Η είδηση εντοπισμού ενός μη καταγεγραμμένου έργου τέχνης θεωρείται συνήθως γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας, ειδικά εάν ο καλλιτέχνης είναι ο Τζάκσον Πόλοκ.
Φυσικά, η ιστορία πίσω από τη δημιουργία και διαδρομή του έργου, μπορεί να αποτελέσει σενάριο κινηματογραφικής ταινίας. Όλα αυτά, στην περίπτωση που αποδειχθεί, από τους ειδικούς, πως το έργο είναι αυθεντικό και πράγματι είναι του καλλιτέχνη στον οποίον αποδίδεται.
Τελευταία υπόθεση, που πληροί αρκετά από τα παραπάνω «κριτήρια», είναι αυτή του εντοπισμού στη Βουλγαρία, κατά τη διάρκεια έρευνας της Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος της χώρας στη Σόφια, ενός πίνακα που θύμιζε στην τεχνοτροπία τα έργα του Αμερικανού ζωγράφου Τζάκσον Πόλοκ.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Γιάννη Παπαδόπουλου στην Καθημερινή, ο πίνακας που εντοπίστηκε είχε στο πίσω μέρος του μία χειρόγραφη αφιέρωση με την ημερομηνία γενεθλίων της ηθοποιού Λορίν Μπακόλ, καθώς και μια επιγραφή στα ρουμανικά.
Σύμφωνα με τον υπουργό Εσωτερικών της Βουλγαρίας, Ιβάν Ντεμερτζίεφ, ο πίνακας ήταν μέρος της συλλογής του πρώην δικτάτορα της Ρουμανίας Νικολάι Τσαουσέσκου και ενώ οι έρευνες για την αυθεντικότητα του πίνακα ακόμα δεν έχουν ολοκληρωθεί, ο Βούλγαρος υπουργός εξέφρασε τη βεβαιότητά του για την αυθεντικότητά του.
Ο Πόλοκ, ένας ελληνικός γάμος και ο Ρουμάνος στρατιωτικός
Με το που εντοπίστηκε ο πίνακας στη Σόφια άρχισε να αποκαλύπτεται ο «μίτος της Αριάδνης», σχετικά με τη διαδρομή του ανά τα χρόνια. Σύμφωνα με έρευνα της εφημερίδας και αναφορές βουλγαρικών ΜΜΕ, ο πίνακας ανήκε στη συλλογή του Νικολάι Τσαουσέσκου, ο οποίος φέρεται να τον παρέδωσε σε έναν Ρουμάνο αξιωματούχο, προτού εκτελεστεί, το 1989. Η κόρη του Ρουμάνου αξιωματούχου παντρεύτηκε έναν Έλληνα και το έργο βρέθηκε στην Αθήνα.
Μετά από δημοσιογραφική έρευνα και διασταύρωση των στοιχείων του Ρουμάνου στρατιωτικού, επιβεβαιώνεται πως πρόκειται για αληθινό πρόσωπο. Στην περιγραφή ταιριάζει ένας Ρουμάνος συνταγματάρχης, με το ίδιο ονοματεπώνυμο, ο οποίος φαίνεται να αποστρατεύτηκε το 1982.
«Οι περισσότεροι από τους πίνακες της οικογένειας Τσαουσέσκου κατασχέθηκαν το 1990, αλλά οι απόγονοί τους κατάφεραν να τους πάρουν πίσω έπειτα από χρόνια, αφού τους διεκδίκησαν δικαστικά. Επρόκειτο για έργα διάσημων Ρουμάνων ζωγράφων, δεν είχα ακούσει ξανά για Πόλοκ», λέει ο Ρουμάνος ιστορικός Στεζαρέλ Ολάρου, ο οποίος έχει μελετήσει τα αρχεία της Κρατικής Υπηρεσίας Ασφαλείας Σεκιουριτάτε, χωρίς να αποκλείει πάντως και αυτό το ενδεχόμενο.
Λόγω του ότι η υπόθεση πιστοποίησης του έργου, αλλά και εξακρίβωσης της διαδρομής του μέχρι τον εντοπισμό του πίνακα, βρίσκεται σε εξέλιξη, ο άνθρωπος που τον είχε στην κατοχή στην Ελλάδα, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας, δεν θέλησε να μιλήσει δημοσίως. Όμως, σύμφωνα με μία ανεπιβεβαίωτη εκδοχή, ο Ρουμάνος αξιωματούχος είχε κερδίσει την εύνοια του Νικολάι Τσαουσέσκου, διότι φέρεται να είχε εγγυηθεί για την ασφάλειά του, όταν ο Τσαουσέσκου διαπραγματεύτηκε τη λήξη μιας μεγάλης απεργίας μεταλλωρύχων στα δυτικά της χώρας.
Ο Πόλοκ από την Αθήνα στη Σόφια και στα χέρια της αστυνομίας
Η υπόθεση εντοπισμού άρχισε να ξετυλίγεται μετά από έρευνα των βουλγαρικών διωκτικών αρχών που είχε πληροφορίες για μία ύποπτη αγοραπωλησία ενός σημαντικού έργου τέχνης, θέτοντας σε συναγερμό τους αρμόδιους φορείς.
Αν και οι λεπτομέρειες της υπόθεσης δεν είναι ξεκάθαρες, σύμφωνα με ένα από τα σενάρια, ένας άνδρας με καταγωγή από την Κρήτη, ο οποίος δραστηριοποιείτο επιχειρηματικά στη Βουλγαρία, φέρεται να προσέγγισε μέλος της οικογένειας που είχε στην κατοχή του τον πίνακα και πρότεινε την επαφή με έναν Βούλγαρο -υποτιθέμενο- γνώστη τέχνης και επίδοξο πολιτικό παράγοντα, ο οποίος θα αναλάμβανε και την πώληση.
Η πώληση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αφού κατά την αστυνομική επιχείρηση στη Σόφια, συνελήφθησαν ο Βούλγαρος «πολιτικός παράγοντας και γνώστης τέχνης» και τρεις Έλληνες, ανάμεσά τους το μέλος της οικογένειας που είχε στην κατοχή του τον πίνακα και ο άνδρας από την Κρήτη. Μάλιστα, οι βουλγαρικές διωκτικές αρχές, μέσω της Europol, ζήτησαν τη συνδρομή της Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος Κρήτης, κι έτσι το πρωί της 19ης Φεβρουαρίου η ελληνική αστυνομία διεξήγαγε έρευνες σε δύο διαμερίσματα και μια αποθήκη. Εκτιμάται, ότι ο πίνακας μεταφέρθηκε οδικώς χωρίς το τελάρο στη Βουλγαρία, ενώ δεν έχει διευκρινιστεί εάν είχε ζητηθεί άδεια εξαγωγής από την Εθνική Πινακοθήκη, όπως προβλέπεται.
Ο Έλληνας, η οικογένεια του οποίου κατείχε τον πίνακα του Πόλοκ κρατήθηκε για 24 ώρες στη Βουλγαρία, προτού αφεθεί ελεύθερος. Μέχρι στιγμής, σύμφωνα με τον δικηγόρο του, δεν προκύπτει να εκκρεμεί κάποια δίωξη εις βάρος του. Σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας, μέλη της οικογένειάς του στο παρελθόν έχουν στραφεί νομικά εναντίον δύο ιστορικών τέχνης στην Ελλάδα, επειδή αμφισβήτησαν τη γνησιότητα έργων που είχαν πουλήσει.
Οι εισαγγελικές αρχές στη Σόφια ανακοίνωσαν ότι μια πρώτη ανάλυση στον πίνακα έδειξε τα χρώματα είναι παρόμοια με εκείνα που χρησιμοποιούνταν στα χρόνια του Πόλοκ. Ωστόσο, μια τριμελής επιτροπή Βουλγάρων ειδικών, σύμφωνα με τα ΜΜΕ της γειτονικής χώρας, συνιστά υπομονή, επισημαίνοντας ότι αυτό το στοιχείο δεν αρκεί για να προκύψει τελικό συμπέρασμα και προτείνει περαιτέρω αναλύσεις. «Καθώς η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη δεν μπορούμε να μοιραστούμε άλλες πληροφορίες», απάντησε ο εκπρόσωπος της Εθνικής Πινακοθήκης της Βουλγαρίας.
Ο αγώνας για την «αναγνώριση» του πίνακα
«Ακόμη και εάν αυτό το έργο είναι αυθεντικό, κάτι για το οποίο αμφιβάλλω σε μεγάλο βαθμό, τότε δεν υπάρχει θέση για αυτό στην αγορά, καθώς δεν υφίσταται πλέον κάποιος φορέας πιστοποίησής του», εξηγεί η Αμερικανίδα Κολέτ Λολ, ιδρύτρια και διευθύντρια της συμβουλευτικής εταιρείας Art Fraud Insights, η οποία ειδικεύεται στον εντοπισμό πλαστών έργων τέχνης. «Εάν αυτό το έργο προέρχεται από νόμιμη συλλογή, εάν ανήκε σε μια διάσημη Αμερικανίδα ηθοποιό, κάπου θα είχε καταγραφεί. Θα υπήρχε σε μια φωτογραφία, σε έγγραφα κληρονομιάς, στη μνήμη κάποιου ανθρώπου», προσθέτει.
Για την αυθεντικότητα ενός πίνακα του Πόλοκ έριζαν, για πάνω από 60 χρόνια, η σύζυγος του καλλιτέχνη, ζωγράφος Λι Κράσνερ, και η σύντροφος του, Ρουθ Κλίγκμαν. Η Κλίγκμαν επέμενε πως ο ζωγράφος το είχε δημιουργήσει για την ίδια το καλοκαίρι του 1956, λίγες εβδομάδες προτού σκοτωθεί σε τροχαίο. Ειδικοί του ιδρύματος Πόλοκ-Κράσνερ απέρριπταν αυτή την εκδοχή και δεν δέχονταν να εντάξουν το έργο στους καταλόγους τους.
Στην έρευνα συμμετείχε ο χημικός Νικ Πετράκο, ο οποίος προηγουμένως είχε εργαστεί για πολλά χρόνια στο εγκληματολογικό εργαστήριο της αστυνομίας της Νέας Υόρκης. Πλέον προσεγγίζει κάθε έρευνα γύρω από έργα ζωγραφικής όπως θα έκανε και σε μια σκηνή εγκλήματος. «Από τα 100 έργα ζωγραφικής που έχω εξετάσει και αποδίδονται στον Πόλοκ, μόνο ένα ήταν αυθεντικό», λέει.. Σήμερα είναι καθηγητής στο κολέγιο Ποινικής Δικαιοσύνης John Jay και, μεταξύ άλλων, η μέθοδός του εστιάζεται και στην ανάλυση τριχών, ινών, σκόνης και άλλων στοιχείων, τα οποία μπορεί να έχουν πέσει πάνω στον πίνακα και να έχουν παγιδευτεί κάτω από την μπογιά.
Το 1996, το ίδρυμα Πόλοκ-Κράσνερ τερμάτισε τη λειτουργία του συμβουλίου που αναλάμβανε την πιστοποίηση έργων του Αμερικανού ζωγράφου. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σε περιπτώσεις αντίστοιχων ιδρυμάτων, αλλά και ιδιωτών ιστορικών τέχνης, μια τάση αποχής από εκτιμήσεις γνησιότητας. Σε περίπτωση που η κρίση τους δεν βρίσκει σύμφωνο τον συλλέκτη ή κάτοχο ενός έργου ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος μιας αγωγής εναντίον τους. Οπότε προτιμούν να μην μπλέξουν σε δικαστικές περιπέτειες.
Την αυθεντικοποίηση έργων του Πόλοκ πλέον αναλαμβάνει το Διεθνές Ίδρυμα Ερευνών της Τέχνης (IFAR), η εκτελεστική διευθύντρια του οποίου αναφέρει ότι δεν έχουν εξετάσει τον πίνακα που βρέθηκε στη Βουλγαρία, ούτε τους είχε ζητηθεί ακόμη η βοήθειά τους από τις αρχές της βαλκανικής χώρας.