Πολύ χαμηλή αποτελεσματικότητα στη ρύθμιση καθυστερούμενων δανείων δείχνουν οι ελληνικές τράπεζες, γεγονός που προβληματίζει τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς, οι οποίοι διαπιστώνουν τον κίνδυνο να αρχίσουν και πάλι να αυξάνονται τα κόκκινα δάνεια στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, όταν θα έχουν ολοκληρωθεί οι μεγάλες τιτλοποιήσεις.
Στην τελευταία έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, οι Θεσμοί προσπαθούν να δώσουν απάντηση σε ένα κρίσιμο ερώτημα για τις ελληνικές τράπεζες: «μετά τις τιτλοποιήσεις, τι»; Με άλλα λόγια, πώς θα μπορέσουν οι τράπεζες στο μέλλον να αποφύγουν μια νέα γενιά κόκκινων δανείων, όταν πια θα έχουν εξαντληθεί τα όρια των τιτλοποιήσεων.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που καταγράφονται είναι η αδυναμία των τραπεζών να προσφέρουν στους πελάτες ρυθμίσεις καθυστερούμενων δανείων, οι οποίες δεν θα «πέφτουν» λίγο αργότερα, αλλά θα αποδεικνύονται βιώσιμες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στην έκθεση, σχεδόν ένα στα πέντε δάνεια που ρυθμίζονται γίνονται λίγο αργότερα και πάλι κόκκινα.
Όπως τονίζεται στην έκθεση,
- Στο μέλλον, η διαχείριση από τις τράπεζες των δανείων που έχουν ήδη ή κινδυνεύουν να αθετηθούν και η ικανότητά τους να προσφέρουν βιώσιμες μακροπρόθεσμες λύσεις αναμένεται να αποκτήσει σημασία, καθώς οι δυνατότητες τιτλοποίησης και πωλήσεων εξαντλούνται σταδιακά.
- Η ταχεία μείωση των δανείων που έχουν καταγγελθεί (σ.σ.: μέσω των τιτλοποιήσεων) έχει αυξήσει τα δάνεια που είναι απίθανο να εξοφληθούν ως ποσοστό των χαρτοφυλακίων στο 33,7% στα τέλη Ιουνίου 2021, από 29,4% στα τέλη Δεκεμβρίου 2020.
- Ως αποτέλεσμα, η εσωτερική διαχείριση πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και η ικανότητά τους να προσφέρουν βιώσιμες μακροπρόθεσμες αναδιαρθρώσεις, προσαρμοσμένες στις ειδικές ανάγκες αυτού του είδους δανείων, αναμένεται να αποτελέσουν κρίσιμο στοιχείο για τη διατήρηση χαμηλού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ταυτόχρονα, η αποτελεσματική ανάκτηση εξασφαλίσεων θα είναι ζωτικής σημασίας όταν δεν είναι εφικτή η επιτυχής αναδιάρθρωση.
- Η πρόκληση για τις τράπεζες να βασίζονται περισσότερο σε βιώσιμες λύσεις αναδιάρθρωσης αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, από το συνολικό ποσό των 22,8 δισ. ευρώ αναδιαρθρωμένων (ρυθμισμένων) δανείων στο δανειακό βιβλίο των τραπεζών στα τέλη Ιουνίου 2021, στο 17,7% είχε καταγραφεί νέα αθέτηση υποχρεώσεων και αυτά τα δάνεια ήταν σε καθυστέρηση για περισσότερες από 90 ημέρες. Παράλληλα, υψηλό ήταν το ποσοστό των δανείων που είχαν ρυθμιστεί σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά είχαν περάσει σε καθυστέρηση και πάλι εντός ενός έτους.
Οι Θεσμοί επαναλαμβάνουν ένα προβληματισμό που έχει διατυπώσει και η Τράπεζα της Ελλάδος και αφορά την ανάγκη να επιταχύνουν οι εταιρείες διαχείρισης δανείων τη ρύθμισή τους, ώστε να πάψουν να επιβαρύνουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά. «Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα συνεχίστηκε, αλλά μεγάλο μέρος αυτού του χρέους παραμένει στην οικονομία, επιβαρύνοντας τον ιδιωτικό τομέα».
Όπως σημειώνουν, ένα μεγάλο ποσό μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει βγει από τους ισολογισμούς των τραπεζών με τις τιτλοποιήσεις, αλλά παραμένει στα χέρια εξειδικευμένων μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία κατείχαν 72,2 δισεκατομμύρια ευρώ κυρίως μη εξυπηρετούμενων δανείων από τα τέλη Σεπτεμβρίου 2021. Τα ιδρύματα αυτά θα προσπαθήσουν να μεγιστοποιήσουν τις ανακτήσεις από αυτά τα δάνεια μέσω ενός συνδυασμού αναδιαρθρώσεων και ρευστοποιήσεων, χρησιμοποιώντας την προηγούμενη εμπειρία τους στη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων, σημειώνεται στην έκθεση.
Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ρυθμοί «θεραπείας» αυτών των δανείων από τις εταιρείες διαχείρισης παραμένουν αργοί, ενώ ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, έχει αφήσει να εννοηθεί ότι δεν προσφέρουν στους δανειολήπτες βιώσιμες λύσεις.