Πρώτα ήταν το μεταφορικό κόστος, οι πρώτες ύλες και τα τελικά προϊόντα από Ασία που άρχισαν να δημιουργούν πληθωριστικές πιέσεις από το δεύτερο ήμισυ του 2021, απόρροια της απότομης ζήτησης και της επανεκκίνησης της παγκόσμιας οικονομίας μετά την υποχρεωτική παύση που είχε επιφέρει η πανδημία του κορωνοϊού.
Πριν καλά καλά ξεκινήσει η αποκλιμάκωση των τιμών σε αυτές τις υπηρεσίες και τα αγαθά εκδηλώθηκε η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία στα τέλη Φεβρουαρίου 2022, προκαλώντας ντόμινο ανατιμήσεων στην ενέργεια, στα τρόφιμα, στις μεταφορές. Ακόμη και όταν οι τιμές στην ενέργεια αποκλιμακώθηκαν, οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα και σε σειρά άλλων βασικών καταναλωτικών ειδών συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση, αποτελώντας την κύρια αιτία της επιμονής του πληθωρισμού στην Ελλάδα.
Τους τελευταίους μήνες είναι οι υπηρεσίες κυρίως που διατηρούν σε υψηλά επίπεδα τον πληθωρισμό, καθώς στην ενέργεια οι τιμές είναι σε χαμηλότερα επίπεδα από πέρυσι, ενώ και στα τρόφιμα καταγράφονται πολύ μικρότεροι ρυθμοί αύξησης των τιμών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις για τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή που ανακοίνωσε η Eurostat την Πέμπτη, αυτός διαμορφώθηκε τον Οκτώβριο σε 3,2% στην Ελλάδα (από 3,1% τον Σεπτέμβριο) και σε 2% στην Ευρωζώνη, με τον πληθωρισμό των υπηρεσιών να διαμορφώνεται στην Ελλάδα σε 5,5% από 4,4% τον Σεπτέμβριο, όταν στην Ευρωζώνη παρέμεινε στο 3,9%. H διαμόρφωση του υποδείκτη των υπηρεσιών στο 5,5% είναι η υψηλότερη στο δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2024.
Και εάν ο Ηρακλής κατάφερε τελικά να νικήσει τη Λερναία Υδρα καίγοντας τις πληγές από τα κομμένα κεφάλια και θάβοντας στη γη το κεντρικό κεφάλι του μυθικού τέρατος, στην περίπτωση της Ελλάδας ο άθλος της τιθάσευσης του πληθωρισμού φαντάζει πολύ πιο δύσκολος. ∆εν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι χαμηλό πληθωρισμό ή ακόμη και αρνητικό πληθωρισμό είχε η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια μόνο την προηγούμενη δεκαετία, συνεπεία της βαθιάς ύφεσης και κατά την περίοδο της πανδημίας, λόγω ακριβώς της περιορισμένης οικονομικής δραστηριότητας και ζήτησης. «Λύσεις» που ουδείς φυσικά επιθυμεί για τη «θεραπεία» του πληθωρισμού.
Τα στοιχεία δείχνουν επίσης κάτι ακόμη πιο ανησυχητικό: ακόμη και εάν οι τιμές των τροφίμων υποχωρήσουν διότι θα είναι φέτος μεγαλύτερη η παραγωγή ελαιολάδου ή του ρυζιού στο Βιετνάμ, των σιτηρών στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και του καφέ στη Βραζιλία και ούτε θα γίνει το μεγάλο «μπαμ» στη Μέση Ανατολή για να εκτιναχθούν οι τιμές του πετρελαίου, ο δομικός πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός στην Ελλάδα. Κι αυτό διότι παραμένει υψηλή η εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενες πρώτες και δεύτερες ύλες, χαμηλή η παραγωγικότητα, ενώ ειδικά σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες, οι οποίες περιλαμβάνονται στον δομικό πληθωρισμό, υπάρχουν δύο ακόμη παράμετροι: ο περιορισμένος ανταγωνισμός σε ορισμένους κλάδους, η υψηλή εποχική ζήτηση σε κάποιους άλλους, όπως ο τουρισμός και η εστίαση, αλλά και η υψηλή, ανεξαρτήτως εποχής, ζήτηση, όπως συμβαίνει με τα ακίνητα.
Καθοριστικό ρόλο, ειδικά για τον κλάδο των υπηρεσιών, διαδραματίζει και το γεγονός ότι η Ελλάδα στη διετία της πανδημίας ήταν η μοναδική χώρα στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε. με σταθερά αρνητικό πληθωρισμό υπηρεσιών από τον Μάιο του 2020 έως και τον Αύγουστο του 2021, όπως επισημαίνει μιλώντας στην «Καθημερινή της Κυριακής» o κ. Παναγιώτης Καπόπουλος, επικεφαλής οικονομολόγος της Alpha Bank.
Αν και έχουν περάσει τρία και πλέον χρόνια από την πλήρη επαναλειτουργία της οικονομίας μετά την πανδημία, περίοδος κατά την οποία θα ανέμενε εύλογα κάποιος να έχουν γίνει οι ανατιμήσεις που δικαιολογούνται από την αυξημένη ζήτηση –για παράδειγμα λόγω της παγκόσμιας αύξησης της τάσης για ταξίδια– και να γίνουν στη συνέχεια και οι απαραίτητες διορθώσεις, αυτό σε μεγάλο βαθμό δεν έχει συμβεί. «Σε κάθε ενεργειακή κρίση, οι επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται το pricing power (σ.σ. ισχύς που έχουν ώστε η αύξηση της τιμής να μην επηρεάζει αρνητικά τη ζήτηση) που έχουν και τείνουν να δοκιμάζουν τις αντοχές της ζήτησης και των καταναλωτών», υποστηρίζει ο κ. Καπόπουλος.
Σημαντική επίσης αιτία για την επιμονή γενικώς του πληθωρισμού και του πληθωρισμού των υπηρεσιών ειδικότερα αποτελεί το γεγονός ότι η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία μάλιστα έχει αυξηθεί το τελευταίο διάστημα, αποτελεί το 70% του ΑΕΠ της χώρας. Οι αυξήσεις στους μισθούς εκτιμάται ότι θα ενισχύσουν περαιτέρω τη ζήτηση και την ιδιωτική κατανάλωση, ενώ όσες αφορούν κλάδους με χαμηλή παραγωγικότητα –που είναι αυτή τη στιγμή η πλειονότητα– θα ενισχύσουν και τον πληθωρισμό.