Η χώρα αντιμετωπίζει το εξής παράδοξο: Να διαθέτει υψηλό ρυθμό ανεργίας, οι επιχειρήσεις να αναζητούν και να μην βρίσκουν εξειδικευμένο προσωπικό και τη ίδια ώρα από κάθε ΕΣΠΑ να διαθέτουμε σημαντικά ποσά για διά βίου μάθηση και κατάρτιση χωρίς οι πόροι αυτοί να πιάνουν τόπο. Περίπου 3,5 δισ. € του τρέχοντος ΕΣΠΑ κατευθύνονται στην Διά βίου Μάθηση και Κατάρτιση. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι πιάνουν τόπο αυτά τα λεφτά; Αξιολογείτε η αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και κατάρτισης;

Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι η Ελλάδα παραμένει ουραγός σε διεθνείς αξιολογήσεις που αφορούν το ανθρώπινο κεφάλαιο, όπως ο Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (27η θέση στις 28 χώρες συνολικά και 25η θέση στον υπο – δείκτη «ανθρώπινο κεφάλαιο» για το έτος 2020) και ο διαγωνισμός του προγράμματος PISAτου ΟΟΣΑ (42η-44η θέση στις 77-78 χώρες και αυτόνομες επαρχίες για το έτος 2018).

Στην πράξη όλοι γνωρίζουμε ότι είναι δύσκολο να ελεγχθούν και να αξιολογηθούν ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών κατάρτισης που παρέχονται, ενώ διαχρονικά αλλά και πανευρωπαϊκά, θεωρούνται εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για αδιαφανείς διαδικασίες και διαφθορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γνωστό ανέκδοτο για την επιδοτούμενη κατάρτιση στην Ιρλανδία, σύμφωνο με το οποίο αν τα χρήματα είχαν φθάσει στον στόχο τους, τότε ο κάθε Ιρλανδός θα είχε καταρτιστεί τέσσερες φορείς. Δεν λείπουν φυσικά και τα ελληνικά παραδείγματα όπως το πρόσφατο «ΣκοιλΕλικικού».

Όμως η πρόκληση παραμένει μπροστά μας. Η ταχύτητα με την οποία μεταμορφώνεται διεθνώς η παραγωγική διαδικασία και η προσδοκία για πραγματοποίηση σημαντικών νέων επενδύσεων στη χώρα καθιστά τη διά βίου μάθηση και κατάρτιση εξαιρετικά αναγκαία. Η Πολιτεία πρέπει και οφείλει να μεριμνήσει για να βρεθούν κατάλληλοι μέθοδοι, ώστε οι δράσεις κατάρτισης να επιτυγχάνουν τους στόχους τους: τη βελτίωση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού ιδιαίτερα ως προς τις νέες τεχνικές και τεχνολογικές απαιτήσεις. Ο τρόπος για να το πετύχει αυτό η Πολιτεία δεν είναι να χάσει πόρους και χρόνο προκειμένου να ξεκινήσει ένα κυνήγι μαγισσών για ποιες δομές κατάρτισης και δια βίου μάθησης κάνουν καλά τη δουλειά τους.

Αντιθέτως αυτό που πρέπει να κάνει είναι να συνδέσει την χρηματοδότηση αυτών των δράσεων με την απόκτηση διεθνούς πιστοποιητικού, συνήθως κατόπιν εξέτασης. Με αυτόν τον τρόπο, αφενός θα υπάρχει η βεβαιότητα ότι τα κονδύλια αυτά δεν θα οδηγηθούν σε εικονικές καταρτίσεις, αόριστου περιεχομένου και αφετέρου θα παρέχεται η δυνατότητα σημαντικής, ουσιαστικής και τεκμηριωμένης βελτίωσης των δεξιοτήτων κάθε ωφελούμενου μέσω της απόκτησης πιστοποιητικών εγνωσμένου κύρους, με μικρό ή μηδενικό κόστος για αυτόν.

Επιπλέον, μέσω της απόκτησης πιστοποιητικών εγνωσμένου κύρους, θα υποχρεωθούν όλες οι δομές κατάρτισης να κάνουν καλά τη δουλειά τους, διαφορετικά κανείς από τους υποψήφιους καταρτισμένους δεν θα τους επιλέγουν στο μέλλον εφόσον το βασικό κριτήριο θα είναι η τελική επιτυχία στην απόκτηση πιστοποιητικού γνώσης το οποίο και θα μπορεί να του εξασφαλίσει μια θέση στην αγορά εργασίας.