Αν έχετε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ψυχολογία, τότε είναι πολύ πιθανό να έχετε συναντήσει τον φαινόμενο της «απάθειας του παρατηρητή».

Η ιστορία δεν είναι, δυστυχώς, φανταστική. Μοιάζει να βγήκε από ταινία τρόμου, ειδικά μόλις μαθαίνουμε ότι συνέβη μια Παρασκευή και 13. Συγκεκριμένα την Παρασκευή, 13 Μαρτίου του 1964.

Ήταν τρεις η ώρα το πρωί και η Κάθριν Τζενοβέζε γύριζε σπίτι από τη βραδινή της βάρδια. Έμενε στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, σε μια πυκνοκατοικημένη αστική περιοχή.
Αφού πάρκαρε το αυτοκίνητό της, προχώρησε προς την είσοδο της πολυκατοικίας της.

Εκεί αντιλήφθηκε, μέσα στις σκιές, έναν άντρα -που πιθανότατα της φάνηκε ύποπτος- και γύρισε για να ξαναμπεί στο αυτοκίνητό της ή να τηλεφωνήσει στην αστυνομία.
Δεν πρόλαβε. Ο άντρας, ονόματι Γουίνστον Μόουζλι, την πρόφτασε και της έχωσε ένα μαχαίρι στην πλάτη. Καθώς εκείνη στράφηκε να τον αντιμετωπίσει τη μαχαίρωσε και στην κοιλιά.
Η Κάθριν άρχισε να φωνάζει: «Βοήθεια! Με σκοτώνουν! Βοηθήστε με!»
Φώτα άναψαν στις κοντινές κατοικίες και κουρτίνες κουνήθηκαν στα παράθυρα. Αλλά κανείς δε βγήκε να δει τι συνέβαινε.
Ο Μόουζλι στην κατάθεσή του αργότερα δήλωσε: «Αισθάνθηκα ότι κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δε θα κατέβαινε τις σκάλες».
Και έτσι έγινε. Μόνο ένας άντρας φώναξε: «Άσε ήσυχο το κορίτσι».
Ο Μόουζλι έφυγε γρήγορα και η Κάθριν σύρθηκε μέχρι την είσοδο του σπιτιού της.

 

Όμως όλα τα φώτα στα σπίτια έσβησαν ξανά. Ο Μόουζλι πλησίασε την Κάθριν και τη μαχαίρωσε ξανά. Εκείνη ούρλιαξε και ζήτησε για άλλη μια φορά βοήθεια. Τα φώτα άναψαν πάλι, αλλά κανείς δε μίλησε, κανείς δε βγήκε.
Ο Μόουζλι απομακρύνθηκε και περίμενε. Λίγα λεπτά μετά πλησίασε πάλι την κοπέλα που ανέπνεε ακόμα και την αποτελείωσε, κόβοντάς την από το λαιμό ως τα γεννητικά όργανα. Μετά κατέβασε το παντελόνι του και ασέλγησε πάνω στο νεκρό σώμα.

Η απεχθής αυτή εγκληματική πράξη διήρκεσε 35 λεπτά. Η πρώτη επίθεση έγινε στις 3:15 και ο Μόουζλι έφυγε στις 3:50.
Τριάντα οκτώ (38) αυτόπτες μάρτυρες παρατηρούσαν την κοπέλα να μαχαιρώνεται (τρεις φορές) μέχρι θανάτου, χωρίς να κάνουν τίποτα, χωρίς καν να τηλεφωνήσουν στην αστυνομία.
Η αστυνομία ειδοποιήθηκε στις 4 το πρωί και όταν έφτασε ήταν πολύ αργά. Για όλους. Το έγκλημα αυτό ίσως να χανόταν ανάμεσα τους φακέλους της αστυνομίας, αν δεν το μάθαιναν δύο κοινωνικοί ψυχολόγοι, ο Ντάρλεϊ και ο Λατανέ. Αυτοί δεν ενδιαφέρθηκαν για τη διεστραμμένη προσωπικότητα του δολοφόνου, αλλά για κάτι ίσως πιο συνταρακτικό: Την απάθεια των παρατηρητών, την απροθυμία τους να βοηθήσουν.

Τι ήταν αυτό που τους εμπόδισε να αντιδράσουν;

Κάποιοι ψυχολόγοι και ψυχίατροι αναφέρθηκαν στη «συναισθηματική άρνηση» των αυτοπτών μαρτύρων: Ότι εξαιτίας του σοκ έμειναν αδρανείς, απαθείς. Ένας άλλος μίλησε για τον αρνητικό ρόλο της τηλεόρασης, η οποία είχε εθίσει τους τηλεθεατές στη βία και στην κοινωνική απάθεια.

Όμως ο Ντάρλεϊ με τον Λατανέ δεν πείστηκαν. Ένιωθαν, χωρίς να μπορούν ακόμα να το εξηγήσουν, ότι αυτή η συμπεριφορά δεν είχε να κάνει με την τηλεόραση ή με το συναισθηματικό κλονισμό, αλλά με κάτι βαθύτερο, ίσως και πιο αρχέγονο.
Έτσι προχώρησαν στο περίφημο πείραμά τους, αυτό που αποκάλυψε την έννοια της «διάχυσης της ευθύνης».

Όπως είναι ευνόητο δεν μπορούσαν να αναπαραστήσουν μια δολοφονία, έτσι έκαναν αναπαράσταση μιας επιληπτικής κρίσης.
Ένας φοιτητής, με μικρόφωνο και ακουστικά, καθόταν μόνος σε ένα μικρό δωμάτιο. Θα μιλούσε για 2 λεπτά για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στη φοιτητική ζωή, αφού πρώτα θα άκουγε τους υπόλοιπους φοιτητές, στα άλλα δωμάτια, να μιλάνε για τη δική τους ζωή.
Όπως είναι προφανές -σε μας που γνωρίζουμε τη φύση του πειράματος- δεν υπήρχε κανείς άλλος φοιτητής, πέρα από το υποκείμενο. Οι φωνές που άκουγε ήταν μαγνητοφωνημένες.
Κάποια στιγμή ξεκινούσε να μιλάει ένας «φοιτητής», ο οποίος έλεγε ότι είναι επιληπτικός και αυτό συχνά του δημιουργεί προβλήματα κ.λπ. κ.λπ.
Μέχρι που ο επιληπτικός ηθοποιός άρχιζε να παθαίνει κρίση και να ζητάει βοήθεια: «Νομίζω ότι παθαίνω κρίση… Βοηθήστε με… Θα πεθάνω…».
Η ψεύτικη επιληπτική κρίση διαρκούσε έξι λεπτά. Σε αυτό το χρονικό διάστημα μόλις το 31% των φοιτητών που άκουγαν σηκώθηκαν και ζήτησαν βοήθεια από τον υπεύθυνο του προγράμματος.

Το υπόλοιπο 69% των φοιτητών, ενώ είχαν ταραχτεί -καταρρίπτοντας έτσι την υπόθεση της απάθειας και της τηλεοπτικής αποχαύνωσης- δεν ήξεραν τι να κάνουν. Περίμεναν ότι κάποιος άλλος θα βοηθούσε τον επιληπτικό, έτσι δεν έκαναν τίποτα.

Η «διάχυση της ευθύνης» φάνηκε πιο καθαρά όταν οι πειραματιστές άλλαξαν τον αριθμό των φοιτητών-μαγνητοφωνημένων φωνών που συμμετείχαν στο πείραμα.
Όταν το υποκείμενο πίστευε ότι είναι μόνος του με τον επιληπτικό φοιτητή, αναζητούσε βοήθεια μέσα στα τρία πρώτα λεπτά -συγκεκριμένα το 85% των φοιτητών αντέδρασε έτσι.
Το συμπέρασμα των Ντάρλεϊ και Λατανέ ήταν: «Όσο περισσότεροι είναι οι μάρτυρες κάποιου δυσάρεστου γεγονότος, όπως επίθεση ή ατύχημα, τόσο λιγότερο υπεύθυνος αισθάνεται ο καθένας, γιατί η ευθύνη καταμερίζεται ισομερώς στο πλήθος».

Ποια ήταν η Κίτι

Η Κάθριν Σούζαν Τζενοβέζε γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου 1935 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Οι γονείς της ήταν Ιταλοί μετανάστες. Όλοι τη φώναζαν Κίτι. Σε ηλικία 19 ετών παντρεύτηκε αλλά ο γάμος ακυρώθηκε μέσα σε λίγους μήνες. Γρήγορα κατάλαβε ότι την ελκύουν περισσότερο οι γυναίκες.

Άρχισε να εργάζεται ως μπαργούμαν. Το 1961 συνελήφθη και της επιβλήθηκε πρόστιμο γιατί παρανόμως δεχόταν στοιχήματα για ιπποδρομίες. Το 1963 ανέλαβε το Ev’s Eleventh Hou στο Κουίνς. Ο ιδιοκτήτης απλά περνούσε και έπαιρνε τα έσοδα. Η Κίτι ζούσε σε ένα συγκρότημα κατοικιών μαζί με τη σύντροφο της Μαίρη Άν και δούλευε διπλές βάρδιες με το όνειρο να αποταμιεύσει χρήματα και να ανοίξει ένα ιταλικό εστιατόριο.

O φόνος

Η Κίτι έφυγε από το μπαρ στις 2:30 το πρωί της 13ης Μαρτίου 1964. Οδηγούσε προς το διαμέρισμά της όταν σε ένα φανάρι την παρατήρησε ο δολοφόνος της, που βρισκόταν μέσα στο παρκαρισμένο του όχημα. Την ακολούθησε.

Στις 3:15 έφτασε στο σπίτι της και πάρκαρε περίπου 30 μέτρα από την είσοδο του διαμερίσματός της, που βρισκόταν σε ένα μικρό δρομάκι στο πίσω μέρος του συγκροτήματος κατοικιών.

Ο δολοφόνος την πλησίασε με ένα κυνηγητικό μαχαίρι στο χέρι του. Η Κίτι τον είδε και έτρεξε προς την μπροστινή πλευρά του κτηρίου. Την έφτασε και τη μαχαίρωσε δύο φορές στην πλάτη. Ούρλιαξε και φώναξε. “Θεέ μου με μαχαίρωσε. Βοηθήστε με”. Ένας γείτονας βγήκε στο παράθυρο και φώναξε στον δολοφόνο: “Άσε το κορίτσι ήσυχο”.

Ο δολοφόνος έφυγε τρέχοντας, μπήκε στο αυτοκίνητό του και πάτησε γκάζι. Η Κίτι περπατώντας αργά πήγε στην πίσω είσοδο του κτηρίου και κατέρρευσε μπροστά στην πόρτα. Δέκα λεπτά μετά ο δολοφόνος επέστρεψε φορώντας ένα μεγάλο καπέλο. Έψαξε για την Κίτι και τελικά τη βρήκε στο χώρο της εισόδου. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν είχε καταφέρει να μπει μέσα. Τη μαχαίρωσε δεκαπέντε φορές ακόμα, τη βίασε και της έκλεψε τα 49 δολάρια που είχε πάνω της.

Η επίθεση κράτησε περίπου μισή ώρα με τα τραύματα στα χέρια της Κίτι να αποδεικνύουν ότι είχε τις αισθήσεις της και αντιστάθηκε. Μια γειτόνισσα κατέβηκε στην είσοδο και τη βρήκε αιμόφυρτη να χαροπαλεύει. Στις 4:15 την παρέλαβε ένα ασθενοφόρο και ξεψύχησε στη διαδρομή προς το νοσοκομείο.

Ο δολοφόνος με το υψηλό IQ

Ο άνθρωπος που σκότωσε την Κίτι ήταν ο 29χρονος (τότε) Γουίνστον Μόουζλι. Παντρεμένος με τρία παιδιά, δεν είχε απασχολήσει ποτέ τις Αρχές. Στις 19 Μαρτίου 1964, ενώ οδηγούσε, η αστυνομία τον σταμάτησε για έλεγχο. Ένας αστυφύλακας θυμήθηκε ότι στην υπόθεση της Τζενοβέζε υπήρχαν μαρτυρίες για μια λευκή Chevrolet Corvair, σαν αυτή του Μόουζλι. Τον οδήγησαν στον τμήμα για ανάκριση.

Εκεί ο 29χρονος ομολόγησε τα πάντα. Είχε δολοφονήσει την Τζενοβέζε αλλά και δύο ακόμα γυναίκες -την 24χρονη Άνι Μέι Τζόνσον και τη 15χρονη Μπάρμπαρα Κράλικ-, ενώ είχε διαπράξει περίπου 40 κλοπές. Υποβλήθηκε σε ψυχιατρικές εξετάσεις με τους γιατρούς να αποφαίνονται ότι είναι νεκρόφιλος. Μετρήθηκε με πολύ υψηλό δείκτη IQ (135).

Στην απολογία του για τη δολοφονία της Τζενοβέζε τόνισε ότι ξύπνησε στις δύο το πρωί και απλά ήθελε να σκοτώσει μια γυναίκα. Βγήκε και έψαχνε για θύμα μέχρι που είδε την Κίτι.

Στη δίκη η υπεράσπιση έπαιξε το χαρτί της παράνοιας αλλά τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο. Δεν δήλωσε μετανιωμένος ούτε έδειξε κάποιο συναίσθημα. Στις 23 Ιουνίου 1964 εμφανίστηκε και πάλι στο δικαστήριο για να ομολογήσει αυτή τη φορά τον φόνο της Μπάρμπαρα Κράλικ.

Το 1967 η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Έναν χρόνο μετά ο Μόουζλι απέδρασε, κατά τη μεταφορά του σε νοσοκομείο. Κρύφτηκε σε ένα άδειο σπίτι στο νησί Γκαρντ στη Νέα Υόρκη. Έπειτα από τρεις μέρες το ζευγάρι των ιδιοκτητών πήγε στο σπίτι. Τους κράτησε ομήρους και βίασε τη γυναίκα. Πήρε το αυτοκίνητό τους και αφού οδήγησε για λίγο εισέβαλε σε ένα άλλο σπίτι όπου κράτησε για λίγο ομήρους μια γυναίκα και την κόρη της. Τελικά παραδόθηκε στην αστυνομία.

Το 1971 συμμετείχε στην εξέγερση της φυλακής Άτικα. Από το 1984 είχε το δικαίωμα να ζητήσει αποφυλάκιση υπό όρους. Έκανε πέντε αιτήσεις και απορρίφθηκαν όλες. Σε μια από αυτές είπε ότι ο ίδιος είναι περισσότερο θύμα από τις γυναίκες που σκότωσε.

“Για το θύμα είναι υπόθεση μιας στιγμής, λίγων λεπτών ή λίγων ωρών. Για αυτόν που συλλαμβάνεται είναι για πάντα”, είπε προσπαθώντας να πείσει τις Αρχές να τον ελευθερώσουν. Δεν τα κατάφερε.

Πέθανε σε ηλικία 81 ετών στις 28 Μαρτίου 2018 έχοντας εκτίσει 52 χρόνια στη φυλακή.