Γεννημένη στη Χονολουλού από Αυστραλούς γονείς και μεγαλωμένη στο Σίδνεϊ, η Νικόλ Κίντμαν ξεκίνησε την καριέρα της στην υποκριτική ήδη από τα εφηβικά της χρόνια, συμμετέχοντας στο remake της αυστραλιανής ταινίας «Bush Christmas» το 1983. Ακολούθησαν μικροί ρόλοι σε ταινίες για τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη, καθώς και τηλεοπτικές σειρές, έως ότου αναλάβει τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο με το φιλμ «Κρουαζιέρα στην άκρη του τρόμου» το 1989 στο πλευρό του Σαμ Νηλ.
Έκτοτε θα ακολουθήσει μια συνεχή πορεία στη μεγάλη οθόνη συνεργαζόμενη με ξεχωριστούς κινηματογραφικούς δημιουργούς όπως οι Στάνλεϊ Κούμπρικ, Λαρς Φον Τρίερ, Βέρνερ Χέρτζογκ, Σοφία Κόπολα, Γιώργος Λάνθιμος, Τζέιν Κάμπιον κ.α, σε μια ευρεία γκάμα ρόλων που μαρτυρούν το εκπληκτικό ταλέντο και την ευελιξία μιας ηθοποιού που δεν επαναπαύεται ποτέ και τολμά να παίρνει ρίσκα. Με αφορμή τα 55α γενέθλιά της διατρέχουμε σχεδόν 38 χρόνια μιας μεγάλης κινηματογραφικής καριέρας και σας παρουσιάζουμε δέκα από τις σπουδαιότερες και πιο ενδιαφέρουσες ερμηνείες της στη μεγάλη οθόνη.
«Έτοιμη για όλα» (1995)
Για τη μαύρη κωμωδία του Γκας Βαν Σαντ, όπου υποδύθηκε μια κυνική και αδίστακτη τηλεοπτική περσόνα που προσπαθεί να γίνει διάσημη με κάθε κόστος, η Νικόλ Κίντμαν κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα Α’ Γυναικείου ρόλου. Ένας ρόλος-κλειδί που προοικονομούσε την προδιάθεση της ηθοποιού για πιο σκοτεινούς, «απόκοσμους» χαρακτήρες, καθώς η ίδια χειρίζεται επιδέξια τις δύο πλευρές της ηρωίδας της: λαμπερή και φιλόδοξη από τη μια, δολοφονική και μακιαβελική από την άλλη.
«Το πορτραίτο μιας κυρίας» (1996)
Σε αυτή τη μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του Χένρι Τζέιμς από την Τζέιν Κάμπιον, η Νικόλ Κινμταν, ως η όμορφη κληρονόμος Isabel Archer που πέφτει στα δίχτυα ενός κυνικού καλλιτέχνη, μας δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της. Μυστηριώδης και μαγευτική καταφέρνει μέσα από μια αξιοσημείωτη ευαισθησία να κάνει τον πόνο και την αβεβαιότητα της βασανισμένης ηρωίδας της πιο ζωντανό και επιτακτικό.
«Moulin Rouge» (2001)
Για την ερμηνεία της ως Σατίν, εταίρα και ηθοποιός ενός παριζιάνικου καμπαρέ, η Νικόλ Κίντμαν θα κερδίσει την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ (Α’ Γυναικείου Ρόλου), στο οπτικό και μουσικό υπερθέαμα του Μπαζ Λούρμαν «Μουλέν Ρουζ». Δεξιοτέχνης στον χειρισμό αντικρουόμενων συναισθημάτων μέσα σε έναν ρόλο, η ηθοποιός καταφέρνει να σκιαγραφήσει τη μελαγχολία και απόγνωση μιας γυναίκας που η ζωή της εκτίθεται σε κοινή θέα, με την ίδια να βρίσκεται στο κέντρο μιας τραγικής ερωτικής ιστορίας. Παράλληλα ανταπεξέρχεται επάξια στις πιο εύθυμες σκηνές του έργου.
«Οι Άλλοι» (2001)
Στο γοτθικού τύπου θρίλερ του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ, «Οι Άλλοι», η ηθοποιός υποδύεται την Grace, μια γυναίκα που ζει με τα παιδιά της και μερικούς υπηρέτες σε μια επιβλητική έπαυλη καθώς ο σύζυγος της βρίσκεται στον πόλεμο και η οποία πασχίζει να διατηρήσει τα λογικά της καθώς το σπίτι δείχνει να στοιχειώνεται από φαντάσματα. Η Κίντμαν, εδώ, ενσαρκώνει το ειλικρινές, τρομακτικό και σπαραξικάρδιο πορτραίτο μιας γυναίκας που επιφανειακά δείχνει συγκροτημένη, εσωτερικά ωστόσο χάνει τον έλεγχο.
«Οι Ώρες» (2002)
Η ταινία του Stephen Daldry, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Michael Cunningham, χάρισε στη Νικόλ Κιντμαν το μοναδικό της Όσκαρ έως σήμερα, στην κατηγορία Α’ Γυναικείου ρόλου. Η ηθοποιός υποδύθηκε την εμβληματική συγγραφέα Βιρτζίνια Γουλφ, τη γυναίκα με το αστείρευτο ταλέντο η οποία πλημμυρισμένη από έναν κυκεώνα συναισθημάτων, οδηγήθηκε, τελικά στην αυτοκτονία.
«Dogville» (2003)
Με τον ρόλο της Grace στην ταινία «Dogville» του Δανού σκηνοθέτη Lars von Trier πολλοί θεωρούν ότι η Αυστραλιανή ηθοποιός μας χάρισε ίσως τη συναρπαστικότερη ερμηνεία της καριέρας της μέχρι σήμερα. Ως η νεαρή γυναίκα που ψάχνει καταφύγιο σε μια μικρή αμερικάνικη πόλη και έρχεται αντιμέτωπη με την καταπιεστική ηθική και τις καταπιεσμένες επιθυμίες των κατοίκων, η Κίντμαν σηκώνει στις πλάτες της ολόκληρη την ταινία, εξερευνώντας τις ψυχολογικές και φυσικές προκλήσεις του ρόλου με ένα στυλ σχεδόν μπρεχτικής αποστασιοποίησης.
«Γέννηση» (2004)
Αν και το δυσοίωνο παραμύθι «Γέννηση» του Τζόναθαν Γκλέιζερ δίχασε κοινό και κριτικούς εξαιτίας της αμφιλεγόμενης υπόθεσής του, η Αυστραλέζα ηθοποιός, στον ρόλο μιας πλούσιας χήρας στη ζωή της οποίας εισέρχεται ένα δεκάχρονο αγόρι ισχυριζόμενο ότι είναι μετενσάρκωση του εκλιπόντος συζύγου της, μας χάρισε μια ειλικρινή και γενναία ερμηνεία. Με ελάχιστη βοήθεια από τον διάλογο, η Κίντμαν κατάφερε να εκφράσει ένα καλειδοσκόπιο συναισθημάτων, από το πένθος, την αμφιβολία έως την ελπίδα.
«The Paperboy» (2012)
Ως η Charlotte Bless, μια δυσλειτουργική, παρορμητική και καταβάθος «ρομαντική» και ευάλωτη γυναίκα που αλληλογραφεί με έναν καταδικασμένο δολοφόνο, η Νικόλ Κίντμαν δίνει την πιο παρεξηγημένη ερμηνεία της καριέρας της, στην ταινία του Λι Ντάνιελς «The Paperboy» (2012). Ερχόμενη σε σύγκρουση με την καλλιεργημένη από τα μίντια ψυχρή και απρόσιτη εικόνα της, η ηθοποιός εξερευνά μια πιο άγρια πλευρά της, δίνοντάς μας μερικές από τις πιο εξωφρενικές σκηνές.
«Stoker» (2013)
Στην πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Park Chan-Wook, «Stoker», η Αυστραλέζα ηθοποιός υποδύεται την Evelyn, μια χήρα στα πρόθυρα της ψυχικής κατάρρευσης που ζει μαζί με την κόρη της. Ο ερχομός ενός γοητευτικού και μυστηριώδους συγγενούς, με δικά του προσωπικά κίνητρα, θα εντείνει τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Σε έναν από τους πιο «κακόβουλους» ρόλους της καριέρας της, η ηθοποιός καταφέρνει να εξωτερικεύσει τη πνευματική σήψη και αγωνία της ηρωίδας της με ένα προσεκτικά κατασκευασμένο προσωπείο και ελάχιστες χειρονομίες έως ότου εξαπολύσει δυναμικά την απελπισία της και την αποστροφή της σε έναν δυνατό μονόλογο, όπου η κάθε λέξη μετατρέπεται σε δηλητήριο.
«Ο Θάνατος του Iερού Ελαφιού» (2017)
Στην ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, «Ο Θάνατος του Iερού Ελαφιού», η Νικόλ Κίντμαν υποδύεται τη σύζυγο ενός χειρούργου η οποία έρχεται αντιμέτωπη με μια ασταμάτητη και υπερφυσική «δύναμη» που απειλεί τη ζωή είτε ενός εκ των παιδιών της είτε της ίδιας, με τον σύζυγο να καλείτε να επιλέξει ανάμεσα στους τρεις. Εδώ η ηθοποιός δίνει μια ψυχρή, αποστασιοποιημένη και συνάμα εύθραυστη ερμηνεία, αποδεικνύοντας την ικανότητα της να δείχνει φυσική ακόμη και στα πιο «τεχνητά» περιβάλλοντα.