Ιδιαίτερα θετική αναφορά στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα περιελάβανε η χθεσινοβραδινή έκθεση του διεθνούς οίκου αξιολόγησης Standard and Poor’s για την ελληνική οικονομία.

Οι αναλυτές ενός εκ των τεσσάρων κορυφαίων οίκων αξιολόγησης επεσήμαναν ότι η μεγάλη επιτυχία των ελληνικών τραπεζών να καθαρίσουν από το 2019 και μετά περίπου 80 δισ. ευρώ από επισφαλή στοιχεία ενεργητικού από τους ισολογισμούς τους, είχε σαν αποτέλεσμα να βελτιωθεί σημαντικά η ανθεκτικότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος έναντι μελλοντικών κραδασμών.

Στην έκθεση τονίζεται ότι η πτώση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών κάτω από το 8% των συνολικών δανείων (από πάνω από 49% το 2016) αντανακλά κυρίως το πρόγραμμα Ηρακλής.

Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι ο νέος σχηματισμός κόκκινων δανείων εμφανίζεται μικρός.

Την ίδια στιγμή και σε ότι αφορά ένα από τα «αγκάθια» που έχουν μπροστά τους οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, τον αναβαλλόμενο φόρο (DTC) που αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό επί των κεφαλαίων του, η επιστροφή στην κερδοφορία συνεπάγεται ότι αυτά τα DTC θα αντικατασταθούν τελικά από υψηλής ποιότητας μορφές κεφαλαίου.

Με τη βελτίωση της κατάστασης στο τραπεζικό σύστημα, η ιδιωτική πίστη άρχισε επιτέλους να επεκτείνεται σε καθαρούς όρους, αντιστρέφοντας την τάση συρρίκνωσης του καθαρού δανεισμού από το 2010.

Αυτό εξηγείται εν μέρει από τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης που διοχετεύονται μέσω του τραπεζικού συστήματος αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό, αντανακλά την πρόοδο στους ισολογισμούς που έχει σημειωθεί μέχρι στιγμής, με αποτέλεσμα την αύξηση της ικανότητας στήριξης της οικονομίας.

Ειδικά σε ότι αφορά στην μέχρι σήμερα αξιοποίηση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης η S&P σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι «η Ελλάδα είναι κάπως «μοναδική» στην εκτέλεσή του με αυτόν τον τρόπο.

Θετικά σχόλια εισέπραξε και η στρατηγική του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) καθώς πλέον έχει ολοκληρώσει την διάθεση των συμμετοχών του σε τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, επιστρέφοντας 2,9 δισ. ευρώ στο κράτος από τον Οκτώβριο.

«Πράσινο φως» SSM στις Ελληνικές τράπεζες για την διανομή μερίσματος

Αναβάθμιση του outlook

Συνολικά πάντως ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Standard and Poor’s αναβάθμισε χθες το βράδυ σε θετικές (positive) από σταθερές (stable) τις προοπτικές του ελληνικού αξιόχρεου, διατηρώντας αμετάβλητη τη βαθμίδα «BBB-».

Υπενθυμίζεται ότι τον Οκτώβριο του 2023, ο Standard & Poor’s είχε τροφοδοτήσει με θετικά νέα την Ελλάδα προχωρώντας στην αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας, στη βαθμίδα «BBB-», με σταθερές προοπτικές (από «BB+»).

Με τη κίνηση αυτή έγινε ο πρώτος από τους λεγόμενους «μεγάλους οίκους» που έδωσε την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα στην ελληνική οικονομία.

Ο οίκος εκτιμά ότι ελληνικές αρχές έχουν προωθήσει μια ευρεία ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, παρότι αντιμετωπίζουν μακροχρόνιες δυσκολίες.

Παρά την κάποια εξασθένηση των οικονομικών στοιχείων πρόσφατα, η οικονομική ανάπτυξη έχει ξεπεράσει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, μια τάση που αναμένει ότι θα συνεχιστεί.

Μεσοπρόθεσμα, και ιδιαίτερα εάν διατηρηθεί η δυναμική των μεταρρυθμίσεων, η S&P θεωρεί ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να δει ταχύτερη ανάπτυξη από τους ομολόγους της στην ευρωζώνη.

Προβλέπει δε ότι το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 2,4% την περίοδο 2024-2027, αντανακλώντας μια απτή ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας που οφείλεται στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, στους βελτιωμένους ισολογισμούς τόσο των νοικοκυριών όσο και του τραπεζικού συστήματος και το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία είναι ακόμα περίπου 22% μικρότερο από το υψηλότερο σημείο στο οποίο είχε φτάσει προ της κρίσης χρέους του 2010.

Ταυτόχρονα, το ιδιαίτερα υψηλό χρέος της Ελλάδας μειώνεται και θα συνεχίσει να μειώνεται εάν επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες για δημοσιονομική πειθαρχία και η σχετικά υψηλή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ.

J.P. Morgan και Citi αυξάνουν τις τιμές στόχους για τις ελληνικές τράπεζες

Μελλοντικές εξελίξεις

Στο θετικό σενάριο των μελλοντικών εξελίξεων, καταλήγει η S&P, θα μπορούσε να αναβαθμίσει την πιστοληπτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας εντός των επόμενων 24 μηνών, εάν ο λόγος του καθαρού δημόσιου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ της μειωθεί περαιτέρω και πλησιάσει τα επίπεδα ομοειδών χωρών.

Ο οίκος εκτιμά ότι οι ελληνικές αρχές θα μπορούσαν να το επιτύχουν αυτό μέσω ενός συνδυασμού συνεχιζόμενων διαρθρωτικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων που να ενισχύουν την ελληνική οικονομική ανταγωνιστικότητα, με πλήρη αξιοποίηση των μεγάλων πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης που διατίθενται στην Ελλάδα και με τη διατήρηση σταθερών πρωτογενών πλεονασμάτων του προϋπολογισμού για παρατεταμένη περίοδο.

Στο αρνητικό σενάριο, ο οίκος θα μπορούσε, όπως αναφέρει, να αναθεωρήσει εκ νέου τις προοπτικές από θετικές σε σταθερές εντός των επόμενων 24 μηνών, εάν οι δημοσιονομικές επιδόσεις και οι εξωτερικές ανισορροπίες της Ελλάδας, όπως το αυξημένο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, επιδεινωθούν σημαντικά πέρα από τις προσδοκίες.

Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, για παράδειγμα, εάν γεωπολιτικές και εξωτερικές πιέσεις πλήξουν την Ελλάδα πιο σκληρά από ό,τι υποθέτει ο οίκος με τα σημερινά δεδομένα που διαθέτει.

Διαβάστε ακόμη: