Περίπου ένας χρόνς χρειάζεται για να αρχίσει να εμφανίζεται το αποτύπωμα της κοινωνικής συμφωνίας και των μεταβολών στις συλλογικές συμβάσεις στους μισθούς των εργαζομένων. Επίσης, ο στόχος της κάλυψης του 80% των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις, όπως προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μετατίθεται χρονικά για το 2030, κάτι που αποτυπώνεται και στο πενταετές σχέδιο δράσης που παρουσίασε πρόσφατα το Υπουργείο Εργασίας.
Η επιστροφή των μισθών στα επίπεδα πριν από την οικονομική κρίση συνιστά μια ιδιαίτερα σύνθετη διαδρομή, η οποία δεν εξασφαλίζεται αυτομάτως με την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αναγκαία προϋπόθεση αποτελεί η σύναψη νέων συμφωνιών σε κλαδικό επίπεδο, αλλά και η ύπαρξη θετικής στάσης από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές – εργαζόμενους και εργοδότες – ώστε να επανεκκινήσει ουσιαστικά το σύστημα των συμβάσεων. Υπενθυμίζεται ότι σήμερα μόλις το 20% των εργαζομένων καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις.
Έτσι, η αποκατάσταση των μισθολογικών απωλειών είναι απαιτητική και χρονοβόρα, καθώς περιλαμβάνει την αναπροσαρμογή όχι μόνο του κατώτατου μισθού, αλλά και των λοιπών αποδοχών, στις οποίες μέχρι σήμερα δεν μεταφέρονται οι αυξήσεις των κατώτατων ορίων. Έτσι, η πλειονότητα των μισθών παραμένει «συμπιεσμένη» κοντά στα κατώτατα επίπεδα αμοιβής.
Ακόμη όμως και μετά την ψήφιση των ρυθμίσεων που περιλαμβάνει η κοινωνική συμφωνία – με χρονικό ορίζοντα τις αρχές του 2026 – οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα δεν πρόκειται να διαπιστώσουν άμεσες μεταβολές στις αποδοχές τους. Δεν προβλέπεται αυτόματη επαναφορά επιδομάτων που καταργήθηκαν την περίοδο της κρίσης, ούτε αυτόματη υπογραφή συλλογικών συμβάσεων με υψηλά ποσοστά αυξήσεων.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς εργασίας, η συμφωνία δημιουργεί ευνοϊκότερες συνθήκες, χωρίς όμως να επιβάλλει στους εργοδότες την υπογραφή συμβάσεων, ενώ τονίζεται ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης δεν επιτυγχάνεται από τη μία στιγμή στην άλλη.
Ωστόσο, με την έναρξη ισχύος της συμφωνίας τίθενται οι βάσεις και διαμορφώνεται το αναγκαίο πλαίσιο ώστε, μέσω διαπραγματεύσεων, να καταστεί εφικτή η αύξηση των μισθών. Το περιβάλλον των συνομιλιών αλλάζει, οι διαδικασίες καθίστανται πιο λειτουργικές και ουσιαστικές, καθορίζονται βασικές αρχές διαλόγου και δίνεται η δυνατότητα στους κοινωνικούς εταίρους να συμφωνούν βελτιώσεις στις αμοιβές που αφορούν το σύνολο των εργαζομένων ενός κλάδου και όχι μεμονωμένες επιχειρήσεις.
Τα κατώτατα όρια μισθών, τα οποία σήμερα καθορίζονται από την κυβέρνηση, λειτουργούν αποκλειστικά ως ελάχιστο σημείο αναφοράς. Από εκεί και πέρα, η κλαδική συλλογική σύμβαση προσδιορίζει τις πρόσθετες αποδοχές πέραν του κατώτατου μισθού. Ελλείψει κλαδικών συμβάσεων, απουσιάζουν και οι επιπλέον αμοιβές που θα μπορούσαν να αυξήσουν τον μέσο μισθό.
Η κοινωνική συμφωνία – που αναμένεται σύντομα να αποκτήσει ισχύ νόμου – περιλαμβάνει παρεμβάσεις όπως η ευκολότερη επέκταση των συλλογικών συμβάσεων σε περισσότερους εργαζόμενους, η δυνατότητα της ΓΣΕΕ να συνάπτει ή να συνυπογράφει κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, καθώς και η διατήρηση της ισχύος των όρων μιας σύμβασης μετά τη λήξη της έως τη σύναψη νέας συλλογικής ή ατομικής σύμβασης εργασίας.