Η Metlen γίνεται η πρώτη ελληνικών συμφερόντων επιχείρηση που εντάσσεται στον εμβληματικό δείκτη FTSE-100 του Λονδίνου, διαπραγματευόμενη μάλιστα σε ευρώ. Από τη Δευτέρα, η πολυεθνική του Ευάγγελου Μυτιληναίου αποκτά ξεχωριστή θέση στη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αγορά της Ευρώπης, προσελκύοντας ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον των διεθνών θεσμικών επενδυτών.
Η είσοδος στον δείκτη έρχεται μόλις ενάμιση μήνα μετά την πρωτογενή εισαγωγή της μετοχής στο London Stock Exchange. Με χρηματιστηριακή αξία 7,2 δισ. ευρώ, η Metlen κατατάσσεται στην 70ή θέση του FTSE-100, επιβεβαιώνοντας την εντυπωσιακή αναβάθμιση και αναγνωρισιμότητά της.
Κατά το rebalancing της Παρασκευής διακινήθηκαν στο Λονδίνο πάνω από 5,5 εκατ. μετοχές, αξίας 279,3 εκατ. ευρώ, μέσω παθητικών funds που ακολουθούν τον δείκτη. Στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ο όγκος ανήλθε σε 431.927 μετοχές (20 εκατ. ευρώ), με τη μετοχή να κλείνει στα 50,5 ευρώ (-1,27%).
Η ζήτηση από index funds και ενεργούς διαχειριστές αναμένεται να συνεχιστεί, καθώς το επενδυτικό ενδιαφέρον παραμένει ισχυρό. Από την εισαγωγή στο Λονδίνο στις 4 Αυγούστου, η μετοχή έχει ενισχυθεί κατά 6,65%, ενώ από την αρχή του 2025 τα κέρδη φθάνουν το 50%, κατατάσσοντάς την στις κορυφαίες του FTSE-100.
Η παράλληλη διαπραγμάτευση σε Λονδίνο και Αθήνα έχει αυξήσει κατακόρυφα τη δραστηριότητα: η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών ανέβηκε στα 20 εκατ. ευρώ, αυξημένη κατά 57% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του έτους. Σήμερα, περίπου το 62% του τζίρου πραγματοποιείται στην Αθήνα και το 38% στο Λονδίνο, αν και το ποσοστό της βρετανικής αγοράς ανεβαίνει σταδιακά και αναμένεται να υπερισχύσει μακροπρόθεσμα.
Οι προοπτικές για τη μετοχή παραμένουν ιδιαίτερα θετικές. Η Morgan Stanley τοποθετεί την τιμή-στόχο στα 66 ευρώ (+31%), με πιθανό σενάριο ανόδου έως τα 85 ευρώ (+69%). Η Alpha Finance ανεβάζει τον πήχη στα 71 ευρώ έως τα τέλη του 2026, προβλέποντας EBITDA άνω των 2 δισ. ευρώ το 2028 και κεφαλαιοποίηση άνω των 10 δισ. ευρώ.
Η ένταξη στον FTSE-100 αποτελεί για τη Metlen όχι μόνο επιβράβευση της μέχρι τώρα πορείας, αλλά και εφαλτήριο για περαιτέρω διεθνή ανάπτυξη, εδραιώνοντας το αφήγημά της ως καθετοποιημένης «πράσινης» ενεργειακής και μεταλλουργικής δύναμης.