Η ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους υπόκειται σε μεγάλες αβεβαιότητες, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υγειονομικής κρίσης, παραδέχεται η ΤτΕ στην ανάλυσή της.
Αρνητικές επισφάλειες σχετίζονται κυρίως με τα εξής:
(α) Ένα ενδεχόμενο νέο κύμα της πανδημίας και η λήψη επιπλέον μέτρων περιορισμού της είναι πιθανόν να καθυστερήσουν την οικονομική ανάκαμψη και να απαιτήσουν επιπλέον μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης.
(β) Mια ενδεχόμενη αντιστροφή των πολύ ευνοϊκών υποθέσεων σχετικά με το κόστος αναχρηματοδότησης και τη στήριξη των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ (για όσο διάστημα τα ελληνικά ομόλογα υπολείπονται της επενδυτικής βαθμίδας αξιολόγησης) ενδέχεται να μετριάσει ή και να αντιστρέψει τη θετική συμβολή της διαφοράς μεταξύ έμμεσου επιτοκίου και ρυθμού ανάπτυξης (snowball effect).
(γ) Μια ηπιότερη ανάκαμψη της οικονομίας έναντι του βασικού σεναρίου ενδέχεται να δυσχεράνει την αποπληρωμή των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων, των κρατικών δανείων και των εγγυήσεων που έχουν χορηγηθεί για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης της οικονομίας. Αντιθέτως, θετικές αβεβαιότητες σχετίζονται με:
(α) μια πιο εμπροσθοβαρή εκταμίευση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με πιο άμεσο όφελος στην οικονομική δραστηριότητα,
(β) τη δυνατότητα αξιοποίησης πρόσθετων ευρωπαϊκών πόρων για χρηματοδότηση υφιστάμενων μέτρων, που θα βελτιώσει το δημοσιονομικό αποτέλεσμα,
(γ) μια πιο παρατεταμένη διάρκεια της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής.
Παρά τη διάχυτη αβεβαιότητα και το αυξημένο ύψος του δημόσιου χρέους, οι κίνδυνοι βιωσιμότητας μεσομακροπρόθεσμα παραμένουν περιορισμένοι, χάρη στα εξαιρετικά ευνοϊκά χαρακτηριστικά της σύνθεσης του χρέους, ως αποτέλεσμα αλλεπάλληλων μέτρων ελάφρυνσης στο πλαίσιο των Προγραμμάτων Χρηματοδοτικής Στήριξης μέσω EFSF και ESM, αλλά και της επιτυχημένης στρατηγικής του ΟΔΔΗΧ να διατηρήσει και να ενισχύσει αυτά τα χαρακτηριστικά, παρά τις αντιξοότητες της οικονομικής συγκυρίας και τις αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες παγκοσμίως.Εδικά σε σχέση με τη διαχείριση κινδύνου του συνολικού χαρτοφυλακίου του δημόσιου χρέους σημειώνονται τα εξής:
(i) Το ελληνικό δημόσιο χρέος αποτελείται κατά 80% από υποχρεώσεις προς τον επίσημο τομέα.
(ii) Το μερίδιο των υποχρεώσεων σταθερού επιτοκίου στο τέλος Σεπτεμβρίου 2020 ήταν στο 96,6% του χρέους της κεντρικής διοίκησης, καταδεικνύοντας τον πολύ χαμηλό επιτοκιακό κίνδυνο.
(iii) Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα επιτόκια του χρέους προς τον επίσημο τομέα είναι πολύ ευνοϊκά και ότι τα επιτόκια αναχρηματοδότησης από τις αγορές έχουν μειωθεί σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα, οι συνολικές δαπάνες τόκων θα παραμείνουν πολύ χαμηλές.
(iv) Η μέση σταθμική διάρκεια επαναπροσδιορισμού επιτοκίου (weighted average time to next refixing) το Σεπτέμβριο του 2020 διαμορφώθηκε σε 19,68 έτη. Ο εν λόγω δείκτης επί της ουσίας δείχνει τα έτη κατά τα οποία οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους θα παραμείνουν σταθερές στα τρέχοντα επίπεδα.
(v) Ο προηγούμενος δείκτης, σε συνδυασμό με το δείκτη του “Ετήσιου κόστους εξυπηρέτησης δημόσιου χρέους (σε ταμειακή βάση)”, που το Σεπτέμβριο του 2020 ήταν 1,82%, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το προαναφερθέν “αποτελεσματικό” (effective) κόστος, που είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, θα παραμείνει ουσιαστικά σταθερό για τα επόμενα 20 περίπου έτη.
Από την ανάλυση της ΤτΕ προκύπτει ότι η βραχυπρόθεσμη αύξηση του δημόσιου χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου δεν αναμένεται να υπονομεύσει τη μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, υπό την προϋπόθεση ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι προσωρινού χαρακτήρα και η μακροοικονομική ισορροπία θα αποκατασταθεί σύντομα. Παρ’ όλα αυτά, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (ως ποσοστό του ΑΕΠ) μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας προβλέπεται ότι θα είναι αρκετά αυξημένες σε σχέση με τις προ πανδημίας εκτιμήσεις, κινούμενες οριακά κοντά στο συμφωνηθέν όριο 15% του ΑΕΠ, γεγονός που αφήνει λιγοστά περιθώρια για δημοσιονομική χαλάρωση και υπογραμμίζει την αναγκαιότητα διατήρησης του ευνοϊκού κλίματος των αγορών προς την Ελλάδα. Η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και η συνέχιση της στήριξης των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά, ανατρέποντας μεσοπρόθεσμα τις αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας.