Το όπλο με το οποίο ο σερίφης Πατ Γκάρετ σκότωσε τον Αμερικανό θρυλικό πιστολέρο της Άγριας Δύσης, Μπίλι δε Κιντ πωλήθηκε έναντι σχεδόν 6 εκατομμυρίων δολαρίων σε μια δημοπρασία που έγινε χθες στο Λος Άντζελες, μια τιμή υπερδιπλάσια από την εκτίμηση προπώλησης.
Οι δημοπράτες του οίκου Bonhams ανέφεραν ότι το περίστροφο Colt το οποίο ο σερίφης Πατ Γκάρετ χρησιμοποίησε για να σκοτώσει τον διαβόητο παράνομο του Φαρ Ουέστ το 1881 αγοράστηκε μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας από ένα άτομο που θέλει να παραμείνει ανώνυμο.
Ο Bonhams, που περιέγραψε το όπλο ως «τον πιο εμβληματικό θησαυρό της πρώιμης ιστορίας της Δύσης», τόνισε ότι η τιμή των 6,03 εκατομμυρίων δολαρίων αποτελεί ένα παγκόσμιο ρεκόρ για ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η αρχική εκτίμηση ήταν ότι η τιμή πώλησης του θα κυμαινόταν μεταξύ 2 και 3 εκατομμυρίων δολαρίων.
Η ιστορία του Μπίλι δε Κιντ
Ο Μπίλι δε Κιντ ήταν καταζητούμενος στην Αριζόνα και το Νέο Μεξικό, έχοντας σκοτώσει οκτώ άνδρες. Μετά από πολύμηνη καταδίωξη, ο Γκάρετ τον βρήκε σε ένα ράντσο στο Φορτ Σάμερ του Νέου Μεξικού τον πυροβόλησε και τον σκότωσε στις 14 Ιουλίου 1881. Ο Μπίλι δε Κιντ ήταν 21 ετών.
Η ιστορία του δε Κιντ έγινε πηγή έμπνευσης και αποτυπώθηκε στην ποπ κουλτούρα επί σχεδόν 100 χρόνια, με ταινίες όπως “Pat Garrett και Billy the Kid” και “Young Guns”.
Το όπλο προήλθε από τη συλλογή ενός ζεύγους από το Τέξας, του Τζιμ και της Τερέζα Ερλ, οι οποίοι συγκέντρωναν δυτικά πυροβόλα όπλα και άλλα χειροποίητα αντικείμενα για περίπου 50 χρόνια. Ο Τζιμ Ερλ πέθανε το 2019.
Μπίλι δε Κιντ, ο θρυλικός ντεσπεράντο που ενέπνευσε την τέχνη
O Χένρι ΜακΚάρτι, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1859 στη Νέα Υόρκη, από γονείς ιρλανδικής καταγωγής. Μετά το θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε και η οικογένεια μετακόμισε στο Νέο Μεξικό για αναζήτηση καλύτερη τύχης.
Το 1874 η μητέρα του πέθανε από φυματίωση και αποξενωμένος από τον πατριό του αποφάσισε να ζήσει μόνος σ’ ένα δωμάτιο, προσφέροντας εργασία στην ιδιοκτήτριά του για να πληρώνει το νοίκι του. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1875 άρχισε η σύντομη διαδρομή του στην παρανομία, καθώς συνελήφθη για κλοπή τροφίμων.
Δέκα μέρες αργότερα συνελήφθη εκ νέου για κλοπή ρούχων και δύο όπλων από ένα κινέζικο καθαριστήριο. Καταδικάσθηκε σε μικρή ποινή και φυλακίστηκε. Έμεινε μόνο δύο μέρες στη φυλακή, καθώς κατόρθωσε να αποδράσει από την καπνοδόχο.
Εγκατέλειψε το Νέο Μεξικό κι εγκαταστάθηκε στην Αριζόνα. Για τις αρχές ήταν όχι μόνο παράνομος, αλλά και ομοσπονδιακός φυγόδικος. Τον Αύγουστο του 1877 έκανε τον πρώτο του φόνο, σκοτώνοντας ένα σιδερά πάνω σε καυγά σ’ ένα σαλούν. Από τότε υιοθέτησε το ψευδώνυμο Γουίλιαμ Μπόνεϊ και αργότερα έγινε γνωστός ως Μπίλι Δε Κιντ (Billy the Kid) ή απλά «Δε Κιντ» (The Kid).
Ο πιο διάσημος πιστολάς
Κυνηγημένος από το νόμο, επέστρεψε στο Νέο Μεξικό, όπου πήρε μέρος στον αποκληθέντα «Πόλεμο της κομητείας Λίνκολν» (Lincoln County War). Η σύγκρουση ξεκίνησε όταν δυο πλούσιοι Ιρλανδοί, o Τζέιμς Ντόλαν και ο Λόρενς Μέρφι, που μονοπωλούσαν το αγροτικό εμπόριο στην περιοχή, αμφισβήτησαν το δικαίωμα στον αγγλικής καταγωγής κτηνοτρόφο Τζον Τένσταλ ν’ ανοίξει μία ομοειδή επιχείρηση. Προσπάθησαν να τον εκφοβίσουν κι αυτός για να αμυνθεί προσέλαβε διάφορους πιστολάδες της περιοχής, ανάμεσά τους και τον Μπίλι Δε Κιντ. Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο πλευρών έφθασε στα ύψη, όταν ο σερίφης Γουίλιαμ Μπρέιντι, που ήταν άνθρωπος των Ιρλανδών, σκότωσε σε ενέδρα τον Τένσταλ στις 18 Φεβρουαρίου 1878.
Ο Κιντ και οι άλλοι πιστολάδες ορκίστηκαν εκδίκηση για το θάνατο του αφεντικού τους και συνέπηξαν συμμορία με την ονομασία «The Regulators» («Οι Ρυθμιστές»). Στις 4 Απριλίου 1878 σκότωσαν τον σερίφη Μπρέιντι, τον βοηθό του κι ένα φίλο του. Ακολούθησαν αιματηρές συγκρούσεις των Regulators και της συμμορίας «Τhe House», που δούλευε για τους Ιρλανδούς, οι οποίες έληξαν τον Ιούλιο του 1878 με συμφωνία ειρήνης.
Ο Κιντ απέκτησε φήμη ως ένας από τους πιο επιδέξιους πιστολάδες της Άγριας Δύσης, αλλά ήταν και καταζητούμενος από τις αρχές για τέσσερις φόνους και κυρίως για το φόνο του σερίφη Μπρέιντι. Ο νέος κυβερνήτης του Νέου Μεξικού Λιου Γουάλας (ο συγγραφέας του «Μπεν Χουρ») αμνήστευσε όσους αναμίχθηκαν στον «Πόλεμο της κομητείας Λίνκολν», όχι όμως και τον Κιντ. Υποσχέθηκε, όμως, να εξετάσει την περίπτωσή του, αν κατέθετε εις βάρος ενός κατηγορουμένου για φόνο.