Περίπου 50%: Τόση υπολογίζεται η μείωση του πληθυσμού των πολικών αρκούδων στην περιοχή του δυτικού Κόλπου Χάντσον στον Καναδά, όπως προκύπτει από έρευνα του Πανεπιστημίου του Τορόντο.

Σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science ο πληθυσμός του εμβληματικού είδους συρρικνώθηκε δραματικά την περίοδο 1979-2021, καθώς περιορίζονται τα αποθέματα τροφής όσο οι πάγοι λιώνουν, συνέπεια της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής.

Οι αρκούδες δεν πασχίζουν μόνο να βρουν τροφή, αλλά καθώς ο θαλάσσιος πάγος συνεχίζει να ελαττώνεται, επιλέγουν να παραμείνουν για μεγαλύτερο διάστημα στη στεριά από το να κυνηγήσουν για να τραφούν, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται αρνητικά η ενεργειακή ισορροπία τους. Το φαινόμενο που παρατηρείται επιδρά στον αναπαραγωγικό τους κύκλο, καθώς και στα ποσοστά επιβίωσης των μικρών, τα οποία με τη γέννησή τους έρχονται αντιμέτωπα με τις ολέθριες συνέπειες της περιβαλλοντικής κρίσης.

Η ερευνητική ομάδα συγκέντρωσε δεδομένα 42 ετών από πολικές αρκούδες που ζουν στην περιοχή, η οποία υφίσταται ραγδαίες περιβαλλοντικές μεταβολές, δημιουργώντας ένα βιοενεργειακό μοντέλοτο οποίο στη συνέχεια χρησιμοποίησαν για να προβλέψουν τη δυναμική του πληθυσμού, τα πρότυπα αφθονίας και αναπαραγωγής.

Οι επιστήμονες, κατέληξαν ότι μόνο ένας παράγοντας βρίσκεται πίσω από τη μείωση του πληθυσμού και δεν είναι άλλος από τον ενεργειακό περιορισμό που αποδίδεται στην έλλειψη τροφής εξαιτίας της τήξης των πάγων.

Δεν είναι τυχαίο ότι παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του σωματικού όγκου των θηλαστικώνμε τα στοιχεία να αποκαλύπτουν ότι κατά μέσο όρο το βάρος ενήλικων θηλυκών έπεσε κατά 39 κιλά και σε μικρά ενός έτους μειώθηκε κατά 26 κιλά σε περίοδο 37 ετών. Υπό άλλες συνθήκες τα θηλυκά θα ζύγιζαν 180-317 κιλά και τα μικρά ενός έτους 90-158 κιλά.

«Η απώλεια του θαλάσσιου πάγου σημαίνει ότι οι αρκούδες περνούν λιγότερο χρόνο κυνηγώντας φώκιες και περισσότερο χρόνο χωρίς τροφή στην ξηρά», αναφέρει η Λουίζ Άρτσερ, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο και επικεφαλής συντάκτρια της μελέτης.

Όπως εξηγεί η ειδικός, αυτό οδηγεί σε μειωμένη αναπαραγωγή, χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης των νεογνών και επομένως συρρίκνωση του πληθυσμού.

Από την πλευρά του ο Πέτερ Μολνάρ, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Βιολογικών Επιστημών και εκ των συντακτών της έκθεσης, επισημαίνει ότι το υπολογιστικό μοντέλο πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα από την απλή επιβεβαίωση της συσχέτισης ανάμεσα στη μείωση των θαλάσσιων πάγων και τον περιορισμό του πληθυσμού.

«Παρέχει έναν μηχανισμό που δείχνει τι συμβαίνει όταν υπάρχει λιγότερος πάγος, λιγότερος χρόνος διατροφής και λιγότερη ενέργεια συνολικά. Όταν μελετάμε τους αριθμούς, έχουμε σχεδόν μία προς μία αντιστοιχία με αυτό που βλέπουμε στην πραγματική ζωή», είπε.

Όσο για τις άμεσες επιπτώσεις στα μικρά, οι ερευνητές τονίζουν ότι οι μικρότερες περίοδοι κυνηγιού επιδρούν στην παραγωγή μητρικού γάλακτος. Δεν αποτελούν έκπληξη τα μειωμένα ποσοστά επιβίωσης των νεογνών αφού δεν καταφέρνουν την πρώτη περίοδο της ζωής του να πάρουν αρκετό βάρος.

Την ίδια ώρα, οι μητέρες αποκτούν λιγότερα μικρά με τους ειδικούς να εκτιμούν ότι οι γέννες έχουν περιοριστεί κατά 11% σε σύγκριση με σχεδόν 40 χρόνια πριν. Παράλληλα, οι μητέρες κρατούν μαζί τους τα μικρά περισσότερο χρόνο, επειδή δεν είναι αρκετά δυνατά για να ζήσουν μόνα τους.

«Είναι πολύ απλό, η επιβίωση των νεογνών επηρεάζει άμεσα την επιβίωση του πληθυσμού», προσθέτει η Άρτσερ.

Η ερευνητική ομάδα εκτιμά ότι ανάλογες συνθήκες επικρατούν και σε άλλες περιοχές, τη στιγμή που η απώλεια των πάγων εξακολουθεί αμείωτη, με το μέλλον να μοιάζει προδιαγεγραμμένο.

Διαβάστε ακόμη: