Είναι δύσκολο να δει κάποιος τις τοιχογραφίες του Μιχαήλ Αγγελου της Καπέλα Σιστίνα και να συλλάβει την πνευματικότητά τους όπως και την ποιητική του δημιουργού τους για την ανθρώπινη καταγωγή, από την οποία η Καθολική Εκκλησία απομακρύνθηκε μετά την Αναγέννηση.
Η δυσκολία θέασης οφείλεται στο μεγάλο ύψος της οροφής. Σε αυτό προστίθεται και ένας ακόμη παράγοντας που καθιστά τις πολυσυζητημένες τοιχογραφίες της Καπέλα Σιστίνα σπάνια ορατές: ο σύγχρονος τουρισμός.
«Αυτό δεν οφείλεται ακριβώς σε μια συλλογική αποτυχία όσων ταξιδεύουν από όλο τον κόσμο για να τις δουν», γράφει στο lithub.com η Τζίνι Μάρσαλ.
Η θέαση της τέχνης απαιτεί ησυχία
Η συγγραφέας του βιβλίου «All Things Move: Learning to Look in the Sistine Chapel», επισημαίνει πως τη στιγμή που οι επισκέπτες προσπαθούν να συγκεντρωθούν για να αφεθούν στο έργο του Μιχαήλ Αγγελου ένας από τους φύλακες θα απαιτήσει σιωπή μέσω ενός ηχείου και θα διαλύσει τη νοητική διαδικασία. Ενώ ένας άλλος φύλακας θα προσπαθήσει να οδηγήσει προς την έξοδο την ομάδα για να εισέλθουν οι επόμενοι επισκέπτες.
Η θέαση της τέχνης απαιτεί ησυχία. «Μπορεί πραγματικά να θέλουμε να δούμε αυτό το πυρετώδες, αισθησιακό, όνειρο της πνευματικότητας του δέκατου έκτου αιώνα», παρατηρεί η Τζίνι Μάρσαλ για το πρόβλημα του σύγχρονου τουρίστα. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε ακριβώς αυτή την άπιαστη αίσθηση του νοήματος του έργου τέχνης, όταν είμαστε στριμωγμένοι σε εκκλησίες και γκαλερί μαζί με τους συνταξιδιώτες μας.
Το νόημα αυτών των χώρων δεν μπορεί να είναι μόνο να εισπράξουν χρήματα, αλλά να επιτρέψουν στους επισκέπτες να βιώσουν την τέχνη, αντί να περιδιαβάζουν περνώντας δίπλα από πίνακες, κάνοντας κλικ στις φωτογραφικές μηχανές των τηλεφώνων τους πιθανώς για να δουν τις εικόνες αργότερα.