Η Ελλάδα βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ στην επανένταξή της στις ανεπτυγμένες αγορές από τον δείκτη MSCI, ύστερα από την ανακοίνωση της 24ης Ιουνίου 2025. Σύμφωνα με την MSCI, η χώρα πληροί πλέον όλα τα ποιοτικά κριτήρια ένταξης, με μοναδική εξαίρεση τον λεγόμενο κανόνα «επιμονής», δηλαδή την απαίτηση για διαρκή παρουσία τουλάχιστον πέντε μετοχών με επαρκή κεφαλαιοποίηση και ρευστότητα.
Προϋποθέσεις και χρονοδιάγραμμα ένταξης
Εφόσον η MSCI αποφασίσει να παρακάμψει αυτόν τον περιορισμό, κάτι που ήδη εξετάζεται, αναμένεται νέα διαβούλευση ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας. Η JP Morgan προβλέπει ότι αυτή η πρώτη διαβούλευση θα καταλήξει θετικά μέχρι το καλοκαίρι του 2026, με την τελική απόφαση να λαμβάνεται εντός του 2027 και την αναβάθμιση να υλοποιείται στο rebalancing του Μαΐου 2028. Ωστόσο, η διαδικασία μπορεί να επισπευσθεί, όπως είχε συμβεί με το Κουβέιτ στο παρελθόν.
Το βασικό επιχείρημα κατά της αναβάθμισης
Παρότι η ένταξη στις ανεπτυγμένες αγορές αποτελεί αναμφισβήτητα αναγνώριση της προόδου, η JP Morgan εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις. Εκτιμά πως η μετάβαση θα αποστερήσει από την ελληνική αγορά το ενδιαφέρον σημαντικού αριθμού επενδυτών. Ενώ σήμερα η Ελλάδα έχει στάθμιση 4% στον δείκτη MSCI EMEA EM, η μελλοντική της στάθμιση στους ανεπτυγμένους δείκτες θα είναι μόλις 0,40% στον MSCI Europe και μόλις 0,07% στον MSCI World. Τα επίπεδα αυτά είναι πολύ χαμηλά ώστε να διατηρηθεί η επενδυτική ορατότητα που απαιτείται.
Δυσκολία διακριτής παρουσίας σε ευρωπαϊκούς δείκτες
Η JP Morgan παραθέτει συγκεκριμένα παραδείγματα που υποστηρίζουν την άποψή της: η Εθνική Τράπεζα δεν θα περιλαμβάνεται στις 50 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες, η ΔΕΗ δεν θα συγκαταλέγεται στις 25 μεγαλύτερες ενεργειακές επιχειρήσεις, ενώ η Metlen Energy & Metals θα βρίσκεται εκτός των 75 κορυφαίων βιομηχανικών μετοχών. Η προηγούμενη εμπειρία του 2001, όταν η Ελλάδα είχε ξανά αναβαθμιστεί αλλά γνώρισε κατακόρυφη πτώση στο ενδιαφέρον των επενδυτών, ενισχύει αυτούς τους φόβους.
Περιορισμένες καθαρές ροές κεφαλαίων
Η αναβάθμιση αναμένεται να προκαλέσει ελάχιστες καθαρές εισροές ή εκροές κεφαλαίων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της JP Morgan, τα κεφάλαια που παρακολουθούν δείκτες αναδυόμενων αγορών θα προχωρήσουν σε πωλήσεις μετοχών ελληνικών εταιρειών αξίας 4,1 δισ. δολαρίων. Αντίστοιχα, τα κεφάλαια των ανεπτυγμένων αγορών θα προχωρήσουν σε αγορές αξίας 3,98 δισ. δολαρίων. Το καθαρό αποτέλεσμα είναι αρνητικό, αν και περιορισμένο, στα περίπου 65 εκατ. δολάρια.
Δομικοί περιορισμοί και θεσμικές βελτιώσεις
Παρά τη βελτίωση στο θεσμικό πλαίσιο και τη θετική δυναμική των τελευταίων ετών, η ελληνική αγορά εξακολουθεί να υστερεί σε όρους μεγέθους και βάθους. Οι εισηγμένες εταιρείες παραμένουν μικρές σε διεθνές επίπεδο και η συνολική ρευστότητα χαμηλή. Η JP Morgan τονίζει ότι το ζητούμενο για μια αγορά δεν είναι μόνο η ποιοτική αναγνώριση, αλλά κυρίως η διατηρήσιμη επενδυτική ορατότητα.
Το δίλημμα μεταξύ κύρους και βιωσιμότητας
Η αναβάθμιση της Ελλάδας στους ανεπτυγμένους δείκτες ενδέχεται να λειτουργήσει ως δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία πλευρά, προσφέρει αναγνώριση και ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας. Από την άλλη, υπάρχει ο κίνδυνος η αγορά να χαθεί μέσα σε έναν ωκεανό ανεπτυγμένων οικονομιών, χάνοντας την προνομιακή θέση που κατείχε στο ραντάρ των επενδυτών στις αναδυόμενες αγορές.
Διαβάστε ακόμη:
- ΔΕΗ: Η στρατηγική της επόμενης τριετίας και τα μεγάλα στοιχήματα
- Intralot: Υπέγραψε 10ετή επέκταση συμβολαίου με τη Λοταρία του Άινταχο
- Καιρός: Κορυφώνεται το κύμα καύσωνα – «Τροπική νύχτα» σε 8 περιοχές
- Άλμα στις αιτήσεις για τη Golden Visa – Τριψήφια αύξηση από Τουρκία, ισχυρή ζήτηση από Ισραήλ και ΗΠΑ