Ας ξεκινήσουμε με τις καλές ειδήσεις, για να πάρουμε και λιγο θάρρος, μέσα στην ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο που διέρχεται η χώρα. Η Κομισιόν έδωσε την έγκρισή της για την εκταμίευση της δόσης των 767 εκατ. ευρώ, καθώς η 8η αξιολόγηση, στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, ολοκληρώθηκε ομαλά. Αυτό σημαίνει ότι η ρευστότητα του Ελληνικού Δημοσίου ενισχύεται περαιτέρω, την ώρα μάλιστα που η οικονομία χρειάζεται κάθε δυνατό μέτρο στήριξης, για να ανταπεξέλθει του δεύτερου κύματος της πανδημίας.
Σύμφωνα και με την σχετική έκθεση της Επιτροπής, η κυβέρνηση έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα για την επίτευξη των συμφωνημένων δεσμεύσεων, επιφέροντας μια σειρά θεμελιωδών μεταρρυθμίσεων, παρά τις αντίξοες συνθήκες οι οποίες είναι συνέπεια της κρίσης του κορονοϊού, αναφέρει η όγδοη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα. Ειδικότερα, παρά το γεγονός ότι η πανδημία κορονοϊού οδήγησε σε διακοπή, στο πρώτο εξάμηνο του έτους, ορισμένων μεταρρυθμίσεων ενόψει της ανάγκης αντιμετώπισης πιο άμεσων προτεραιοτήτων, οι ελληνικές αρχές κατάφεραν να ξαναρχίσουν τις εργασίες για τις δεσμεύσεις, τους τελευταίους μήνες και πραγματοποίησαν ορισμένες θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις, σημειώνει στην έκθεση η Κομισιόν.
Επιπλέον, παρά την πρόσφατη αύξηση των κρουσμάτων κορονοϊού, η Ελλάδα έχει καταφέρει έως σήμερα να περιορίσει συγκριτικά καλά την εξάπλωσή του, χάρη και στην έγκαιρη αντίδραση σε περιφέρειες που έχουν αυξημένο αριθμό νέων κρουσμάτων. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η κυβέρνηση ενισχύει την ετοιμότητα του συστήματος υγείας και αυξάνει την ικανότητα πραγματοποίησης τεστ, ενώ ταυτόχρονα διευρύνουν και προσαρμόζουν το σύνολο των δημοσιονομικών μέτρων και των μέτρων ρευστότητα, βοηθώντας φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις που έχουν επηρεαστεί από την πανδημία. Τα μέτρα αυτά, σύμφων με την Κομισιόν, θα βοηθήσουν στην άμβλυνση του κοινωνικού και οικονομικού κόστους της πανδημίας.
Από την άλλη, στην έκθεση της Επιτροπής σημειώνεται ότι, η ελληνική οικονομία αναμένεται να έχει μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις στην Ε.Ε. όσον αφορά την οικονομική δραστηριότητα, λόγω της μεγάλης έκθεσής της στον τουρισμό και του μεγάλου ποσοστού μικρών επιχειρήσεων. Το εθνικό lockdown τριών εβδομάδων που ανακοινώθηκε στις 5 Νοεμβρίου και η ενδεχόμενη παράτασή του, ανάλογα με την εξέλιξη τη πανδημίας, θα μπορούσε να εξασθενίσει τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές περισσότερο από ότι εικάζεται σήμερα.
Τέλος, η Κομισιόν επισημαίνει ότι, δεδομένου του επιπέδου του δημόσιου χρέους της Ελλάδας πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19, είναι σημαντικό για την Ελλάδα να διασφαλίσει ότι, όταν λαμβάνει υποστηρικτικά δημοσιονομικά μέτρα, διατηρείται η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Η Ελλάδα καλείται να επανεξετάζει τακτικά τη χρήση, την αποτελεσματικότητα και την επάρκεια των μέτρων στήριξης και να είναι έτοιμη να τα προσαρμόσει ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Άλλωστε, μια περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης στον τομέα της υγείας θα μπορούσε να προκαλέσει την ανάγκη για πρόσθετα μέτρα τα οποία θα πρέπει να είναι τόσο στοχευμένα όσο και προσωρινά για να περιορίσουν τις επιπτώσεις και να ενισχύσουν την ανάκαμψη το 2021.
Σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις της για τα βασικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, η Επιτροπή εκτιμά ύφεση της ελληνικής οικονομίας 9% το 2020 και ανάκαμψη 5% το 2021 και 3,5% το 2022.Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί από 180,5% του ΑΕΠ το 2019 σε πάνω από 207% του ΑΕΠ το 2020, και επαναφορά σε τροχιά μείωσης από το 2021.Η Κομισιόν επίσης προβλέπει δημόσιο έλλειμμα 3,6% του ΑΕΠ το 2021, το οποίο θα μειωθεί δραστικά στο 0,8% του ΑΕΠ το 2022, και επιστροφή σε πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ την περίοδο 2023-2060.
 
Από τα καλά νέα στα ανησυχητικα δεδομένα!
Την ίδια ώρα πάντως, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να μετρά τις “πληγές” της από την “επέλαση” της πανδημίας, την επιβολή του δεύτερου lockdown. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, ακόμη και το 3ο τρίμηνο (Ιούλιος – Σεπτέμβριος), οπότε και “ανοιξε” η οικονομία μετά την πρώτη πανεθνική καραντίνα, το τίμημα που πλήρωσαν οι επιχειρήσεις ήταν ιδιαίτερα βαρύ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, για το σύνολο των επιχειρήσεων και των δραστηριοτήτων της οικονομίας, ο κύκλος εργασιών το τρίτο τρίμηνο 2020 ανήλθε σε 69.807.414 χιλ. ευρώ σημειώνοντας μείωση 15,8% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο 2019, που είχε ανέλθει σε 82.914.982 χιλ. ευρώ. Τη μεγαλύτερη μείωση στον κύκλο εργασιών κατά 50,4%, μεταξύ του τρίτου τριμήνου 2020 και του τρίτου τριμήνου 2019 παρουσίασαν οι επιχειρήσεις του τομέα Δραστηριότητες Υπηρεσιών Παροχής Καταλύματος και Υπηρεσιών Εστίασης.
Για τις 205.984 επιχειρήσεις που τέθηκαν σε αναστολή λειτουργίας τον Μάρτιο 2020, ο κύκλος εργασιών το τρίτο τρίμηνο 2020 ανήλθε σε 7.102.002 χιλ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση 33,1% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο 2019, που είχε ανέλθει σε 10.610.210 χιλ. ευρώ. Τη μεγαλύτερη μείωση στον κύκλο εργασιών κατά 61,6%, μεταξύ του τρίτου τριμήνου 2020 και του τρίτου τριμήνου 2019 παρουσίασαν οι επιχειρήσεις του κλάδου των Καταλυμάτων και του κλάδου της Παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, βίντεο και τηλεοπτικών προγραμμάτων, ηχογραφήσεων και μουσικών εκδόσεων.
Την ίδια ώρα, το δεύτερο lockdown είναι βέβαιο ότι θα διευρύνει τις οικονομικές απώλειες για επιχειρήσεις και εργαζόμενους. Σύμφωνα με κάποιες προκαταρκτικές εκτιμήσεις, και μεβάση την εμπειρία της περασμένης άνοιξης, το νέο lockdown θα κοστίσει πάνω από 4,9 δισ. ευρώ στον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων, σχεδόν 1,3 δισ. ευρώ στα εισοδήματα των νοικοκυριών, και 5,1 – 5,5 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ συνολικά. Παράλληλα, θα επηρεαστούν πάνω από 50.000 θέσεις εργασίας, κυρίως στο εμπόριο και στην εστίαση.
Αυτή η εξέλιξη, αναγκάζει την κυβέρνηση να λάβει πρόσθετα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης, για να περιορίσει τη ζημιά στην ελληνική οικονομία. Ήδη το δημοσιονομικό κόστος, λόγω του δεύτερου κύματος της πανδημίας, αυξάνεται κατά 5,6 δισ. ευρώ, με την απώλεια εσόδων να εκτιμάται πάνω από 1-1,5 δισ. ευρώ. Συνολικά εκτιμάται ότι τα κρατικά έσοδα φέτος, λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας και των μέτρων ελάφρυνσης, θα μειωθούν πάνω από 8 δισ. ευρώ.Το κόστος μέτρων στήριξης, μέχρι και το Νοέμβριο, έφτανε τα 26,2 δισ. ευρώ. Με το νέο πακέτο μέρων, αυξάνεται στα 29,5 δισ. ευρώ, και ήδη στο οικονομικό επιτελείο εκτιμούν ότι το συνολικό δημοσιονομικό κόστος θα ξεπεράσει τελικά τα 30 – 32 δισ. ευρώ. 
Φως στο τούνελ υπάρχει;
Σύμφωνα και με την φθινοπωρινή έκθεση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου (ΕΔΣ), και σχετικά με τις εκτιμήσεις για την εξέλιξη του ΑΕΠ το 2020, επισημαίνεται ότι η εκτίμηση του Υπουργείου Οικονομικών για συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2020 κατά 8,2% είναι πιο αισιόδοξη από το δυσμενές σενάριο των προβλέψεων του ΕΔΣ. Υπό αυτό το πρίσμα, το ΕΔΣ διατηρεί τις εκτιμήσεις του για μεγάλη πτώση του ΑΕΠ το 2020, η οποία μπορεί να ξεπεράσει τελικά το 9,8% που είχε αρχικά εκτιμηθεί στο δυσμενές σενάριο. Επιπλέον, μολονότι, είναι νωρίς να εκτιμηθεί η πρόσθετη επιβάρυνση που θα προκαλέσουν στην οικονομία τα νέα μέτρα, είναι πλέον σαφές ότι πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο πως η ύφεση κατά το έτος 2020 θα είναι βαθύτερη από 8,2% που εκτιμάει το Υπουργείο Οικονομικών και θα επηρεάσει σημαντικά τις εξελίξεις του επόμενου έτους.
Ως εκ τούτου, η εκτίμηση για πραγματική μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2021 κατά 7,5%, του Υπουργείου Οικονομικών είναι εξαιρετικά αμφίβολή με δεδομένη την έξαρση της πανδημίας στο τελευταίο τετράμηνο του 2020. Οι κύριοι παράγοντες κινδύνου για τις μακροοικονομικές εξελίξεις το 2021 εστιάζουν:

  • Στη χαμηλότερη από όσο προβλεπόταν επίδοση της ελληνικής οικονομίας το 2020
  • Στη συνέχιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας εντός του 2021
  • Σε αβεβαιότητες όσον αφορά την εμπροσθοβαρή απορρόφηση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης Στην ασθενή ανάκαμψη της απασχόλησης και των αμοιβών της μισθωτής εργασίας
  • Στην επιφυλακτική δημοσιονομική πολιτική, όπως έχει καταγραφεί στο προσχέδιο προϋπολογισμού 2021
  • Στην ενδεχόμενη γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή της ΝΑ. Μεσογείου

Σε ότι αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις, το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου το δημοσιονομικό αποτέλεσμα ήταν αρνητικό άνω των 9 δισ. ευρώ, λόγω αύξησης των δαπανών και συρρίκνωσης των εσόδων σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι. Η δημοσιονομική κατάσταση αναμένεται να επιδεινωθεί περαιτέρω μέχρι το τέλος του έτους, λόγω:

  • Των πρόσφατων περιορισμών στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα
  • Των πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης
  • Της καταβολής των αναδρομικών συντάξεων ύψους 1,4 δισ. ευρώ

Συνεπώς είναι πολύ πιθανό το ενδεχόμενο το πρωτογενές έλλειμμα για το 2020 να ξεπεράσει το 6% του ΑΕΠ. Ως συνεπακόλουθο αναμένεται μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους, το οποίο εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί το 2020 άνω του 200% του ΑΕΠ. Δεδομένου ότι το 2021 η δημοσιονομική πολιτική θα περιλαμβάνει παρεμβάσεις με στόχο τον περιορισμό της ύφεσης («επιβαρύνσεις» στον προϋπολογισμό) ύψους 2,7 δισ. ευρώ, η προβλεπόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων μπορεί να αποδοθεί σε δύο πηγές:
(α) στην ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας,
(β) στην σταδιακή αποπληρωμή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων του 2020 οι οποίες είχαν ανασταλεί στα πλαίσια των εκτατών κυβερνητικών μέτρων στήριξης της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της υγειονομικής κρίσης. Ωστόσο, το σενάριο του Υπουργείου Οικονομικών για γενικό και πρωτογενές έλλειμμα της τάξης αντιστοίχως του 3,7% και 1,1% του ΑΕΠ στηρίζεται σε υποθέσεις, οι οποίες ενέχουν υψηλή αβεβαιότητα. Σύμφωνα με το ΕΔΣ, δύο καθοριστικοί παράγοντες που θα επηρεάσουν τη δημοσιονομική κατάσταση της οικονομίας είναι:
α) το τελικό ύψος της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ,
β) η εξέλιξη του υγειονομικού προβλήματος. Στην περίπτωση που η πρόβλεψη για αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ το 2021 κατά 8,5%, δεν υλοποιηθεί, ενώ παράλληλα οι επιπτώσεις της πανδημίας διατηρηθούν μετά το πρώτο τρίμηνο του 2021, θα απαιτηθούν νέα δημοσιονομικά μέτρα. Σε αυτό το πολύ πιθανό σενάριο το δημοσιονομικό αποτέλεσμα το 2021 θα επιδεινωθεί σημαντικά σε σχέση με την εκτίμηση του Υπουργείου Οικονομικών.
 
“Πανάκεια” το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης;
 
Η κυβέρνηση πάντως ποντάρει πολλά στους ευρωπαϊκούς πόρους που αναμένεται να εισρεύσουν στη χώρα μέσα στο 2021, και εκτιμάται ότι θα συμβάλουν σημαντικά στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Η αποτελεσματική αξιοποίηση των κεφαλαίων, ειδικά του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, αποτελεί μοναδική ευκαιρία για τη χώρα μας, όχι μόνο για να στηριχτεί η οικονομία μετά την τεράστια ζημία που προκάλεσε η πανδημική κρίση αλλά και για να προσαρμοστεί, με ταχύ ρυθμό, στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται.
Σύμφωνα και με σχετική ανάλυση της Alpha Bank, το μεγαλύτερο μέρος του πακέτου βοήθειας θα κατανεμηθεί στις χώρες υπό τη μορφή επιχορηγήσεων και συγκεκριμένα 312,5 δισ. ευρώ, μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (“European Recovery and Resilience Facility”-RRF), του οποίου κύριος στόχος είναι η στήριξη των οικονομιών της ΕΕ-27, μετά τις απώλειες που έχουν υποστεί εντός του τρέχοντος έτους, εξαιτίας της πανδημίας COVID-19. Επιπρόσθετα, 71,9 δισ.ευρώ επιχορηγήσεων θα εκταμιευτούν στο πλαίσιο υφιστάμενων προγραμμάτων, 360 δισ. ευρώ αναμένεται να λάβουν τα κράτη-μέλη με τη μορφή δανείων, ενώ ένα μικρό μέρος μέχρι τη συμπλήρωση των 750 δισ. ευρώ (περί τα 5,6 δισ. ευρώ ) θα δοθεί υπό τη μορφή εγγυήσεων. Η εκταμίευση των ποσών στο πλαίσιο του προγράμματος “Next Generation EU”, προς τις χώρες της ΕΕ-27, αναμένεται να ξεκινήσει εντός του δευτέρου εξαμήνου του 2021, ενώ ο στόχος είναι το πρόγραμμα να είναι εμπροσθοβαρές.
Το ποσοστό των επιχορηγήσεων ως προς το ΑΕΠ του τρέχοντος έτους (εκτίμηση), που θα λάβει η Ελλάδα, είναι το τρίτο υψηλότερο μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών (10,3%), ενώ υπερβαίνει σημαντικά το μέσο όρο της ΕΕ-27 (3,1%). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου αλλά και της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες αντιμετωπίζουν εντονότερα τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης και θεωρούνται πιο αδύναμες, αναμένεται να επιδοτηθούν περισσότερο, στο πλαίσιο του προγράμματος, τόσο σε όρους επιχορηγήσεων, όσο και σε όρους δανείων. Από κει και πέρα, η σωρευτική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας που προβλέπεται για τα έτη 2021-2027, η οποία αναμένεται να προκύψει ως αποτέλεσμα των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, υπολογίζεται σε 22,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ 2020 (εκτίμηση που συμπεριλαμβάνει τις άμεσες, έμμεσες και δευτερεύουσες επιδράσεις).
Η εν λόγω εκτιμώμενη αύξηση αναμένεται να είναι η υψηλότερη μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27. Υπολογίζοντας την αναγωγή σε επίπεδο έτους, για το διάστημα 2021-2027, η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ στη χώρα μας, λόγω του προγράμματος “Next Generation EU” (NGEU), εκτιμάται, ceteris paribus, σε 3,2% του ΑΕΠ 2020. Σημειώνεται ότι ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών της ΕΕ-27 προσεγγίζει την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μέση ετήσια αύξηση 2%, ενώ η εκτίμηση για την Ελλάδα είναι περισσότερο αισιόδοξη.
Η άνοδος του ΑΕΠ στις οικονομικά ασθενέστερες χώρες που αναμένεται να λάβουν και τις υψηλότερες επιχορηγήσεις (ως ποσοστό του ΑΕΠ) θα είναι συγκριτικά εντονότερη και θα προέλθει κυρίως από τις αναπτυξιακές δράσεις που θα υιοθετήσουν οι εν λόγω χώρες (άμεσες επιδράσεις). Αντίθετα, στις πιο ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες που επιδοτούνται συγκριτικά λιγότερο στο πλαίσιο του προγράμματος, η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι σχετικά ηπιότερη, ενώ προβλέπεται να προέλθει, πρωτίστως, ως αποτέλεσμα των spillover effects, δηλαδή μέσω της ανόδου των εξαγωγών τους.
Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στο παραγωγικό μοντέλο των χωρών της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, με τη ζήτηση για τα εξαγωγικά κεφαλαιουχικά αγαθά των χωρών αυτών να αναμένεται να είναι αυξημένη. Η ταυτόχρονη ανάληψη αναπτυξιακών δράσεων από τις χώρες της ΕΕ-27 θα είναι καθοριστικής σημασίας καθώς τα οφέλη πολλαπλασιάζονται μέσω της αλληλεπίδρασης των οικονομιών. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, σύμφωνα με το δυσμενέστερο σενάριο, το οποίο λαμβάνει υπόψη μόνο τις άμεσες επιδράσεις των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και όχι τις έμμεσες και τις δευτερεύουσες, η αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδας υπολογίζεται σε 7,7% συνολικά για την επταετία 2021-2027, ή 1,1% ετησίως (ποσοστό του ΑΕΠ 2020).
Του Σπύρου Σταθάκη