«Το καθήκον που αντιμετωπίζουμε τώρα είναι να οικοδομήσουμε πάνω στα θεμέλια που έχουμε θέσει τα τελευταία δύο χρόνια και να ενσωματώσουμε τα μαθήματα που έχουμε μάθει. Εάν το κάνουμε, μπορούμε να μετατρέψουμε τα επιτεύγματά μας σε διαρκή πρόοδο για την Ευρώπη» υπογράμμισε μεταξύ άλλων η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας στη Διάσκεψη των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων (COSAC).
Η κ. Λαγκάρντ ξεκίνησε την τοποθέτησή της κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στον εκλιπόντα Νταβίντ Σασόλι: «Όπως όλοι όσοι τον γνώρισαν, λυπήθηκα βαθιά για την απώλειά του και θα ήθελα να τον θυμάμαι με τα λόγια που είπε στην εναρκτήρια ομιλία του ως Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: «Η Ευρώπη έχει ακόμα πολλά να πει εάν μπορούμε όλοι να μιλήσουμε με μια φωνή».
Η δέσμευσή του στην Ευρώπη και σε όλους τους Ευρωπαίους θα λείψει πολύ», τόνισε.
Εν συνεχεία επικαλέστηκε τα λόγια του Φρανσουά Μιτεράν πριν από 27 χρόνια, ο οποίος είχε πει ότι «όσο περισσότερη Ευρώπη θα υπάρχει, τόσο πιο δημοκρατική πρέπει να είναι αυτή η Ευρώπη και τόσο πιο κοινοβουλευτική».
Και αναφέρθηκε στον Ιανουάριο του 2002, όταν «άνθρωποι σε 12 χώρες της ΕΕ κράτησαν στα χέρια τους ευρώ για πρώτη φορά»: «Τώρα, 20 χρόνια αργότερα, πάνω από 340 εκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιούν μετρητά ευρώ στην καθημερινή τους ζωή και το ενιαίο νόμισμα μας είναι πιο δημοφιλές από ποτέ».
Σύμφωνα με τη κ. Λαγκάρντ η επίτευξη αυτού του στόχου δεν ήταν εύκολη: «Αντιμετωπίσαμε μια σειρά από κρίσεις, που κυμαίνονται από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έως την κρίση του δημόσιου χρέους και την κρίση της πανδημίας. Χρειάστηκε να επανασχεδιάζουμε και να ενισχύσουμε το θεσμικό μας πλαίσιο πολλές φορές στην πορεία. Όμως, παρά τους σκεπτικιστές και ενάντια στις προσδοκίες τους, επικρατήσαμε – και βγαίνουμε από κάθε κρίση πιο δυνατοί».
Η πανδημία
Η επικεφαλής της ΕΚΤ παραδέχθηκε ότι σήμερα, αν και ο αριθμός των κρουσμάτων στην Ευρώπη παραμένει πολύ υψηλός, βγαίνουμε από την επείγουσα φάση της πανδημίας. Κι αυτό οφείλεται στην «αξιοσημείωτη συλλογική μας ανταπόκριση. Αλλά πρέπει να διατηρήσουμε την αίσθηση ενότητας και κατεύθυνσης καθώς προχωράμε στην επόμενη φάση».
Τόνισε μάλιστα ότι παρά το γεγονός ότι η πανδημία ήταν ένα μεγάλο σοκ για τις κοινωνίες και τις οικονομίες, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συνεργάστηκαν και τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά.
«Σκεφτείτε ότι από την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, χρειάστηκαν επτά χρόνια για να επανέλθει το ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ στα προ κρίσης επίπεδα. Σήμερα, αναμένουμε ότι το ΑΕΠ θα υπερβεί το προ πανδημίας επίπεδό του το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Αυτή η διαφορά οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συνδυασμένη πολιτική απάντηση της Ευρώπης».
«Από την πλευρά μας, η ΕΚΤ ξεκίνησε αμέσως μια σειρά έκτακτων μέτρων για τη σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, τη διασφάλιση της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και, ως εκ τούτου, την υπεράσπιση της σταθερότητας των τιμών. Η δέσμευσή μας για τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης παρείχε μια γέφυρα για τη στήριξη επιχειρήσεων, νοικοκυριών και κυβερνήσεων στην άλλη πλευρά της πανδημίας. Παράλληλα, οι ενέργειες των εποπτικών αρχών της ΕΚΤ διασφάλισαν ότι οι τράπεζες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αγωγός για τα μέτρα μας. Μαζί, εκτιμούμε ότι αυτό εξοικονόμισε περισσότερες από ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας».
Και συνέχισε:
«Η νομισματική μας πολιτική πλαισιώθηκε από μια φιλόδοξη απάντηση δημοσιονομικής πολιτικής για τη σταθεροποίηση των θέσεων εργασίας και των εισοδημάτων. Οι κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια παρείχαν άμεση υποστήριξη στους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις. Και έδειξαν ευελιξία και αλληλεγγύη σε επίπεδο ΕΕ: οι δημοσιονομικοί κανόνες και οι κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις ανεστάλησαν προσωρινά και εισήχθησαν νέα κοινά δημοσιονομικά μέσα, ιδίως το Next Generation EU (NGEU)».
Πιο ισχυρή ανάπτυξη
Σύμφωνα με την κ. Λαγκάρντ όλα αυτά έχουν θέσει τις βάσεις για μια ισχυρή ανάκαμψη – πολύ πιο ισχυρή από ό,τι φανταζόμασταν ακόμη και πριν από ένα χρόνο. Παραδέχθηκε ωστόσο ότι εξακολουθεί να υπάρχει ανάγκη για σταθεροποιητική πολιτική καθώς πορευόμαστε για την έξοδο από την πανδημία.
«Το γρήγορο άνοιγμα της οικονομίας οδήγησε σε κατακόρυφες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων, του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας. Οδήγησε επίσης σε αύξηση των τιμών για διαρκή αγαθά και ορισμένες υπηρεσίες, καθώς η ζήτηση υπερβαίνει τον περιορισμό της προσφοράς. Ο ετήσιος πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ έφτασε το 5% τον Δεκέμβριο, με περίπου το ήμισυ να προέρχεται από τις τιμές της ενέργειας», είπε, προσθέτοντας ότι αυτοί οι ίδιοι παράγοντες επιβαρύνουν με τη σειρά τους την ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα, η οποία επιβραδύνθηκε στο τέλος του περασμένου έτους.
Πληθωριστικές πιέσεις
Η κ. Λαγκάρντ επανέλαβε την θέση ότι οι παράγοντες του πληθωρισμού θα υποχωρήσουν κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους.
«Επιτρέψτε μου λοιπόν να επαναλάβω ότι η δέσμευσή μας για τη σταθερότητα των τιμών παραμένει ακλόνητη. Θα λάβουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουμε ότι θα επιτύχουμε τον στόχο μας για τον πληθωρισμό του 2% μεσοπρόθεσμα» διαβεβαίωσε.
«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, στην τελευταία μας συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου, βαθμονομήσαμε εκ νέου τα μέτρα πολιτικής μας, επιτρέποντας τη σταδιακή μείωση του ρυθμού των καθαρών αγορών περιουσιακών στοιχείων μας, μεταβαίνοντας σταδιακά από περίπου 80 δισεκατομμύρια ευρώ το μήνα σε 20 δισεκατομμύρια ευρώ το μήνα κατά τη διάρκεια του 2022».
Το ψηφιακό ευρώ
Η κ. Λαγκάρντ αναφέρθηκε και στο ψηφιακό ευρώ
«Αυτήν τη στιγμή διερευνούμε τα βασικά ζητήματα που θέτει ο σχεδιασμός και η διανομή του. Όταν ολοκληρωθεί αυτή η εργασία, το 2023, τα ενδιαφερόμενα μέρη – συμπεριλαμβανομένων των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – θα πρέπει να αποφασίσουν για τη μελλοντική πορεία. Ένα ψηφιακό ευρώ θα έδινε στους ανθρώπους πρόσβαση σε ένα απλό, ασφαλές και αξιόπιστο μέσο πληρωμής που εκδίδεται από την κεντρική τράπεζα, με δημόσια εγγύηση και καθολικά αποδεκτό σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ».
«Ένα ψηφιακό ευρώ θα παρείχε επίσης νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες και θα λειτουργούσε ως καταλύτης για την τεχνολογική πρόοδο και την καινοτομία: οι ευρωπαίοι μεσάζοντες θα είναι σε θέση να βελτιώσουν τις υπηρεσίες που προσφέρουν στους πελάτες τους και να παραμείνουν ανταγωνιστικοί καθώς νέοι παράγοντες εισέρχονται στο τοπίο πληρωμών. Αυτό θα στηρίξει επίσης τη νομισματική και οικονομική κυριαρχία της Ευρώπης».