Πτωτικά αναθεώρησε ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch τις προβλέψεις του για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας την επόμενη τετραετία, σε σχόλιο του για την Ελλάδα.
«Προηγουμένως είχαμε τονίσει ότι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες (GFNs) του ελληνικού Δημοσίου θα κορυφωθούν το 2023 και θα παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ. Οι αναθεωρημένες προβλέψεις μας τώρα δείχνουν χαμηλότερες GFNs τα επόμενα τέσσερα χρόνια (σωρευτικά 4,5% του ΑΕΠ)», σημειώνει ο Fitch.
Ο οίκος Fitch προσθέτει ότι η αναθεωρημένη πρόβλεψη αντανακλά επίσης τις αποπληρωμές των υπόλοιπων δανείων του ΔΝΤ καθώς και τις προπληρωμές δόσεων του 2022 και 2023 για διμερή δάνεια που είχε πάρει η Ελλάδα από χώρες της Ευρωζώνης με το πρώτο μνημόνιο (Greek Loan Facility) που ανέρχονται στο 3,8% του προβλεπόμενου ΑΕΠ.
Ο οίκος Fitch σημειώνει ότι η αναβάθμιση των προοπτικών του αξιόχρεου της Ελλάδας σε θετικές από σταθερές τον περασμένο μήνα αντανακλά την ισχυρότερη ανάπτυξη της οικονομίας και η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματός της που στηρίζουν μία ταχύτερη του αναμενόμενου μείωση του δημόσιου χρέους, εν μέσω αυξανόμενου αλλά ακόμη ιστορικά χαμηλού κόστους δανεισμού. Υπενθυμίζει σχετικά ότι η μέση απόδοση του 10ετούς ομολόγου του ελληνικού δημοσίου την περίοδο 2015-2019 ήταν 6,25%.
Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σημαντικά λόγω της πανδημίας της Covid-19, σημειώνει ο Fitch, και ως ποσοστό στο ΑΕΠ είναι το τρίτο υψηλότερο μεταξύ των χωρών τις οποίες αξιολογεί και περίπου 3,5 φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών με αξιολόγηση “ΒΒ”. Τονίζει, όμως, ότι υπάρχουν παράγοντες που περιορίζουν τον αντίκτυπό του και στηρίζουν τη βιωσιμότητά του.
Συγκεκριμένα, αναφέρει το σημαντικό ταμειακό μαξιλάρι της Ελλάδας, το γεγονός ότι για το μεγαλύτερο μέρος του χρέους έχουν γίνει παραχωρήσεις που σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησής του είναι χαμηλό και το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής του διαχειρίσιμο καθώς και ότι η μέση διάρκειά του είναι 20,5 χρόνια, μία από τις μεγαλύτερες μεταξύ όλων των χωρών.
Το γεγονός αυτό, προσθέτει, θα περιορίσει τον αντίκτυπο από την αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων. Οι δαπάνες για τόκους που πληρώνει η Ελλάδα ως ποσοστό των δημόσιων εσόδων είναι πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο των χωρών που έχουν αξιόχρεο “ΒΒ” και ελαφρά χαμηλότερες σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών με πιστοληπτική αξιολόγηση “ΒΒΒ”.
«Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγορών ομολόγων λόγω της πανδημίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποτέλεσε μία σημαντική πηγή χρηματοδοτικής ευελιξίας», σημειώνει ο Fitch.