Η τιμή στο ηλεκτρικό ρεύμα παρουσιάζει εντυπωσιακή υποχώρηση το πρώτο 20ήμερο του Μαρτίου, με πτώση άνω του 30% σε σχέση με τον Φεβρουάριο, προσφέροντας ανάσα στους καταναλωτές και μειώνοντας την ανάγκη για επιδοτήσεις από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Συγκεκριμένα, η μέση χονδρεμπορική τιμή διαμορφώνεται κάτω από τα 110 ευρώ ανά μεγαβατώρα, έναντι των 150 ευρώ του περασμένου μήνα. Η πτώση αυτή αποδίδεται κυρίως στον συνδυασμό αυξημένης παραγωγής από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και χαμηλότερης ζήτησης, ένα εποχικό μοτίβο που εμφανίζεται κάθε άνοιξη και φθινόπωρο, όταν η ηλιοφάνεια και οι άνεμοι ενισχύουν την παραγωγή «πράσινης» ενέργειας, ενώ οι καιρικές συνθήκες περιορίζουν τη χρήση θέρμανσης και ψύξης.

Ωστόσο, αυτή η ευνοϊκή εξέλιξη για τις τιμές δημιουργεί νέα προβλήματα στα ηλεκτρικά δίκτυα, καθώς η υπερπαραγωγή ΑΠΕ προκαλεί αστάθεια, κυρίως όταν η προσφορά ξεπερνά τη ζήτηση. Οι διαχειριστές των δικτύων (ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ) προχωρούν σε αναγκαστικές περικοπές παραγωγής για να αποτρέψουν διακυμάνσεις στην τάση και τη συχνότητα, ιδιαίτερα σε περιόδους με χαμηλή κατανάλωση όπως οι αργίες.

Το πράσινο στοίχημα και οι προκλήσεις της σταθερότητας

Η διείσδυση των ΑΠΕ αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, χωρίς η ζήτηση να ακολουθεί την ίδια πορεία. Το 2024, παρά τη σχετική επιβράδυνση, προστέθηκαν στο σύστημα 580 νέα μεγαβάτ, ανεβάζοντας τη συνολική ισχύ στα 12,08 γιγαβάτ. Ενδεικτικά, την περασμένη Κυριακή η αιχμή της ζήτησης έφτασε μόλις τα 7 γιγαβάτ, αναδεικνύοντας το χάσμα μεταξύ παραγωγικής δυναμικότητας και κατανάλωσης.

Η απάντηση στις περικοπές ΑΠΕ περνά μέσα από λύσεις αποθήκευσης, όπως τα υδροηλεκτρικά με αντλιοταμίευση και οι μπαταρίες μεγάλης ισχύος, που άρχισαν ήδη να τοποθετούνται στο δίκτυο. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο μπορούν να παίξουν και οι εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας προς γειτονικές χώρες, όταν το επιτρέπει η ζήτηση.

Όμως, σύμφωνα με ειδικούς του χώρου, ακόμη και με αυτές τις παρεμβάσεις, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξαλειφθούν πλήρως οι περικοπές, ιδίως σε περιόδους υψηλής παραγωγής και χαμηλής κατανάλωσης. Η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί πλέον όχι μόνο περισσότερες ΑΠΕ, αλλά και ευφυέστερη διαχείριση των υποδομών που τις υποστηρίζουν.

Διαβάστε ακόμη: