Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν πλέον την Ελλάδα ως κομβικό κρίκο στη νέα ενεργειακή αρχιτεκτονική της Νοτιοανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης, στηρίζοντας έμπρακτα την ενίσχυση των υποδομών LNG τόσο εντός της χώρας όσο και κατά μήκος του Κάθετου Διαδρόμου. Σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση για το ποιες νέες υποδομές χρειάζονται, ποια projects μπορούν να «σταθούν» εμπορικά και ποιοι παίκτες θα κυριαρχήσουν στην επόμενη φάση της αγοράς παραμένει ανοιχτή.
Στην καρδιά του σχεδιασμού βρίσκεται η απρόσκοπτη διοχέτευση αμερικανικού LNG προς αγορές που καλούνται στα επόμενα χρόνια να αντικαταστήσουν οριστικά το ρωσικό φυσικό αέριο. Το ενδιαφέρον για τα ελληνικά FSRU έχει ήδη μεταφραστεί σε έναν σιωπηρό αλλά έντονο ανταγωνισμό, με ενεργειακούς ομίλους, διυλιστήρια, κατασκευαστικές εταιρείες, εφοπλιστές και διεθνή κεφάλαια να ζυγίζουν αποδόσεις, κόστος και ρίσκο. Το στοίχημα, άλλωστε, δεν είναι ποιος θα ανακοινώσει ένα νέο έργο, αλλά ποιος θα το υλοποιήσει και θα το στηρίξει σε βάθος χρόνου, σε μια συγκυρία όπου –όπως σχολιάστηκε χαρακτηριστικά σε πρόσφατες τοποθετήσεις του Δημήτρη Κοπελούζου– όσοι παίρνουν το ρίσκο νέων τερματικών αντιμετωπίζονται σχεδόν ως «εθνικοί ευεργέτες».
Τα ελληνικά projects και οι «υποψηφιότητες» FSRU
Πιο ώριμη από πλευράς εξέλιξης εμφανίζεται η υποψηφιότητα του ομίλου Κοπελούζου, μέσω της Gastrade και στρατηγικών εταίρων (GasLog, ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ, Bulgartransgaz), για ένα δεύτερο FSRU στο Θρακικό Πέλαγος, δυναμικότητας περίπου 6 δισ. κ.μ. ετησίως. Βασικό πλεονέκτημα αποτελεί η εμπειρία από το ήδη λειτουργούν τερματικό της Αλεξανδρούπολης, όπου σημαντικό μέρος της δυναμικότητας παραμένει δεσμευμένο ακόμη και μετά το 2030.
Παράλληλα, στο τραπέζι βρίσκεται το έργο «Διώρυγα Gas» της Motor Oil, το οποίο έχει περάσει από market test, αλλά παραμένει σε αναμονή ως προς τη χρηματοδότηση. Στη λίστα προστίθενται ακόμη δύο projects: το FSRU της Enerwave στη Θεσσαλονίκη (πρώην Elpedison), με άδεια από το 2022 αλλά χωρίς οριστικές αποφάσεις των μετόχων, και το Argo FSRU της Mediterranean Gas, σχέδιο που υποστηρίζεται από τον εφοπλιστή Δράγνη. Το αποτέλεσμα είναι ένα περιβάλλον με περισσότερες υποψηφιότητες από όσες μπορεί εύκολα να απορροφήσει η αγορά.
Την εικόνα περιπλέκει επιπλέον το όψιμο ενδιαφέρον της αμερικανικής αναπτυξιακής τράπεζας DFC, η οποία –σύμφωνα με τις σχετικές συζητήσεις– φέρεται να εξετάζει είτε χρηματοδότηση είτε ακόμη και μετοχική σύμπραξη σε επιλεγμένα έργα.
Τα όρια της εγχώριας αγοράς και η ανάγκη για εξαγωγές
Σήμερα, η Ελλάδα διαθέτει δύο βασικές πύλες LNG: τη Ρεβυθούσα και το FSRU της Αλεξανδρούπολης. Η συνολική δυναμικότητα επαναεριοποίησης των δύο υποδομών αντιστοιχεί σε περίπου 148 τεραβατώρες ετησίως ή περίπου 35 εκατ. κ.μ. φυσικού αερίου ημερησίως. Η δυναμικότητα αυτή καλύπτει τις εγχώριες ανάγκες και επιτρέπει εξαγωγές, δεν δημιουργεί όμως πλεόνασμα που να καθιστά αυτονόητη την ανάπτυξη πολλαπλών νέων τερματικών.
Η ελληνική κατανάλωση παραμένει περιορισμένη, τα τελευταία χρόνια κάτω από 7 δισ. κ.μ. ετησίως. Αυτό σημαίνει ότι κάθε νέο FSRU δεν μπορεί να «πατήσει» στην εσωτερική αγορά και εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τις ροές εξαγωγών προς τη Νοτιοανατολική και την Κεντρική Ευρώπη.
Σε επίπεδο περιοχής, οι χώρες κατά μήκος του Κάθετου Διαδρόμου (Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Μολδαβία, Ουκρανία) κατανάλωσαν πέρσι συνολικά περίπου 51 δισ. κ.μ., εκ των οποίων περίπου 17 δισ. κ.μ. εξακολουθούσαν να προέρχονται από τη Ρωσία. Με βάση τους ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς, το ρωσικό αέριο αναμένεται να εκλείψει από την περιοχή μετά το 2028, δημιουργώντας ένα θεωρητικό κενό που μπορεί να φτάσει τα 30 δισ. κ.μ..
Οι προβλέψεις των Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς δείχνουν ότι έως το 2030 η συνολική κατανάλωση μπορεί να αυξηθεί στα 68 δισ. κ.μ., κυρίως λόγω απόσυρσης ανθρακικών μονάδων στα Βαλκάνια και αντικατάστασής τους από μονάδες φυσικού αερίου. Ωστόσο, η ύπαρξη ζήτησης δεν συνεπάγεται αυτόματα και εμπορική βιωσιμότητα νέων υποδομών LNG, καθώς πολλές αγορές παραμένουν επιφυλακτικές απέναντι σε μακροχρόνιες δεσμεύσεις.
Κάθετος Διάδρομος: κόστος, ταρίφες και νέα task force
Η εμπειρία του πρώτου FSRU της Αλεξανδρούπολης δεν μπορεί να επαναληφθεί με τους ίδιους όρους: το έργο κόστισε περίπου 489 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 226 εκατ. καλύφθηκαν από κοινοτική επιδότηση. Σήμερα, ένα νέο πλωτό τερματικό αντίστοιχης κλίμακας μπορεί να απαιτήσει επένδυση έως 650 εκατ. ευρώ, χωρίς την προσδοκία ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, καθώς η Ε.Ε. δεν στηρίζει πλέον έργα φυσικού αερίου.
Κρίσιμο ζήτημα είναι επίσης το συνολικό κόστος μεταφοράς του LNG προς τις αγορές-στόχους. Όπως έχει επισημανθεί, οι ταρίφες διαμετακόμισης στον Κάθετο Διάδρομο παραμένουν υψηλές σε σύγκριση με εναλλακτικές οδεύσεις, επιβαρύνοντας το τελικό κόστος και περιορίζοντας την ανταγωνιστικότητα του LNG που εισέρχεται μέσω Ελλάδας. Το θέμα έχει φτάσει και σε επίπεδο διεθνών επαφών, απασχολώντας και τον αμερικανικό παράγοντα.
Στο πλαίσιο αυτό, έχει δρομολογηθεί ειδική task force, η οποία συνεδρίασε εντός Δεκεμβρίου, με στόχο τη διευκόλυνση τόσο των ρυθμιστικών όσο και των εμπορικών πρακτικών κατά μήκος του Κάθετου Διαδρόμου, ώστε να μειωθούν τα εμπόδια και να γίνει πιο ανταγωνιστική η μεταφορά LNG προς τη Νοτιοανατολική και την Κεντρική Ευρώπη.
Το μήνυμα Εξάρχου και η είσοδος της Aktor
Στο «κλαμπ» των υποψηφιοτήτων για έργα και υποδομές LNG έχει προστεθεί το τελευταίο διάστημα και η Aktor. Ο επικεφαλής της εταιρείας, Αλέξανδρος Εξάρχου, ο οποίος έχει συνάψει το πρώτο 20ετές συμβόλαιο στην Ε.Ε. για αμερικανικό LNG σε συμμαχία με τη ΔΕΠΑ Εμπορίας, έχει δηλώσει ότι ο όμιλος εξετάζει πλέον πιο ενεργά ευκαιρίες στην ενέργεια, χωρίς να αποκλείει συμμετοχή σε έργα ή και σε πλοία μεταφοράς LNG. Ταυτόχρονα, έχει καταστήσει σαφές ότι οποιαδήποτε εμπλοκή θα εξαρτηθεί από το ποιο project θα προχωρήσει, πότε και με ποιους όρους, αποτυπώνοντας τη γενικότερη επιφυλακτικότητα της αγοράς απέναντι σε βεβιασμένες κινήσεις.
Ο παράγοντας «Τουρκία» ως ανταγωνιστικός πόλος
Στο ευρύτερο γεωπολιτικό σκηνικό, η Τουρκία αποτελεί έναν υπολογίσιμο ανταγωνιστικό πόλο. Διαθέτει πέντε τερματικά LNG και σχεδιάζει την προσθήκη άλλων δύο, ανεβάζοντας τη συνολική της δυναμικότητα σε επίπεδα περίπου τετραπλάσια των ελληνικών. Η ικανότητα επαναεριοποίησης των τουρκικών υποδομών αντιστοιχεί σε περίπου 625 τεραβατώρες ετησίως, έναντι 148 τεραβατωρών των ελληνικών.
Η φιλοδοξία της Άγκυρας να αποκτήσει ακόμη και μετοχική παρουσία σε κοιτάσματα φυσικού αερίου στις ΗΠΑ ενισχύει τη θέση της, επιτρέποντάς της να κινείται επιθετικότερα στο επίπεδο του κόστους. Για τις ίδιες αγορές που στοχεύει και η Ελλάδα, η τουρκική επιλογή λειτουργεί ως εναλλακτική διαδρομή που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Διαβάστε ακόμη:
- Αγορές: O απολογισμός του 2025, οι προοπτικές του 2026 και επενδυτικές επιλογές της νέας χρονιάς
- Ποια πρόσωπα θα μείνουν αμετακίνητα στα υπουργεία τους στον επόμενο ανασχηματισμό
- Εισηγήσεις στον Αλέξη Τσίπρα να μεταθέσει την ίδρυση του κόμματος για μετά τις εκλογές
- Η τσάντα που νίκησε τον χρυσό: Το μυθικό φαινόμενο Birkin