Οι πρόσφατες συνεδριάσεις των κεντρικών τραπεζών σε ΗΠΑ, Ευρωζώνη και Ηνωμένο Βασίλειο δεν σηματοδότησαν αλλαγή της νομισματικής τους πολιτικής. Τα βασικά επιτόκια της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και της Τράπεζας της Αγγλίας (BoE) παρέμειναν αμετάβλητα, παρά το γεγονός ότι η τελευταία θεωρούνταν πιθανό να προβεί σε αύξησή του.

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της Alpha Bank, η απότομη άνοδος, ωστόσο, του πληθωρισμού, η βελτίωση των συνθηκών στις αγορές εργασίας και οι προβλέψεις για διαφορετικών «ταχυτήτων» οικονομική μεγέθυνση στις συγκεκριμένες οικονομίες διαφοροποιούν τις εκτιμήσεις για τον χρόνο αύξησης των βασικών επιτοκίων. Στην ανάλυση η Alpha Bank περιγράφει συνοπτικά τις επίσημες εκτιμήσεις των τριών κεντρικών τραπεζών σχετικά με το χρόνο αύξησης των βασικών επιτοκίων, και επιχειρεί να αναλύσει τις επενδυτικές προσδοκίες όπως αυτές αποτυπώνονται στην κλίση της καμπύλης αποδόσεων (yield curves).

Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, Τράπεζα της Αγγλίας και ΕΚΤ

Πιο συγκεκριμένα, η Τράπεζα της Αγγλίας και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ εκτιμάται ότι θα αυξήσουν πρώτες το βασικό τους επιτόκιο, ενώ δεν αναμένεται άμεσα μεταβολή από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Fed διατήρησε το βασικό επιτόκιο στο εύρος 0-0,25%, μειώνοντας κατά 15 δισ. δολάρια το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ύψους 120 δισ. δολαρίων, αρχής γενομένης από τον Νοέμβριο, με σκοπό να τερματιστεί εντός του 2022. Ο πρόεδρός της τόνισε ότι προϋπόθεση για την αύξηση των επιτοκίων είναι η επίτευξη της πλήρους απασχόλησης, ενώ ο αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ επισήμανε ότι εφόσον η οικονομική ανάκαμψη συνεχιστεί με τον προβλεπόμενο ρυθμό, μέχρι το τέλος του επόμενου έτους, θα έχουν εκπληρωθεί οι προϋποθέσεις για την αύξηση των επιτοκίων.

Η BoE αποφάσισε να διατηρήσει το βασικό επιτόκιο στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 0,1%, εστιάζοντας στην ενδυνάμωση της αγοράς εργασίας και στην οικονομική μεγέθυνση, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις. Το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ παραμένει στο μηδέν από το 2016, με το ενδιαφέρον να έχει μετατοπιστεί στην απόφαση για το εάν θα λήξει ή θα παραταθεί, πέραν του Μαρτίου του 2022, το Έκτακτο Πρόγραμμα Αγοράς Στοιχείων Ενεργητικού λόγω της πανδημίας (PEPP). Σύμφωνα με την επικεφαλής της, δεν αναμένεται αύξηση των επιτοκίων εντός του 2022, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση θα υπονομευόταν η αναπτυξιακή διαδικασία. Σημειώνεται ότι η ΕΚΤ προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη κατά 5% το 2021 και κατά 4,6% το 2022, σύμφωνα με την Fed, η ανάκαμψη της οικονομίας των ΗΠΑ θα είναι της τάξης του 5,9% το 2021 και 3,8% το 2022, ενώ οι αντίστοιχες προβλέψεις της BoE για την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου είναι 7% και 5%.

Διεθνείς αγορές ομολόγων

Επιπρόσθετα, κοινή είναι η εκτίμηση των τριών κεντρικών τραπεζών ότι οι τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις συνιστούν ένα παροδικό φαινόμενο που σχετίζεται, σε σημαντικό βαθμό, με τις διαταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες και ως εκ τούτου εκτιμάται ότι θα αρχίσουν να υποχωρούν από το επόμενο έτος, αν και με μεγαλύτερη χρονική υστέρηση από αυτή που αρχικώς αναμενόταν. Ωστόσο, οι κινήσεις των βραχυπρόθεσμων αποδόσεων στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων, τους τελευταίους μήνες, αντανακλούν τη σχετική αβεβαιότητα που επικρατεί αναφορικά με την εξέλιξη του πληθωρισμού και την πορεία των βασικών επιτοκίων από δύο εκ των τριών κεντρικών τραπεζών.

Στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι αποδόσεις των διετών ομολόγων αυξάνονται σταδιακά περίπου από τα μέσα Σεπτεμβρίου, όταν ανακοινώθηκαν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό του Αυγούστου στις δύο χώρες. Η καταγραφείσα έξαρση των πληθωριστικών πιέσεων δημιούργησε τις προσδοκίες για αύξηση των βασικών επιτοκίων από την Fed και την BoE, για πρώτη φορά, μετά από μία μακρά περίοδο χαμηλών επιτοκίων.

Η απόδοση του διετούς αμερικανικού ομολόγου τριπλασιάστηκε στο 0,64%, στις 24 Νοεμβρίου, από 0,21%, στις 15 Σεπτεμβρίου, ενώ η αντίστοιχη απόδοση του ομολόγου του Ηνωμένου Βασιλείου ανήλθε σε 0,59% από 0,26%, παρά τη σημαντική -αλλά προσωρινή- μείωση που κατέγραψε, στις 4 Νοεμβρίου, ως απόρροια της απόφασης της BoE να διατηρήσει αμετάβλητο το βασικό της επιτόκιο. Αντίθετα, η απόδοση του γερμανικού διετούς ομολόγου μειώθηκε στο -0,74%, στις 24 Νοεμβρίου, από -0,70%, στις 15 Σεπτεμβρίου.

Ενδεικτικό του περιβάλλοντος αβεβαιότητας που επικρατεί στις αγορές είναι το γεγονός ότι οι καμπύλες αποδόσεων στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις 24 Νοεμβρίου, έχουν μετατοπιστεί προς τα πάνω σε σύγκριση με τις αντίστοιχες καμπύλες αποδόσεων ,στις 15 Σεπτεμβρίου, ενώ η απότομη κλίση τους υποδηλώνει προσδοκίες για επικράτηση ανοδικών πιέσεων στα επιτόκια στο μέλλον. Αντίθετα, η μετακίνηση της καμπύλης αποδόσεων στην Γερμανία είναι οριακή, ενώ η ήπια προς τα πάνω κλίση της υποδηλώνει σχετικά χαμηλές προσδοκίες για μεταβολή των επιτοκίων από τα τρέχοντα επίπεδα.

Οι προσδοκίες για χρονική υστέρηση στην αύξηση του βασικού επιτοκίου από την ΕΚΤ ενδέχεται να επηρεάζουν πτωτικά την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ με το δολάριο και τη στερλίνα, το οποίο αποδυναμώνεται παράλληλα και από την εισαγωγή νέων περιοριστικών μέτρων σε διάφορα κράτη μέλη της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, το ευρώ διολίσθησε, στις 24 Νοεμβρίου, κάτω από τα 1,12 δολάρια, για πρώτη φορά από τον Ιούνιο του 2020, ενώ κινείται στα χαμηλότερα επίπεδα, από τον Φεβρουάριο του 2020, έναντι της στερλίνας.