H αμερικανική επενδυτική τράπεζα Morgan Stanley εξηγεί τις επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία προσεγγίζοντας διαφορετικά σενάρια. «Υπό το πρίσμα της ταχέως μεταβαλλόμενης κατάστασης και το εύρος των πιθανών αποτελεσμάτων, αναλύουμε τις πιθανές επιπτώσεις της σύγκρουσης σε διάφορα σενάρια με έμφαση στις αγορές ενέργειας, στις τιμές των τροφίμων – τόσο άμεσα όσο και μέσω υψηλότερων επιπέδων κόστους ενέργειας αλλά και τις δευτερογενείς επιπτώσεις μέσω της υψηλότερης/χαμηλότερης αναμενόμενης οικονομικής δραστηριότητας αλλά και τις επιδράσεις στην επενδυτική εμπιστοσύνη», εξηγούν οι αναλυτές της Morgan Stanley.
Στο βασικό σενάριο η επενδυτική τράπεζα υποθέτει ότι το status quo, δηλαδή οι εχθροπραξίες, συνεχίζονται.
Η νέα της πρόβλεψη για τον πληθωρισμό είναι στο 5,3% για το 2022 και 2,3% για το 2023 βασίζεται σε αυτό σενάριο. «Λαμβάνουμε τις τρέχουσες προθεσμιακές τιμές για τα ενεργειακά προϊόντα, οι οποίες έχουν κινηθεί ανοδικά σε όλη την καμπύλη τις τελευταίες εβδομάδες και υποθέτουμε ότι θα υπάρξουν επαρκείς αναπληρώσεις των δεξαμενών φυσικού αερίου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ώστε η κρίση εφοδιασμού τον επόμενο χειμώνα να μπορεί να αποφευχθεί. Ωστόσο, σημειώνουμε ότι αυτό το σενάριο υποθέτει ότι τα προβλήματα εφοδιασμού θα παραταθούν λόγω επιπλοκών στην τροφοδοσία ορισμένων βιομηχανικών μετάλλων από τη Ρωσία και ότι οι αγορές τροφίμων θα υποστούν περαιτέρω επιβάρυνση», επισημαίνει η τράπεζα.
Στο καλό σενάριο προβλέπει ταχεία βραχυπρόθεσμη αποκλιμάκωση της τρέχουσας σύγκρουσης στην Ουκρανία. Η βασική διαφορά σε σχέση με το βασικό σενάριο είναι η βραχυπρόθεσμη πτώση των ενεργειακών τιμών, καθώς η τιμολόγηση της αγοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου επανέρχεται στα προ της κρίσης επίπεδα, δηλαδή, το πετρέλαιο γύρω στα 90 δολάρια ανά βαρέλι και το φυσικό αέριο στα 20-25 δολάρια ανά MMBtu, και επικρατεί επίσης μικρότερη βραχυπρόθεσμη πίεση στις τιμές των βασικών αγαθών και των τροφίμων.
Το κακό σενάριο
Στο δυσμενές σενάριο υποθέτει ότι η ρωσική σύγκρουση κλιμακώνεται, γεγονός που οδηγεί σε απότομη αύξηση των τιμών της ενέργειας βραχυπρόθεσμα, με το πετρέλαιο στα 150 δολάρια ανά βαρέλι και το φυσικό αέριο στα 60 δολάρια ανά MMBtu, καθώς η προσφορά από τη Ρωσία περιορίζεται, ασκώντας περαιτέρω πίεση στους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Υποθέτει επίσης ότι οι δεξαμενές φυσικού αερίου δεν γεμίζουν επαρκώς κατά τη διάρκεια του έτους και ως αποτέλεσμα θα δούμε μείωση της ζήτησης κατά 10% τον επόμενο χειμώνα.
Μακροπρόθεσμα, το αρνητικό σενάριο υποθέτει σημαντική πρόσθετη πίεση στην προσφορά βιομηχανικών εισροών και τροφίμων, ενώ η χαμηλότερη εμπιστοσύνη των καταναλωτών αυξάνει τα επίπεδα αποταμίευσης – μειώνοντας την κατανάλωση και συνεπώς τις βασικές πληθωριστικές πιέσεις πιο μακροπρόθεσμα. Αυτό το σενάριο προβλέπει σημαντικά υψηλότερες βραχυπρόθεσμες πληθωριστικές πιέσεις λόγω της ενέργειας και των υψηλότερων οικονομικών τριβών, αλλά στη συνέχεια και μια εντονότερη πτώση του (πυρήνα) πληθωρισμού το 2023,λόγω των ασθενέστερων συνολικών οικονομικών θεμελιωδών μεγεθών.
Στο υποθετικό σενάριο που η προσφορά ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου προς την Ευρώπη περιορίζεται, εν μέρει ή πλήρως, αυτό θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ενεργειακή κρίση, τις τιμές και την ανάπτυξη. Η Morgan Stanley σημειώνει ότι δεν μπορούμε να “συνδέσουμε” αυτό το σενάριο σε ένα ‘γραμμικό’ τρόπο με το οικονομικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούμαστε σήμερα, καθώς θα αντιπροσωπεύει μια δραματική αλλαγή των οικονομικών συνθηκών που θα έφερνε πιο έντονες πολιτικές αντιδράσεις.