Στην εποχή της πανδημίας, που κλείνει αισίως τους 20 μήνες, και όλα πλέον, από τα ψώνια και την τηλεργασία μέχρι την πληρωμή λογαριασμών και την τακτοποίηση των φορολογικών υποθέσεων, γίνονται online, από το γραφείο, την πολυθρόνα, τον καναπέ ή ακόμη και την κρεβατοκάμαρα, το Wifi θεωρείται πλέον ένα αναφαίρετο συστατικό της καθημερινότητάς μας.
Γράφει ο Γεράσιμος Ζώτος
Εξίσου, δηλαδή, απαραίτητο με το νερό και το ρεύμα. Όπως το θεωρούν οι πολίτες στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας της Devolo, τα οποία γνωστοποίησε και ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδας (ΣΕΠΕ).
Με βάση, λοιπόν, τα στοιχεία της έρευνας της Devolo, διαπιστώνεται ότι το 77,1% των εργαζομένων αντιμετώπισαν προβλήματα στο WiFi κυρίως κατά την διάρκεια βιντεοκλήσεων και τηλεδιασκέψεων.
Και δικαιολογημένα. Το lockdown και κατ’ επέκταση η τηλεργασία έχει αυξήσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι με τη σύνδεσή τους, καθώς ένα τεράστιο ποσοστό έχει μετατρέψει το σπίτι σε ψηφιακό χώρο εργασίας, ενώ, όταν πρόκειται για οικογένειες με παιδιά, το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο έντονο.
Επίσης, άλλο ένα ποσοστό 63,2% αναφέρει ότι αντιμετωπίζει προβλήματα με το WiFi καθημερινά, κάθε βδομάδα το 21,1% ή κάθε μήνα το 23,7%.
Παρ’ όλα αυτά, θετικό είναι το γεγονός ότι το 73% των ερωτηθέντων έχουν επίγνωση των προβλημάτων σύνδεσης που αντιμετωπίζουν.
«Αυτό είναι αρκετά σημαντικό, καθώς αποδεικνύει την εξοικείωση των ανθρώπων με την τεχνολογία, αλλά δίνει και τη δυνατότητα στους τηλεργαζομένους να έχουν μια καλύτερη εικόνα για το ποια θα είναι η κατάλληλη λύση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στο WiFi που αντιμετωπίζουν», διαπιστώνει η έρευνα, που διεξήχθη το διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου του 2021 και ενώ ήταν ακόμα σε λειτουργία η τηλεργασία σε πολλές εταιρείες.
Εξίσου σημαντικό με το ρεύμα
Η πανδημία έχει μετατρέψει το WiFi σε commodity, εξίσου σημαντικό στο σπίτι, όπως για παράδειγμα το νερό ή το ρεύμα.
Το 78,9% των εργαζομένων στην Ελλάδα απάντησε ότι θεωρεί το WiFi εξίσου σημαντικό στο σπίτι τους, όπως το νερό, το ρεύμα και τη θέρμανση.
«Τοποθετώντας, επομένως, το WiFi στην ίδια θέση με τις τρεις από τις βασικότερες ανάγκες ενός σπιτιού, αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε φτάσει σε μια εποχή, όπου πλέον το Διαδίκτυο είναι αναγκαίο για την διεκπεραίωση των καθημερινών υποχρεώσεων μας και κυρίως της τηλεργασίας», αναφέρει η μελέτη. Ταυτόχρονα, το 63,1% των συμμετεχόντων επέλεξαν το ρεύμα ως πιο σημαντικό και 36,8% το νερό.
Από την έρευνα προέκυψε ότι το 91,7% έχει προβλήματα WiFi σε χώρους, όπως το υπνοδωμάτιο και χώρους που έχουν μετατρέψει σε οικιακό γραφείο.
«Γνωρίζοντας ότι τα προαναφερθέντα μέρη, οι άνθρωποι τα επιλέγουν για να εργαστούν, αντιλαμβανόμαστε τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραματίζει πλέον η σύνδεση στο Διαδίκτυο για τα νοικοκυριά», τονίζει η Devolo.
Λύσεις για τα προβλήματα στη λήψη σήματος
Ένας βασικός άξονας της έρευνας ήταν να βρεθεί και μια λύση για τη μελλοντική βελτίωση της τηλεργασίας, καθώς –όπως αναφέρθηκε και παραπάνω– είναι μια διαδικασία, η οποία φαίνεται ότι θα παραμείνει ως βασική επιλογή στις ζωές μας.
Είναι θετικό ότι όταν οι συμμετέχοντες ερωτήθηκαν ως προς ποιες λύσεις υιοθετούν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στο WiFi, το 60,5% απάντησε ότι χρησιμοποιεί repeaters για αναμετάδοση του σήματος, αλλά και powerlines για την μετάδοση δεδομένων μέσω των πριζών ηλεκτρικού ρεύματος.
Παρ’ όλα αυτά είναι αρκετά σημαντικό το γεγονός ότι 21,1% των συμμετεχόντων, όταν ερωτήθηκαν για το ποια τεχνική λύση επιλέγουν για την επίλυση των προβλημάτων με το WiFi, απάντησαν ότι δεν έχει βρεθεί ακόμα κάποια.
Τέλος, τα κύρια τεχνικά στοιχεία τα οποία οι ερωτηθέντες έθεσαν ως απαραίτητα για μια συσκευή επίλυσης προβλημάτων WiFi ήταν αρχικά η σταθερότητα σύνδεσης και η ταχύτητα του WiFi (πάνω από το 60% των ερωτηθέντων επέλεξε τις κατηγορίες αυτές). Εξίσου σημαντικό ρόλο για την αποτελεσματικότητα μιας συσκευής αποτελεί –όπως αναφέρει το 47,4%– η επεκτασιμότητα του δικτύου και ακολουθεί η τιμή (42,1%).
Τι λέει η ΕΕΤΤ
Και μια ο λόγος για WiFi, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι για καλύτερο σήμα δεν αρκεί μόνο η σωστή εκπομπή και λήψη αλλά και η σωστή σύνδεση με τον πάροχο.
Παρά το γεγονός ότι έχουν γραφεί κατά καιρούς πολλά για τις ταχύτητες των ευρυζωνικών σταθερών συνδέσεων δεν έχει βρεθεί ουσιαστική λύση στο θέμα αυτό.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ΕΤΤΤ η νομοθεσία δεν ορίζει υποχρέωση ελάχιστης ταχύτητας σύνδεσης στο Διαδίκτυο για τις σταθερές ή τις κινητές συνδέσεις. Συνήθως η πραγματική ταχύτητα σύνδεσης στο Διαδίκτυο διαπιστώνεται, αφού ενεργοποιηθεί η υπηρεσία, καθώς εξαρτάται από τεχνικές παραμέτρους, οι τιμές των οποίων καθορίζονται από τη συγκεκριμένη σύνδεση.
Σε περίπτωση που η πραγματική ταχύτητα είναι κατά πολύ χαμηλότερη από την ονομαστική που προβλέπεται στο εκάστοτε πρόγραμμα, οι εταιρίες συνήθως εντάσσουν τον συγκεκριμένο χρήστη, εφόσον αυτό είναι εφικτό, σε πρόγραμμα με χαμηλότερη ταχύτητα σύνδεσης, χωρίς επιβάρυνση για τη μετατροπή για να μην πληρώνει παραπάνω για μια υπηρεσία που στην ουσία δεν χρησιμοποιεί.
Για τις σταθερές συνδέσεις, καθοριστικό παράγοντα αποτελεί η απόσταση (μήκος καλωδίων) μεταξύ του σημείου από το οποίο παρέχεται η υπηρεσία και του σημείου στο οποίο λειτουργεί η σύνδεση. Όσο η απόσταση αυτή μεγαλώνει, τόσο μικρότερη είναι η ταχύτητα πρόσβασης στο Διαδίκτυο.
Για τις κινητές συνδέσεις, καθοριστικός παράγοντας είναι η διαθεσιμότητα και το είδος του δικτύου (EDGE, 3G, 4G), καθώς και η κάλυψη.
Άλλοι σημαντικοί παράγοντες στις σταθερές συνδέσεις είναι η ποιότητα και η χωρητικότητα του δικτύου, οι παρεμβολές λόγω εγκατάστασης και λειτουργίας άλλων διατάξεων τεχνολογίας xDSL στα διάφορα σημεία του δικτύου πρόσβασης, καθώς και η ποιότητα της εσωτερικής καλωδίωσης έως την πρίζα του χρήστη.
Η ταχύτητα της σταθερής σύνδεσης μπορεί να μετρηθεί μέσω του συστήματος ΥΠΕΡΙΩΝ που έχει αναπτύξει η ΕΕΤΤ και το οποίο παρέχει τη δυνατότητα να αξιολογεί και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της σύνδεσης.