Τα συμπτώματα της “ασθένειας” η οποία ταλαιπωρεί την ευρωπαϊκή οικονομία, όσο και τη διάγνωση αυτής και τη θεραπεία της, παρουσίασε σήμερα Δευτέρα στις Βρυξέλλες η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ.
Μιλώντας ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ECON), η πρόεδρος της ΕΚΤ υπογράμμισε ότι ο κόσμος αλλάζει γρήγορα και η Ευρώπη υστερεί. Σύμφωνα με την ίδια, το κενό ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας δεν μπορεί να καλυφθεί παρά μόνο με την περαιτέρω ενοποίηση της Ευρωζώνης, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι διαρθρωτικές της προκλήσεις.
Με τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, ήτοι Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, να βρίσκονται είτε αντιμέτωπες με την ύφεση, είτε με υπερβολικά ελλείμματα, είτε ακόμα και με συνδυασμό αυτών των ζητημάτων και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σε 8 κράτη – μέλη της ΕΕ, η πρόεδρος Λαγκάρντ κάλεσε εκ νέου την Ευρωζώνη να προωθήσει πάραυτα την ένωση κεφαλαιαγορών, τονίζοντας ωστόσο ότι, καίτοι αποτελεί μια απαραίτητη διαδικασία, δεν πρέπει να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση ως πανάκεια για τη “θεραπεία” της ασθενούς ευρωπαϊκής οικονομίας.
“Χρειάζονται σημαντικές προσπάθειες για την ενίσχυση της οικονομικής ανθεκτικότητας της Ευρώπης και την απαλλαγή της οικονομίας μας από τον άνθρακα. Αυτό θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις τα επόμενα χρόνια, οι οποίες πρέπει να προέλθουν τόσο από ιδιωτικές όσο και από δημόσιες πηγές”, υπογράμμισε η πρόεδρος Λαγκάρντ, τονίζοντας επίσης ότι η πρόοδος σε αυτούς τους τομείς, όχι μόνο θα ενισχύσει την ικανότητα της Ευρώπης να αντέχει μελλοντικούς οικονομικούς κραδασμούς, αλλά και θα βοηθήσει την ΕΚΤ να διατηρήσει τη σταθερότητα των τιμών.
Μιλώντας για πρώτη φορά στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΚ) μετά τις Ευρωπαϊκές Εκλογές και πριν ακόμα η επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή περάσει από την κρησάρα του ΕΚ, η Κριστίν Λαγκάρντ υποστήριξε ότι παρόλο που ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη μειώθηκε στο 2,2% τον Αύγουστο του 2024 και αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω τον Σεπτέμβριο, κυρίως λόγω της πτώσης του ενεργειακού κόστους, ενδέχεται να υπάρξει εκ νέου αύξηση το τέταρτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Αναφορικά με την πιθανότητα περαιτέρω μείωσης των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, η πρόεδρος Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι το διοικητικό συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας δεν έχει προαποφασίσει τίποτα και περιμένει να αξιολογήσει εκ νέου τα δεδομένα.
Σύμφωνα με την ίδια, η ένωση κεφαλαιαγορών χρειάζεται άμεσα βήματα. Πρώτον, πρέπει να βελτιωθεί ο τρόπος με τον οποίο αποταμιεύουμε στην Ευρώπη, καθώς το 2022, οι ευρωπαϊκές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ξεπέρασαν το 1,1 τρισεκατομμύριο ευρώ. Ωστόσο, περίπου το ένα τρίτο αυτών των αποταμιεύσεων διατηρείται σε καταθέσεις σε τράπεζες, πολύ περισσότερο από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Σύμφωνα με την πρόεδρο της ΕΚΤ, η κινητοποίηση έστω και μικρού μέρους αυτών των κεφαλαίων και η επένδυσή τους στις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στα 700 δισεκατομμύρια ευρώ που απαιτούνται ετησίως για την επίτευξη των βασικών στρατηγικών στόχων της ΕΕ. Αυτό είναι επίσης πιθανό να προσφέρει καλύτερες μακροπρόθεσμες αποδόσεις για τους πολίτες μας, βελτιώνοντας παράλληλα την πρόσβαση των ευρωπαϊκών εταιρειών σε χρηματοδότηση μέσω της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου. Δεύτερον, η Ευρωζώνη χρειάζεται ένα ενιαίο ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο που θα προωθεί την ολοκλήρωση της κοινής αγοράς και τρίτον, απαιτείται περαιτέρω ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε οι οι κεφαλαιαγορές της ΕΕ να καταστούν περισσότερο ελκυστικές για τους επενδυτές.