Και «ναι» και «όχι» είναι η απάντηση της τραπεζικής εποπτείας στο αίτημα του Eurogroup να εφαρμοστεί το πακέτο Omnibus με στόχο την απλούστευση της γραφειοκρατίας στις τράπεζες ώστε να εξοικονομηθούν πόροι που μπορούν να διοχετευτούν σε κρίσιμες επενδύσεις για τον κλάδο (κυβερνοασφάλεια, εξέλιξη συστημάτων κ.λπ.). To θέμα αυτό συζητήθηκε στο Eurogroup και χθες η πρόεδρος του SSM κυρία Κλαούντια Μπουχ κατέγραψε αναλυτικά τα κρίσιμα σημεία της συζήτησης και τις απόψεις της τραπεζικής εποπτείας για το  αίτημα του Eurogroup.

Η απάντηση της επικεφαλής του SSM είναι, εν κατακλείδι, «ναι» στη μεγαλύτερη τραπεζική Ένωση, «όχι», ωστόσο, με λιγότερη εποπτεία.

Ως τελικό συμπέρασμα αυτό που προκύπτει και που μάλλον δε συγκλίνει με τα αιτήματα της πολιτικής ηγεσίας της Ε.Ε. είναι πως η ΕΚΤ παραμένει προσηλωμένη στη χρηματοπιστωτική σταθερότητααπορρίπτοντας τη χαλάρωση των προτύπων, ενώ υποστηρίζει ένα ενιαίο, πιο ισχυρό τραπεζικό σύστημα στην Ευρώπη.

Τι είναι το πακέτο Omnibus

Το Omnibus στοχεύει στη μείωση της γραφειοκρατίας και του διοικητικού φόρτου για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μέσω απλοποίησης των υποχρεώσεων αναφοράς, χωρίς να μειώνεται η ποιότητα, ή η πληρότητα των εποπτικών δεδομένων – ιδιαίτερα όσον αφορά τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους.

Η πολιτική ηγεσία της Ε.Ε. ζητά ένα σύστημα απλοποίησης αναφορών που θα προβλέπει ενοποίηση και μείωση επαναλαμβανόμενων υποβολών στοιχείων προς πολλαπλές αρχές.

Κάτι τέτοιο προβλέπει συντονισμό και διαμοιρασμό πληροφοριών μεταξύ ΕΚΤ, EBA και εθνικών αρχών.

Παρά τη μείωση φόρτου, παραμένει η υποχρέωση για αξιόπιστη συλλογή δεδομένων σχετικών με την πράσινη μετάβαση και τους φυσικούς κινδύνους.

Μέσα από τη μείωση του κόστους μπορεί να επιτευχθεί ανακατεύθυνση πόρων σε ψηφιοποίηση, πράσινη μετάβαση και ενίσχυση επιχειρηματικών μοντέλων, χωρίς να διακυβεύεται η χρηματοοικονομική σταθερότητα ή η εποπτική επάρκεια.

Τι λέει ο SSM

Η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του Προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και του Eurogroup στις 12 Μαΐου 2025 επικεντρώθηκε σε βασικές πτυχές της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος, των αυξημένων γεωπολιτικών κινδύνων, των διαρθρωτικών προκλήσεων και των πρωτοβουλιών για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας και της Ενιαίας Αγοράς.

Ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η Κλαούντια Μπουχ: Οι πρόσφατες διακυμάνσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, λόγω ανακοινώσεων νέων δασμών, υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα ενός ισχυρού, καλά κεφαλαιοποιημένου τραπεζικού τομέα. Αν και η ανθεκτικότητα δεν είναι αυτοσκοπός, αποτελεί θεμέλιο για την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας.

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες άντεξαν τις πιέσεις χάρη στην ισχυρή κεφαλαιακή θέση τους, τη ρευστότητά τους και την ύπαρξη ενός σταθερού εποπτικού πλαισίου. Ο δείκτης κεφαλαίου Tier 1 έχει υπερδιπλασιαστεί από το 2007, ενώ και η ρευστότητα παραμένει σε άνετα επίπεδα.

Ωστόσο, η ανθεκτικότητα δεν περιορίζεται μόνο στους οικονομικούς δείκτες. Η αύξηση σοβαρών κυβερνοεπιθέσεων και η εξάρτηση από τρίτους παρόχους τονίζουν την ανάγκη για ενίσχυση των υποδομών πληροφορικής και διαχείρισης κινδύνων. Η άσκηση κυβερνοανθεκτικότητας του 2024 και η εφαρμογή του Κανονισμού DORA στοχεύουν στην ενίσχυση της ασφάλειας και της λειτουργικής ετοιμότητας.

Yπάρχουν Αυξημένοι γεωπολιτικοί και χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι

Η γεωπολιτική αστάθεια επιδρά στις περισσότερες κατηγορίες κινδύνου. Οι κυριότερες προκλήσεις περιλαμβάνουν:

  • Κυβερνοκίνδυνοι και εξάρτηση από εξωτερικούς παρόχους: Η ΕΚΤ αξιολογεί τη λειτουργική ανθεκτικότητα μέσω του DORA και νέων πλαισίων αναφοράς.
  • Αστάθεια στις αγορές: Μεταβολές στο επενδυτικό κλίμα αυξάνουν το κόστος χρηματοδότησης και μεταβλητότητα στις τραπεζικές μετοχές. Ωστόσο, ο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου παραμένει περιορισμένος μέχρι στιγμής.
  • Εμπορικές εντάσεις και δασμοί: Αυτοί ενδέχεται να αυξήσουν τον πιστωτικό κίνδυνο, με πιθανές επιδράσεις στη χρηματοδότηση ΜΜΕ και στον τομέα των εμπορικών ακινήτων. Παρά τον αυξανόμενο κίνδυνο, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει χαμηλός στο 1,9%.

Δομικές προκλήσεις – Ψηφιοποίηση και Κλιματική αλλαγή

Η ψηφιοποίηση αναφέρει η κυρία Μπουχ, δημιουργεί ευκαιρίες και κινδύνους. Οι τράπεζες αντιμετωπίζουν αυξανόμενο ανταγωνισμό από εταιρείες κρυπτονομισμάτων και λιγότερο ρυθμιζόμενους παρόχους, κάτι που πιέζει τα επιχειρηματικά τους μοντέλα. Η ΕΚΤ υπογραμμίζει τη σημασία επενδύσεων σε συστήματα πληροφορικής και εποπτείας κινδύνων. Επίσης, οι τράπεζες καλούνται να αντιμετωπίσουν επαρκώς τους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα, με βάση αξιόπιστα δεδομένα, παρά τις προσπάθειες μείωσης διοικητικών βαρών.

Αποτελεσματικό εποπτικό και ρυθμιστικό πλαίσιο

Η αποτελεσματικότητα της εποπτείας ενισχύεται μέσω ενός ολοκληρωμένου πακέτου μεταρρυθμίσεων, με στόχο ταχύτερες αποφάσεις, καλύτερο συντονισμό, χρήση ψηφιακών εργαλείων και στοχευμένη εποπτεία. Ταυτόχρονα, επιδιώκεται η μείωση των επικαλύψεων στις απαιτήσεις αναφοράς και η ενίσχυση της ανταλλαγής δεδομένων μέσω του IReF, του BIRD και της Κοινής Επιτροπής Αναφοράς.

Η ρύθμιση πρέπει να παραμένει αυστηρή. Παρά την πίεση για χαλάρωση προτύπων χάριν ανταγωνιστικότητας, η ΕΚΤ τονίζει ότι η ισχυρή κεφαλαιοποίηση και η αποτελεσματική εποπτεία καθιστούν τις τράπεζες πιο ανθεκτικές και τελικά πιο ανταγωνιστικές. Η εφαρμογή του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ, με μεταβατικές περιόδους, αναμένεται να ευθυγραμμίσει καλύτερα τους κινδύνους με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις.

Ενίσχυση της Ενιαίας Αγοράς και της τραπεζικής ένωσης

Η ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών είναι κρίσιμη. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες χρειάζονται πλήρως λειτουργούσα Ενιαία Αγορά, όχι χαμηλότερους ρυθμιστικούς κανόνες. Η εναρμόνιση των κανόνων και η ενίσχυση των κεφαλαιαγορών θα ενισχύσουν την ικανότητα των τραπεζών να επενδύσουν σε καινοτομία και τεχνολογία. Παράλληλα, η κάλυψη κενών στο πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων και η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης καταθέσεων θα αυξήσουν τη σταθερότητα και θα αποσυνδέσουν τον τραπεζικό από τον κρατικό κίνδυνο.

Συμπερασματικά ευρωπαϊκές τράπεζες είναι ανθεκτικές, το εποπτικό πλαίσιο λειτουργεί αποτελεσματικά και υπάρχουν σαφείς προτεραιότητες για την αντιμετώπιση τόσο των βραχυπρόθεσμων όσο και των μακροπρόθεσμων προκλήσεων. Η ΕΚΤ ωστόσο απορρίπτει τη χαλάρωση προτύπων έστω και αν αυτό σημαίνει μικρότερη γραφειοκρατία

Διαβάστε ακόμη: