Τα μανίκια σηκώνουν οι ελληνικές τράπεζες οι οποίες μέχρι το τέλος του έτους οφείλουν να αξιολογήσουν σε κάθε τους επίπεδο τους σχετικούς με το κλίμα κινδύνους και να παραδώσουν την αξιολόγησή τους στην ΕΚΤ ενώ οφείλουν να βάλουν σε τροχιά μείωσης εκπομπών ρύπων τους μεγάλους πελάτες και να πιέσουν για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών.
Αλλάζουν οι όροι χρηματοδότησης από την ΕΚΤ
Συγχρόνως η ΕΚΤ θα προσαρμόσει την νομισματική της πολιτική με βάση τους κινδύνους για το κλίμα αντικαθιστώντας σταδιακά τις πράξεις δανεισμού με ομόλογα των κρατών μελών, με πράξεις οι οποίες θα σχετίζονται με ομόλογα υπερεθνικά με πράσινη ταυτότητα.
Ακόμα μελετάται η αλλαγή της μίξης των δανείων που τιτλοποιούν οι τράπεζες για την μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότησή τους μιας και μπορεί δάνεια χωρίς πράσινη ταυτότητα να μην γίνονται δεκτά.
Η ολιγωρία και τα ορόσημα- Οι μεγάλοι πελάτες
Οι τράπεζες σε όλη την Ευρώπη όπως φαίνεται έχουν ολιγωρήσει σε ότι αφορά την ικανοποίηση των παραπάνω συνθηκών και απειλούνται με πρόστιμο για κάθε ημέρα που θα περνάει μετά από τη λήξη της σχετική προθεσμίας και δεν θα έχουν συμμορφωθεί. Η προθεσμία αυτή έχει προσδιοριστεί για το τέλος του ετους.
Συγχρόνως θα πρέπει να γίνει και ένας σοβαρός υπολογισμός του κόστους προκειμένου οι μεγάλοι πελάτες των τραπεζών να τεθούν σε πρόγραμμα μείωσης των ρίπων καθώς ορατός πλέον είναι ο κίνδυνος να μην μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τις τράπεζες αν δεν το πράξουν.
Η δαμόκλειος σπάθη των προστίμων
Οπως ανέφερε πρόσφατα ο Frank Elderson, Μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και Αντιπρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ σε συμπόσιο στο Άμστερνταμ ως βασικό σημείο εκκίνησης για τη διαχείριση κάθε είδους κινδύνου, ζητήθηκε από τις τράπεζες να πραγματοποιήσουν μια επαρκή αξιολόγηση των επιπτώσεων των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και τη φύση σε όλο το χαρτοφυλάκιό τους.
Είκοσι οχτώ τράπεζες (σ.σ. μεταξύ των οποίων και οι ελληνικές) έλαβαν και πρέπει να υλοποιήσουν δεσμευτικές εποπτικές αποφάσεις από τον SSM. Από αυτές, στις 22 ετέθη σαφώς το θέμα πως εάν δεν διορθώσουν τις ελλείψεις τους μέχρι μια συγκεκριμένη ημερομηνία, θα τους επιβληθεί περιοδική χρηματική ποινή για κάθε ημέρα που θα παραβιάζουν την απαίτηση.
Είναι ενθαρρυντικό ότι οι περισσότερες τράπεζες έχουν πλέον υποβάλει μια ουσιαστική αξιολόγηση κινδύνων προς τον SSM κάτι που δείχνει την επίδοση της εποπτείας. Για τις τράπεζες που δεν συμβαίνει αυτό, η διαδικασία είναι σε εξέλιξη για να διαπιστωθεί εάν θα επιβληθούν πρόστιμα.
Σε ότι αφορά τις Ελληνικές τράπεζες οι επιδόσεις τους στο τομέα χαρακτηρίζονται μέτριες από την ίδια την Τράπεζα της Ελλάδος. Μπορεί οι ελληνικές τράπεζες να μην συγκαταλέγονται στο τέλος της λίστας των κλιματικών μεταρρυθμίσεων, ούτε όμως έχουν επιτύχει ισχυρές επιδόσεις.
Το κλίμα και ο κίνδυνος του πληθωρισμού
Οπως αναφέρει ο αξιωματούχος του SSM στην Ευρώπη, η συνάφεια των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και τη φύση για την οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει ρητά αναγνωριστεί από τον νομοθέτη. Η αναθεωρημένη οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, η οποία παρέχει το ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο για τις τράπεζες στην Ευρώπη, περιέχει σαφή αναφορά στους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα και τη φύση. Και οι κλιματικοί στόχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζονται ρητά ως μέρος των γενικών οικονομικών πολιτικών της.
Υπάρχει ένα αυξανόμενο σύνολο στοιχείων που καταγράφει τη μακροοικονομική σημασία των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και τη φύση.
Εντοπίζονται φυσικοί κίνδυνοι που που τορπιλίζουν ήδη τη σταθερότητα των τιμών. Για παράδειγμα, οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων μετά από ακραία κύματα καύσωνα ενίσχυαν τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης των τιμών και ανόδου του πληθωρισμού.
Αυτός είναι ένας ο κίνδυνος που έχει ρητά εμφανιστεί ρητά στην αξιολόγηση και την ανακοίνωση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ τα τελευταία τρίμηνα.
Από το 2021 ξεκίνησε να δέχεται ως εγγύηση ομόλογα που συνδέονται με τη βιωσιμότητα, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας. Η ΕΚΤ αποφάσισε επίσης ότι μόνο τα περιουσιακά στοιχεία που συμμορφώνονται με την Οδηγία της ΕΕ για την Αναφορά Εταιρικής Αειφορίας θα παραμείνουν επιλέξιμα μόλις τεθεί σε ισχύ αυτή η Οδηγία ενώ διερευνώνται επιλογές για την περαιτέρω ενσωμάτωση των κλιματικών παραμέτρων
Με ποια στοιχεία θα χρηματοδοτεί η ΕΚΤ τις τράπεζες
Όσον αφορά το μέλλον, εκτός από τις προσαρμογές που ήδη εφαρμόζονται ενδέχεται η ΕΚΤ να εξετάσει και άλλα μέτρα:
Προς το παρόν το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ είναι ομόλογα που εκδίδονται από κυβερνήσεις κρατών μελών της ΕΕ. Ωστόσο, η ένταση κινδύνου που σχετίζεται με το κλίμα μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα αυτά μιας και τα συγκεκριμένα ομόλογα δεν συσχετίζονται απαραίτητα με το κλίμα.
Μετά την πανδημία, το σύνολο των υπερεθνικών ομολόγων που εκδίδονται από θεσμικά όργανα της ΕΕ έχει αυξηθεί σημαντικά, με τα πράσινα ομόλογα να αποτελούν πλέον σχετικά μεγάλο μερίδιο.
Σύμφωνα με τον κ. Frank Elderson εάν δεν υπάρχει σαφής λόγος για την προτίμηση των εγχώριων κρατικών ομολόγων, η ΕΚΤ θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να αυξήσει το μερίδιο των υπερεθνικών ομολόγων της ΕΕ στο σύνολο των ομολόγων της για να ελαχιστοποιήσουμε τους πιθανούς κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα.
Εάν επίσης υπάρξει ανάγκη στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής μπορούν να επανεξεταστούν οι στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTROs) για τις τράπεζες στο μέλλον. Υπάρχουν λόγοι προκειμένου η ΕΚΤ να εξετάσει την αλλαγή μίξης αυτών των πράξεων βάζοντας μπροστά δάνεια πράσινης χρηαμτοδότησης.
Παράδειγμα ανάλογο είχε υπάρξει το 2019 που οι TLTRO περιείχαν έναν στόχο δανεισμού ο οποίος απέκλειε τα στεγαστικά δάνεια για τον περιορισμό του κινδύνου δημιουργίας φούσκας στα ακίνητα.
Παρόμοιες στρατηγικές στόχευσης μπορούν να εξεταστούν για την υποστήριξη του πράσινου δανεισμού ή τον αποκλεισμό μη οικολογικών δανείων στο μέλλον, υπό τον όρο ότι μπορεί να βρεθεί μια αποτελεσματική διαδικασία επικύρωσης.
Μετά το τέλος του έτους και αφού οι τράπεζες δώσουν εμπεριστατωμένα σχέδια κινδύνων, θα κληθούν να ενημερώνουν για τις μελλοντικές πρακτικές τους.
Οι τράπεζες πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι πρακτικές διαχείρισης κινδύνων τους είναι και συνεχίζουν να είναι ανάλογες με το μέγεθος των κλιματικών κινδύνων και των κινδύνων που σχετίζονται με τη φύση .