Οι ηγέτες της Ε.Ε. συναντήθηκαν στην τακτική Σύνοδο Κορυφής και, αφού συζήτησαν, διαφώνησαν, μετέθεσαν χρονικά και απέφυγαν να δώσουν απαντήσεις στο πρόβλημα της ενεργειακής κρίσης. Σύμφωνα με την ημερήσια διάταξη, τα θέματα της πανδημίας, του ψηφιακού μετασχηματισμού, του μεταναστευτικού, των εξωτερικών σχέσεων ακόμα και η στάση της Πολωνίας και Ουγγαρίας είχαν προτεραιότητα, ενώ το φλέγον θέμα της αύξησης των τιμών ενέργειας ήρθε σε δεύτερη μοίρα.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορεί να συζήτησε τη στρατηγική για την εμπορική πολιτική της Ε.Ε., αλλά όχι την άμεση λύση που πρότεινε ο Έλληνας πρωθυπουργός για «ευρωαγορά» υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Κατόπιν μάλιστα της συνήθους διαφωνίας των ευρωπαϊκών χωρών Βορρά – Νότου άνοιξε κόντρα μεταξύ φυσικού αερίου και πυρηνικής ενέργειας, που σημειωτέον η πλειοψηφία των 27 χωρών θεωρεί πως συνεισφέρει στην κλιματική αλλαγή και εντάσσεται στις βιώσιμες επενδύσεις.
Παρά την αποδοχή πως το κόστος της ενέργειας θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι ηγέτες μετέθεσαν για τον Δεκέμβριο τα απαραίτητα μέτρα αντιμετώπισης, που θα έπρεπε να ληφθούν εδώ και τώρα. Το σκεπτικό της γερμανικής ευρωπαϊκής συμμαχίας ήταν πως «πρέπει να αντιδράσουμε με νηφάλιο και ψύχραιμο τρόπο και να έχουμε μια μακροπρόθεσμη οπτική».
Αντί, λοιπόν, για συναίνεση και λήψη συνδυαστικών μέτρων, τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων των υψηλών τιμών ενέργειας, αλλά και προμήθειας πρώτων υλών στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, που είχαν επισημάνει όλοι πριν τη Σύνοδο Κορυφής, τελικά «κλώτσησαν την μπάλα» στους υπουργούς Ενέργειας. Ενώ, λοιπόν, αναμένονταν κοινές δράσεις οικονομικής πολιτικής από την Ε.Ε. για τον μετριασμό της ενεργειακής κρίσης, ήρθε άλλη μια απογοήτευση διαχείρισης και αναβολής μέτρων αντιμετώπισης του κόστους των ενεργειακών αγορών.
Οι παραπάνω εξελίξεις θέτουν έτσι σε κίνδυνο την πρόοδο που επιτεύχθηκε τους τελευταίους μήνες στην ευρωπαϊκή οικονομία, αφού, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, η ανάκαμψη φαίνεται να επιβραδύνεται στον τομέα του εμπορίου, της μεταποίησης και των κατασκευών. Αυτό βεβαίως οφείλεται αποκλειστικά στο ενεργειακό κόστος, τις υψηλές τιμές σε βασικά αγαθά, την αύξηση της κατανάλωσης, τις καθυστερήσεις και ελλείψεις προμήθειας σημαντικών υλικών και των ακριβών υπηρεσιών κυρίως στις θαλάσσιες μεταφορές.
Πολλές ήταν οι χώρες που τάχθηκαν υπέρ της λήψης άμεσων μέτρων, αλλά επίσης πολλές τάχθηκαν κατά οποιασδήποτε εσπευσμένης παρέμβασης, οδηγώντας σε διάσταση απόψεων. Σε αντίθεση, όμως, με την αναποφάσιστη Σύνοδο Κορυφής, πολλές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, μεμονωμένα, ήδη εφαρμόζουν μια σειρά εθνικών μέτρων, επιδοτώντας τους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου για τα ευάλωτα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Η αδράνεια στη Σύνοδο Κορυφής για ταχύτερη εφαρμογή της αυτονομίας της Ε.Ε., καθώς και η αναβολή των προσπαθειών μείωσης των ενεργειακών εξαρτήσεών της δημιουργεί έντονη ανησυχία. Η διάρκεια και η περαιτέρω επιτάχυνση της ενεργειακής κρίσης, αλλά και των συνεχών αυξήσεων πρώτων υλών και αγαθών θα θέσουν σε κίνδυνο την τρέχουσα ανάκαμψη από την πανδημία θα δημιουργήσουν ακρίβεια και ελλείψεις στην αγορά, ενώ θα καθυστερήσουν τη μετάβαση της ευρωπαϊκής οικονομίας στην επόμενη μέρα.
Είναι απορίας άξιο, πως ενώ οι ηγέτες των κρατών – μελών της Ε.Ε. γνωρίζουν την κατάσταση που εξελίσσεται μαζί με τους κινδύνους που ελλοχεύουν δεν επεδίωξαν να βρουν τις κατάλληλες λύσεις και έγκαιρα να δώσουν απαντήσεις στην «πανδημία» της ενεργειακής ακρίβειας, αλλά να επιλέξουν για άλλη μια φορά την αμφισβητήσιμη προσφιλή τους τακτική «σπεύδε βραδέως».