Ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά χρέους σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημά τους έχουν τα ελληνικά νοικοκυριά, έναντι των άλλων χωρών της Ευρωζώνης αλλά και των μεγάλων οικονομιών, όπως η Μεγάλη Βρετανία, ο Καναδάς ή η Ιαπωνία, γεγονός που μπορεί να τα καταστήσει ανθεκτικά στην άνοδο των επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Αυτό προκύπτει από έκθεση της Morgan Stanley, που αναλύει την διαχείριση της αβεβαιότητας από τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Με βάση την ανάλυση, το ποσοστό χρέους των ελληνικών νοικοκυριών σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα, διαμορφώνεται στο 98%, έναντι 91% στην Ιταλία που εμφανίζει το χαμηλότερο ποσοστό και 93% στην Αυστρία, που εμφανίζει την δεύτερη καλύτερη επίδοση.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στην τρίτη θέση αμέσως πριν την Γερμανία, όπου το χρέος των νοικοκυριών διαμορφώνεται στο 99% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, ενώ στις ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσοστό είναι 101%, στην Ισπανία 107%, στην Ιαπωνία 115%, στο Βέλγιο 118%, στην Ιρλανδία 124%, στην Πορτογαλία 125%, στην Γαλλία 127% και στην Μεγάλη Βρετανία 148%. Οι πιο «υπερχρεωμένες» χώρες με βάση τον δείκτη χρέους προς διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών άνω του 200% είναι η Σουηδία, η Αυστρία, η Ελβετία, η Ολλανδία, η Δανία και η Νορβηγία.
Αυτά είναι τα καλά νέα, καθώς όπως παρατηρεί η Morgan Stanley τα συνολικά επίπεδα εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών φαίνονται διαχειρίσιμα, αλλά μπορεί να ασκήσουν πίεση σε χώρες με υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους καθώς τα επιτόκια αυξάνονται. Στην κατηγορία αυτή των χωρών ανήκει και η Ελλάδα, η οποία άλλωστε εξακολουθεί να έχει το υψηλότερο ποσοστό κόκκινων δανείων που με βάση τα στοιχεία τέλους του 2021, διαμορφώνεται στο 7%, έναντι 2% στην Ευρωζώνη. Πρόκειται για το ποσοστό των κόκκινων δανείων που έχουν στον ισολογισμό τους οι τράπεζες και αφορά τις καθυστερήσεις πάνω από 90 ημέρες.
Σε ό,τι αφορά τις πιο επιβαρυμένες κατηγορίες κόκκινων δανείων, είναι τα επιχειρηματικά δάνεια και τα δάνεια μικρομεσαίων επιχειρήσεων, κατηγορία στην οποία ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (Non Performing Loans – NPLs) διαμορφώνεται στο 18,7% έναντι 5% στην Ευρωζώνη, γεγονός που καθιστά τις ελληνικές τράπεζες πιο ευάλωτες σε ενδεχόμενη επιβράδυνση της οικονομίας. Ειδικότερα τα κόκκινα δάνεια των μεγάλων επιχειρήσεων αντιπροσωπεύουν το 6,5% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών έναντι 2,9% στην Ευρωζώνη.
Στην ανάλυσή της για τον τραπεζικό τομέα, η Morgan Stanley παρατηρεί ότι τα έσοδα από τόκους των ευρωπαϊκών τραπεζών θα ενισχυθούν λόγω της αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης τον Ιούλιο και 50 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο, εφόσον ο πληθωρισμός αυξηθεί περαιτέρω. Οι αναλυτές της Morgan Stanley βλέπουν τα επιτόκια να διαμορφώνονται στις 75 μονάδες βάσης έως τα τέλη του 2022, εξέλιξη που θα οδηγήσει στην ενίσχυση των εσόδων από τόκους των ευρωπαϊκών τραπεζών κατά 30% εντός του 2023.
«Έχουμε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από την πλευρά των καταναλωτών στην ηπειρωτική Ευρώπη, δεδομένης της προς το παρόν ισχυρής απασχόλησης», παρατηρεί η Morgan Stanley, ενώ οι τράπεζες διαχειρίστηκαν την έκθεση προς την Ρωσία. «Προβλέπουμε το κόστος κινδύνου για το 2022 σε 60 bps/40 bps για την Ευρωζώνη/Ευρώπη (περίπου 25 bps πάνω σε ετήσια βάση, αλλά 30-35 bps χαμηλότερα από το 2020), αλλά ο άμεσος κεφαλαιακός αντίκτυπος θα προέλθει από χαμηλότερα κέρδη το 2022», τα οποία σύμφωνα με την εκτίμηση της Morgan Stanley θα είναι μειωμένα το 2022 κατά 10-15% το 2022 για την Ευρωζώνη.