Υπάρχουν στιγμές που το παρελθόν μας αγγίζει όχι μέσα από βιβλία ή μνημεία, αλλά μέσα από πρόσωπα που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στο να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη του. Μία τέτοια ξεχωριστή στιγμή ήταν και η συνάντησή μου με τον Κώστα Χ. Χατζιώτη – τον αθηναιογράφο, τον ερευνητή, τον ακούραστο αφηγητή μιας Αθήνας που χάνεται, αλλά δεν ξεχνιέται.
Ο κύριος Χατζιώτης δεν μας διηγείται απλώς την ιστορία της Αθήνας. Μας τη μεταφέρει όπως τη βίωσε, με την ειλικρίνεια ενός ανθρώπου που την αγάπησε βαθιά και την πένθησε όταν άλλαξε. Μέσα από τα λόγια του ζωντανεύει μια πόλη που δεν μετριέται με δρόμους και κτίρια, αλλά με ανθρώπους, εμπειρίες και στιγμές.
Η φωνή του δεν είναι απλώς μια φωνή της ιστορίας – είναι η ίδια η ψυχή της παλιάς Αθήνας.
Σχέση με την Αθήνα και την Ιστορία
-Κύριε Χατζιώτη, πότε νιώσατε για πρώτη φορά ότι θέλετε να αφηγηθείτε την ιστορία της παλιάς Αθήνας;
–Ήμουν μαθητής του Γυμνασίου, όταν ένα πρωινό αντίκρισα δυο από τις ωραιότερες οικοδομές στις γειτονιές να γκρεμίζονται.
Η πρώτη ήταν η βίλα της Τζένης Θεοτόκη, στην οδό Σωκράτους, κτίσμα της Οθωνικής εποχής. Και η δεύτερη, ήταν το πανέμορφο αρχοντικό του Γιώργου Μόσχου, στην Οδό Μάρνης, που αποκαλούσαμε «Ιλίου Μέλαθρο» της Πλατείας Βάθης, καθώς ο Μόσχος ήταν αυτός που είχε χρησιμοποιήσει ο Τσίλλερ όταν έκτισε το πανέμορφο Μέγαρο του Σλήμαν στη λεωφόρο Πανεπιστημίου.
Είχα τότε σκεφθεί, πως έπρεπε οπωσδήποτε, να διασωθεί τουλάχιστον η μνήμη των δυο αυτών, πανέμορφων οικοδομών. Και έτσι άρχισα να αναζητώ στοιχεία και πληροφορίες, όχι μόνο, για τις δυο συγκεκριμένες οικοδομές της γειτονιάς. αλλά γενικότερα, για τα ιστορικά αθηναϊκά κτίρια.
-Ποιο γεγονός ή εικόνα της παιδικής σας ηλικίας στον Άγιο Παύλο σας σημάδεψε περισσότερο;
– Ο Άγιος Παύλος και η γύρω περιοχή, αποτελούσε το κεντρικό σημείο των καθημερινών συναντήσεων μας. Συνήθιζα, λοιπόν, να σταματώ στην οδό Ψαρών, μπροστά στο μεγάλο τυπογραφείο του Παπαδογιάννη, για να παρακολουθήσω τους τυπογράφους που εργάζονταν εκεί.
Θαύμαζα τη δεξιοτεχνία και την ταχύτητα που συνέθεταν τα κείμενα.
Μια μέρα, ένας τυπογράφος που με είδε να χαζεύω, με πλησίασε. «Τι κοιτάς αγόρι μου» ; με ρώτησε.
«Δεν κοιτάζω» του απάντησα και πρόσθεσα, «θαυμάζω την τέχνη και τη δεξιοτεχνία σου.»
Φάνηκε να ευχαριστήθηκε με την απάντησή μου και πιάσαμε συζήτηση. «Η δουλειά που κάνουμε είναι τέχνη και μεράκι» παρατήρησε και συνέχισε. «Ξέρεις τι είναι να έχεις ένα χειρόγραφο τόσο κακογραμμένο που να καταντά σχεδόν αδύνατο να διαβαστεί, και ο τυπογράφος να πρέπει όχι μόνο να το διαβάσει, αλλά και να διορθώσει τα γραμματικά και συντακτικά λάθη που συνήθως έχουν τα χειρόγραφα; Χρειάζεται πολύ τέχνη και μεράκι δουλειά μας,» επανέλαβε. Από εκείνη την ημέρα, Οι συναντήσεις μου με τον τυπογράφο έγιναν σχεδόν καθημερινές. Και κάθε φορά όλο και κάτι νέο μάθαινα από αυτόν.
-Πώς θα περιγράφατε με λίγες λέξεις την αίσθηση της Αθήνας των δεκαετιών του ’40 και του ’50;
– Όταν η Αθήνα βγήκε από τις πολεμικές και μεταπολεμικές περιπέτειες, ήταν μια πόλη βαρύτατα πληγωμένη. Όμως οι Αθηναίοι διψούσαν για ζωή. Ακόμα και το πιο ασήμαντο συμβάν γινόταν πρώτη είδηση και αντικείμενο γενικού ενδιαφέροντος. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον παλλαϊκό συναγερμό που σημειώθηκε, όταν έφτασε στην Αθήνα η Σοφία Λόρεν, με την ευκαιρία της προβολής της ταινίας « Το παιδί και το δελφίνι» , στην οποία πρωταγωνιστούσε.
Η ταινία προβαλλόταν στον κινηματογράφο Ρεξ που βρισκόταν επί της οδού Πανεπιστημίου. Σημειώθηκε τέτοια αναστάτωση και κοσμοσυρροή, ώστε η οδός να καταστεί αδιάβατη για τα αυτοκίνητα πολλές ώρες πριν τη προβολή καθώς είχε πλημμυρίσει από ένα πλήθος κόσμου που είχε σπεύσει να θαυμάσει έστω και από μακριά τη Σοφία Λόρεν.
-Ποια είναι η πιο συγκινητική μνήμη σας από την παλιά σας γειτονιά;
– Η απρόκλητη φασιστική επίθεση του Μουσολίνι εναντίον της Ελλάδος είχε δημιουργήσει ένα βαρύ ψυχικό τραύμα στην παιδική ψυχή μου. Έβλεπα όλους τους Ιταλούς σαν μισητούς εχθρούς και δολοφόνους.
Μέχρι που ένα ασήμαντο γεγονός άλλαξε την πεποίθησή μου αυτήν. Κάποιο δειλινό κατά τη διάρκεια της κατοχής, καθισμένος δίπλα στο παράθυρο του δωματίου μου, παρακολουθούσα αφηρημένα τον έρημο δρόμο. Ξαφνικά είδα μια σκιά να πλησιάζει που έμοιαζε με τον Φρουμέντιο, τον αγαπημένο μου γάτο, που ήταν εξαφανισμένος εδώ και μερικές μέρες. Κοίταξα καλύτερα και τότε είδα έναν Ιταλό αξιωματικό να πλησιάζει με πολλές προφυλάξεις για να μη γίνει αντιληπτός από τους περοίκους.
Δείτε την συνέχεια της συνέντευξης στο ARTVIEWS.GR