Όταν ένας εκπαιδευτικός οργανισμός με την ιστορία και τον ισχυρό συμβολισμό του Κολλεγίου Αθηνών εκδίδει Κανονισμό ο οποίος φέρει τον τίτλο “Κανονισμός πρόληψης και αντιμετώπισης περιστατικών παρενόχλησης και σεξουαλικής παρενόχλησης” περιμένει κανείς ότι θα πρόκειται για ένα κανονιστικό κείμενο το οποίο τουλάχιστον θα έχει συμπεριλάβει στα άρθρα του το σύνολο της γνώσης και της νομοθεσίας για τον τρόπο αντιμετώπισης περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης σ’ ένα ιδιαίτερο περιβάλλον όπως το σχολικό.
Αντ’ αυτού όμως διαπιστώνεται ότι το εν λόγω κείμενο όχι μόνο έχει πολύ μεγάλα και “χτυπητά” κενά, τα οποία γίνονται αμέσως αντιληπτά από έναν προσεκτικό αναγνώστη, αλλά επίσης ότι συντάχθηκε από ανθρώπους οι οποίοι πιθανώς είχαν ως προτεραιότητά τους την προάσπιση του εκπαιδευτικού οργανισμού αν τυχόν προκύψουν τέτοιες καταγγελίες στις τάξεις του, παρά την ενθάρρυνση και την προστασία των θυμάτων.
Η παραπάνω διαπίστωση προκύπτει αβίαστα αν μελετήσει κανείς τη γνωμοδότηση του Συνηγόρου του Πολίτη για τον Κανονισμό του Κολλεγίου Αθηνών η οποία συντάχθηκε μετά από σχετική αναφορά πολίτη. Στην εν λόγω γνωμοδότηση, η οποία έχει αριθμό πρωτοκόλλου 306883/8058/2022 και την υπογραφή της Βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού, Θεώνης Κουφονικολάκου, επισημαίνονται μία προς μία οι πλημμέλειες του Κανονισμού και συμπεριλαμβάνονται οι σχετικές προτάσεις για τις απαραίτητες αλλαγές οι οποίες θα πρέπει να ενσωματώνουν, όπως τονίζεται, το σύνολο της κείμενης νομοθεσίας και των διεθνών πρωτοκόλλων αναφέρει το news247.
Ο κίνδυνος της διάθεσης συγκάλυψης
Ηδη από την τρίτη σελίδα της γνωμοδότησης, η συντάκτρια παρατηρεί ότι διάφορα χωρία του Κανονισμού του Κολλεγίου, λόγω της διατυπώσεως τους, μπορεί να εκληφθούν ως “διάθεση συγκάλυψης και μη συμμόρφωσης σε υποχρεώσεις που απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία”.
Γράφει αναλυτικά η κα Κουφονικολάκου ότι στην “Ενότητα VIΙ αναφέρεται ότι “πρόκειται για διαδικασία κατάλληλη κυρίως όταν ο ο καταγγέλλων παρενόχληση ή σεξουαλική παρενόχληση και ο καταγγελλόμενος έχουν συνεχή ή συχνή επαφή και για το λόγο αυτό ο καταγγέλλων επιθυμεί να αντιμετωπίσει την παρενόχληση ή σεξουαλική παρενόχληση ανεπίσημα για να αποκατασταθεί μία θετική, αρμονική σχέση μεταξύ τους”.
Η Συνήγορος επισημαίνει ότι υπάρχει ανάγκη να “επανεξεταστεί” η διατύπωση περί ανεπίσημης αντιμετώπισης καθώς υπάρχει έντονος κίνδυνος να ερμηνευθεί ως διάθεση συγκάλυψης και μη συμμόρφωσης σε υποχρεώσεις που απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία”.
Η γραπτή κατάθεση θεωρείται εντελώς ακατάλληλη
Στον κανονισμό του Κολλεγίου υπάρχει διάταξη (συγκεκριμένα στο κεφάλαιο “Εσωτερική Διαδικασία-Βήματα”) στην οποία αναφέρεται ότι το θύμα εκτός από την προφορική του κατάθεση για τα περιστατικά θα δίνει και γραπτή κατάθεση. Πρόκειται για διάταξη που αφενός μεν δεν προβλέπεται από τα διεθνώς ισχύοντα, αφετέρου, δε, συμβάλλει στην επαναθυματοποίηση του καταγγέλλοντα με ότι αυτό συνεπάγεται για την ψυχολογία του θύματος και την κατάληξη της καταγγελίας.
Η Συνήγορος παρατηρεί ότι “στο βήμα με αριθμό 4 αναφέρεται ότι το θύμα καλείται να αναφερθεί προφορικά και στη συνέχεια γραπτά στα περιστατικά που συνιστούν παρενόχληση. Επιπλέον πρέπει να τονιστεί ότι το παιδί έχει εκμυστηρευτεί όσα συνέβησαν σ’ ένα άτομο που εμπιστεύτηκε, οπότε έχει υποβληθεί ήδη μία φορά στην πιεστική συνθήκη της αποκάλυψης πραγμάτων που κατά κανόνα το φέρνουν σε δύσκολη θέση και του δημιουργούν συναισθηματική φόρτιση”.
Και συνεχίζει αναφέροντας ότι από το παιδί-θύμα “ζητείται να εκθέσει εκ νέου όσα έχει περιγράψει χωρίς να έχει γίνει αξιολόγηση από το κατάλληλο προς τούτο όργανο του σχολείου, του εάν η φύση και η βαρύτητα των καταγγελλόμενων επιβάλλουν την άμεση ενημέρωση και ενεργοποίηση εξωτερικών φορέων, ώστε να μην υποβληθεί το παιδί στην επανάληψη και μάλιστα, στη συνέχεια, στο επαχθέστερο βήμα της γραπτής αποτύπωσης όσων υποστηρίζει”.
Οταν το βήμα της γραπτής μαρτυρίας χαρακτηρίζεται ως “επαχθέστερο”, καταλαβαίνει κανείς περί τίνος πρόκειται. Γι’ αυτό και η Συνήγορος συμπεραίνει στη συνέχεια ότι “φαίνεται να μην έχει ληφθεί υπόψη στην περιγραφή της διαδικασίας η ανάγκη αποτροπής της δευτερογενούς θυματοποίησης μέσω των επανειλημμένων καταθέσεων, ιδίως σε σχέση με σοβαρές παρενοχλήσεις, οπότε είναι πιθανό να ακολουθήσουν και επόμενες ακροάσεις/κλητεύσεις ενώπιον διαφορετικών σταδίων και οργάνων”.
Είναι χρήσιμο εδώ να αναφέρουμε ότι το μοντέλο που προτείνεται και ακολουθείται διεθνώς ως προς τη δικανική συνέντευξη ανήλικων θυμάτων κακοποίησης προβλέπει μία και μοναδική προφορική κατάθεση σε ειδικό η οποία μαγνητοσκοπείται για πιθανή μελλοντική χρήση. Και τούτο για να αποφεύγεται αυτό που η Συνήγορος χαρακτηρίζει “δευτερογενή θυματοποίηση” η οποία έχει μεγάλες πιθανότητες να προκύψει αν το θύμα έχει την υποχρέωση να καταθέσει και γραπτώς.
Αλλωστε, όπως υπογραμμίζεται στη γνωμοδότηση, “η σχετική πρόβλεψη περί γραπτής κατάθεσης είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσει αποτρεπτικά για το παιδί ιδίως σε σοβαρές περιπτώσεις παρενόχλησης”. Η γραπτή κατάθεση, άρα, μπορεί να έχει τελείως διαφορετικά αποτελέσματα από τα αρχικώς προσδοκώμενα ως προς την εξέλιξη της υπόθεσης. Και τέλος, είναι πολύ περίεργο ότι ενώ στον Κανονισμό του κολλεγίου προβλέπεται γραπτή κατάθεση για το θύμα, οι μάρτυρες του φερόμενου ως θύτη έχουν τη δυνατότητα να εξετασθούν και να καταθέσουν μόνο προφορικά. Πρόκειται για πρόβλεψη που “προκαλεί ερωτήματα ως προς το λόγο αυτής της διαφοροποίησης” επισημαίνει στη γνωμάτευσή της η Συνήγορος.
Η δυνητική απειλή για το θύμα
Στον Κανονισμό του Κολλεγίου συμπεριλαμβάνεται πρόβλεψη σύμφωνα με την οποία “οι ψευδώς καταγγέλλοντες οποιονδήποτε θα έχουν τις ανάλογες συνέπειες, τόσο για την ψευδή καταγγελία τους όσο και για την αναστάτωση που προκάλεσαν στη “Σχολική Κοινότητα”.
Με απλά λόγια οι καταγγέλλοντες που δεν θα μπορούν να αποδείξουν τις καταγγελίες τους, κινδυνεύουν να μετατραπούν σε καταγγελλόμενους οι οποίοι μάλιστα θα βαρύνονται με το χαρακτηρισμό του ψεύτη και με ότι αυτός συνεπάγεται ακόμα και για ποινικές τους ευθύνες.
Η Συνήγορος τονίζει ότι η εν λόγω διάταξη “είναι πιθανό, ιδίως σε συνάρτηση -με την ιδιαίτερα τυπική “αποδεικτική” διαδικασία που περιγράφεται και την καταγραφή- να λειτουργήσει ως απειλή, αποθαρρυντικά για μαθητή/τρια που έχει δεχθεί παρενόχληση. Ο τελευταίος/α, λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρενόχληση, ιδίως η σεξουαλική, συχνότατα διαπράττεται χωρίς μάρτυρες, είναι εύλογο να ανησυχεί ότι δεν θα είναι σε θέση να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών του/της ενώ θα είναι εκτεθειμένος/η και στον κίνδυνο τιμωρίας στο σχολείο αλλά και ενδεχόμενης αναζήτησης ποινικών ευθυνών ή αντεκδίκησης από το καταγγελθέν πρόσωπο (πολύ περισσότερο λόγω του γραπτού χαρακτήρα της κατάθεσης)”.
Συμπεραίνεται εύλογα ότι η παραπάνω διάταξη όχι μόνο είναι προβληματική στην ουσία της αλλά είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τον καταγγέλλοντα-θύμα με συνέπεια υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης εντός του σχολικού περιβάλλοντος του Κολλεγίου να μην αποκαλυφθούν ποτέ.
Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει και η γνωμοδότηση της δικηγόρου Ιωάννας Στεντούμη (εξειδικευμένη σε θέματα έμφυλης και σεξουαλικης βίας) η οποία κλήθηκε να καταθέσει τα συμπεράσματά της για το σχετικό Κανονισμό του Κολλεγίου Αθηνών, επίσης μετά από αναφορά πολίτη.
Αφού, λοιπόν, στη σελίδα 11 της γνωμοδότησής της διαπιστώνει ότι “απουσιάζει το θηλυκό γένος σε όλον τον Κανονισμό, γεγονός που αποκτά μία σημειολογία σε ένα σχολικό Κανονισμό που επιδιώκει να καταργήσει τη διάκριση λόγω φύλου και την έμφυλη κακοποίηση” σχολιάζει εκείνη τη διάταξη του Κανονισμού που αναφέρει ότι το θύμα μπορεί να θέλει να επιλύσει το ζήτημα ανεπίσημα λόγω “συχνής επαφής” ή “λιγότερο σοβαρής φύσης” του περιστατικού και “προσδοκά ότι είναι δυνατόν να παύσει χωρίς να χρειαστεί να προσφύγει σε εξωσχολικούς φορείς ή αρχές”. Υπογραμμίζει σχετικά η κα Στεντούμη ότι “είναι αδύνατον για ένα παιδί-θύμα να καταλήξει από μόνο του σε τέτοια συμπεράσματα και αξιολογήσεις του περιστατικού, ιδίως χωρίς να έχει λάβει εξειδικευμένη υποστήριξη και συνδρομή”.
Ως προς την απαίτηση της γραπτής κατάθεσης, που σχολιάστηκε αναλυτικά και από τη Συνήγορο του Πολίτη, η κα Στεντούμη συμπεραίνει ότι “η απαίτηση αυτή, η οποία δεν συναντάται ούτε σε ποινική διαδικασία και ενώπιον των ανακριτικών αρχών, είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική για την ψυχική υγεία του παιδιού και προκαλεί, μεταξύ άλλων, περαιτέρω ψυχικό στρες ενώ δεν λαμβάνει υπόψη του το γνωστικό του επίπεδο. Για τους λόγους αυτούς δεν προκρίνεται από την ελληνική νομοθεσία ως τρόπος εξέτασης του ανηλίκου”. Και παρακάτω: “Είναι δε άξιο απορίας το γεγονός ότι οι μάρτυρες του δράστη έχουν την επιλογή να καταθέσουν προφορικά ή γραπτά”.
Σε ότι αφορά τη διάταξη που προβλέπει συνέπειες για τους καταγγέλλοντες εφόσον η καταγγελία τους αποδειχθεί ψευδής, η Ελληνίδα δικηγόρος τονίζει ότι “μία τέτοια αναφορά είναι τραυματική, στιγματιστική και αποτρεπτική για κάθε θύμα, είναι δε δεδομένο ότι εκλαμβάνεται από ένα παιδί ως απειλή. Η χρήση τέτοιων εννοιών καθιστά εχθρικό το σχολικό περιβάλλον σε κάθε καταγγελία”.
Και αυτό γιατί, σύμφωνα με την κα Στεντούμη, “στην πραγματικότητα πρόκειται για δυσαπόδεικτα περιστατικά κακοποίησης-ένα φαινόμενο ιδιαίτερα σύνηθες στα σεξουαλικής φύσεως αδικήματα”.
Στο τελικό συμπέρασμά της η δικηγόρος είναι απολύτως ξεκάθαρη: “Καθίσταται σαφές ότι ο συγκεκριμένος Κανονισμός πρέπει να αποσυρθεί και να καταρτισθεί νέος, με σεβασμό στα δικαιώματα του παιδιού και με τη τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται για τα παιδιά-θύματα χωρίς φρασεολογία στιγματιστική και ενοχοποιητική για το παιδί”.
Από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι το Κολλέγιο Αθηνών εκπόνησε έναν Κανονισμό ο οποίος χαρακτηρίζεται μάλλον ακατάλληλος, αφού δεν έλαβε υπόψιν του σημαντικές πτυχές της ελληνικής νομοθεσίας για ζητήματα χειρισμού περιπτώσεων παρενόχλησης και εν γένει αποκλίνουσας ή παραβατικής συμπεριφοράς.
Η απάντηση του Κολλεγίου Αθηνών
Η απάντηση που έδωσε ο Νομικός Σύμβουλος του σχολείου, Αλέξιος Παπασταύρου ήταν η εξής: “Το Κολλέγιο Αθηνών σάς διαβεβαιώνει ότι, παγίως και χωρίς εξαίρεση, λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη του όλες τις επισημάνσεις των αρμόδιων Αρχών και συμμορφώνεται προς όλες τις υποδείξεις τους, αμέσως μόλις αυτές περιέλθουν σε γνώση του”.