

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, η αβεβαιότητα, ωστόσο, αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα που επενεργεί στις εξελίξεις. Οι πρόδρομοι δείκτες επιχειρηματικών προσδοκιών και καταναλωτικής εμπιστοσύνης υποχώρησαν τους τελευταίους μήνες, ενώ οι πληθωριστικές προσδοκίες των καταναλωτών ενισχύθηκαν.

Ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) συνεχίζει να κινείται έντονα ανοδικά, πρωτίστως λόγω του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) από την Ρωσία και της επακόλουθης ανόδου των τιμών των προϊόντων ενέργειας.

Παράλληλα, στην τρέχουσα συγκυρία οι συζητήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με την εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων ενέργειας τον προσεχή χειμώνα επιτείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις στο άμεσο χρονικό διάστημα, επιβαρύνοντας περαιτέρω την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Σύμφωνα με την Alpha Bank, η επιτάχυνση του πληθωρισμού δεν αναμένεται, ωστόσο, να κάμψει την ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2022, καθώς η τελευταία εκτιμάται ότι θα στηριχθεί:

• στην υψηλότερη του αναμενομένου αύξηση των εισπράξεων από τον τουρισμό κατά τη φετινή χρονιά, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων, αναμένεται να πραγματοποιηθεί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες,

• στην περαιτέρω άνοδο της απασχόλησης, η οποία συνεχίστηκε τους μήνες Απρίλιο (10,9%, σε ετήσια βάση) και Μάιο (5,8%, αντίστοιχα), ενισχύοντας το διαθέσιμο εισόδημα,

• στα πρόσθετα μέτρα στήριξης που υιοθέτησε η ελληνική κυβέρνηση, για την προστασία των εισοδημάτων έναντι του αυξημένου ενεργειακού κόστους,

• στο θετικό άθροισμα των μηνιαίων ροών καταθέσεων των νοικοκυριών στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2022, το οποίο αντιστάθμισε το αντίστοιχο αρνητικό μέγεθος του πρώτου τριμήνου, ενισχύοντας έτι περαιτέρω τις αποταμιεύσεις που συσσωρεύθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης (συνολικά Ευρώ 20 δισ. στο διάστημα Μαρτίου 2020-Ιουνίου 2022).

Η διατήρηση της δυναμικής της ιδιωτικής κατανάλωσης συμβαδίζει με την εξέλιξη ορισμένων βραχυπρόθεσμων δεικτών οικονομικής συγκυρίας, όπως ο δείκτης όγκου λιανικών πωλήσεων (εξαιρουμένων των καυσίμων), ο οποίος αυξήθηκε το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου του 2022 κατά 1,1%, σε ετήσια βάση, έναντι αξιοσημείωτης αύξησης πέρυσι, κατά 27,1%.

Επιπρόσθετα, οι άδειες Ι.Χ. επιβατικών αυτοκινήτων αυξήθηκαν στο δεύτερο τρίμηνο του 2022, κατά 4,7% σε ετήσια βάση, αν και ο ετήσιος ρυθμός ανόδου ήταν πιο ήπιος σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του έτους (13,8%). Παράλληλα, κατακόρυφη άνοδο κατέγραψαν στο διάστημα Απριλίου-Ιουλίου 2022, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα πέρυσι, οι αφίξεις επιβατών από το εξωτερικό στο αεροδρόμιο της Αθήνας (167%).

Το διαθέσιμο εισόδημα

Σε ότι αφορά την εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος, αυτό αυξήθηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2022 κατά 3,8% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Η ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη (σε τρέχουσες τιμές) αυξήθηκε με εντονότερο ρυθμό, κατά 25,9% σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2021, με αποτέλεσμα, η ακαθάριστη αποταμίευση, η οποία αποτελεί το τμήμα του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος που δεν καταναλώνεται, να διαμορφωθεί σε αρνητικό έδαφος.

Το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, που ορίζεται ως η ακαθάριστη αποταμίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα, διαμορφώθηκε σε -9,3% στο πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, έναντι 9,8% στο ίδιο τρίμηνο πέρυσι. Η άνοδος της καταναλωτικής δαπάνης σε ονομαστικούς όρους, στο πρώτο τρίμηνο του 2022, ήταν αποτέλεσμα:

(i) επιδράσεων βάσης (base effects), καθώς στο ίδιο διάστημα του 2021 είχε μειωθεί, εξαιτίας των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας (lockdown), αλλά και της αβεβαιότητας που επικρατούσε και οδήγησε σε αναβολή, ή περιορισμό των δαπανών των νοικοκυριών,

(ii) της ανόδου του γενικού επιπέδου τιμών που καταγράφεται από τα μέσα του 2021 και μετά.