Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), μετά από μία διαδικασία επανεξέτασης -η τελευταία πραγματοποιήθηκε το 2003- η οποία διήρκεσε ένα έτος, ανακοίνωσε τη νέα στρατηγική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο πεδίο της ενιαίας νομισματικής πολιτικής.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης για τη νέα στρατηγική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

Όπως επισημαίνει σε σχετική ανάλυση η τράπεζα Alpha Bank, μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο -συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ- κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τη δημοσιονομική κρίση και στη συνέχεια την πανδημική κρίση.

Νέα εργαλεία οικονομικής πολιτικής και νέοι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί τέθηκαν σε εφαρμογή για την ανάσχεση των απωλειών και τη σταθεροποίηση των εθνικών οικονομιών.

Στην Ζώνη του Ευρώ, η διατήρηση του έντονα διευκολυντικού και ευέλικτου χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, o οποίος ενισχύθηκε με την ενεργοποίηση του έκτακτου προγράμματος αγορών στοιχείων ενεργητικού εξαιτίας της πανδημίας (PEPP), προσέφερε ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης σε όλα τα κράτη-μέλη της, ενώ συνέβαλε με ουσιαστικό τρόπο στο μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.

Ωστόσο, η στρατηγική της νομισματικής πολιτικής της Ζώνης του Ευρώ έπρεπε να επανεξεταστεί, προκειμένου να συνεισφέρει ουσιαστικά στην εκπλήρωση του πρωταρχικού στόχου της ΕΚΤ, δηλαδή τη διατήρηση μεσοπρόθεσμα της σταθερότητας των τιμών.

Ο θεσμικός ρόλος της ΕΚΤ

Η επανεξέταση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής ήταν αναγκαία, μέσα σε ένα άκρως ευμετάβλητο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, προκειμένου η ΕΚΤ να εφαρμόζει την καταλληλότερη πολιτική σχετικά με τη διατήρηση σταθερών τιμών, προς εκπλήρωση της εντολής που της έχει ανατεθεί από το Ευρωσύστημα.

Η επανεξέταση κάλυψε τόσο το πλαίσιο, όσο και τις βασικές αρχές που διέπουν την άσκηση της νομισματικής πολιτικής στη Ζώνη του Ευρώ. Σύμφωνα με τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η σταθερότητα των τιμών.

Στο σημείο αυτό, η στρατηγική της ΕΚΤ για τη νομισματική πολιτική ορίζει ποσοτικά το στόχο της σταθερότητας των τιμών, συμβάλλει στη βελτίωση της μεθοδολογίας μέτρησης του πληθωρισμού, ενώ εμπλουτίζει, παράλληλα, την ανάλυση των οικονομικών και νομισματικών συνθηκών, ώστε να αξιολογούνται εγκαίρως οι πιθανοί κίνδυνοι για τη σταθερότητα των τιμών.

Τι έχει αλλάξει από την τελευταία επανεξέταση του 2003;

Σύμφωνα με την Alpha Bnk, ένα από χαρακτηριστικά του σημερινού μακροοικονομικού περιβάλλοντος είναι το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο των ονομαστικών και πραγματικών επιτοκίων διεθνώς.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν στη μείωση του αποκαλούμενου «επιτοκίου ισορροπίας», το επιτόκιο που συνάδει με τον επιδιωκόμενο πληθωρισμό (inflation target). Ωστόσο, το «επιτόκιο ισορροπίας» υποχώρησε σε μία περίοδο που η παγκόσμια οικονομία κλήθηκε να αντιμετωπίσει σημαντικές διαταραχές, από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έως την πανδημία.

Παράλληλα, η διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα, επί μακρόν χρονικό διάστημα, άρχισε να εντείνει τις ανησυχίες τόσο των υπευθύνων χάραξης της νομισματικής πολιτικής, όσο και των συμμετεχόντων στις αγορές.

Στο επίπεδο της Ζώνης του Ευρώ, μία σειρά σημαντικών παραγόντων, όπως το δημογραφικό πρόβλημα, η κλιματική αλλαγή, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, οι αλλαγές στην εφοδιαστική αλυσίδα, η χαμηλή παραγωγικότητα και η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης, σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, καθιστούν δύσκολη τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στα κράτη-μέλη της, ενώ επιδρούν στη σταθερότητα των τιμών.

Η ΕΚΤ θεωρούσε, μέχρι πρότινος, τον υψηλό πληθωρισμό ως σημαντική απειλή για την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας της Ζώνης του Ευρώ. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος για τον οποίο ο πληθωριστικός στόχος ήταν ένα ποσοστό κοντά στο 2%, ενώ η υπέρβασή του συνιστούσε κίνδυνο για την αναπτυξιακή διαδικασία.

Η πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ για αλλαγή στρατηγικής της ενιαίας νομισματικής πολιτικής αποσκοπεί στην αποτροπή του ενδεχομένου το επίμονο περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού να επιδεινωθεί περαιτέρω από την ασάφεια σχετικά με το επίπεδο του στόχου για τον πληθωρισμό.

Τι συμβαίνει με τον πληθωρισμό – Ελέγχεται ή είναι ανεξέλεγκτος;

Πως ορίζεται ο νέος στόχος για τον πληθωρισμό

Η ΕΚΤ, στην επανεξέταση της στρατηγικής της νομισματικής πολιτικής, κλήθηκε να αντιμετωπίσει δύο βασικά ζητήματα που σχετίζονται άμεσα με τον πρωταρχικό της στόχο, τη σταθερότητα των τιμών.

Συγκεκριμένα, τον αριθμητικό ορισμό της σταθερότητας των τιμών και το δείκτη τιμών που θα χρησιμοποιηθεί για αυτό το σκοπό. Όσον αφορά στον αριθμητικό στόχο, ο στόχος που διατυπώθηκε το 2003 («πληθωρισμός κάτω αλλά κοντά στο 2%») προσδιόριζε ελαστικά το κεντρικό σημείο, ενώ ήταν ασύμμετρος, καθώς υπονοούσε ότι η ΕΚΤ ενδιαφερόταν περισσότερο για πολύ υψηλό, παρά για πολύ χαμηλό πληθωρισμό.

Η σύνθεση του δείκτη τιμών ήταν επίσης ένα πρόβλημα, λόγω του αποκλεισμού ενός βασικού στοιχείου, του κόστους στέγασης. Σύμφωνα με τη νέα στρατηγική νομισματικής πολιτικής, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θεωρεί ότι η σταθερότητα των τιμών διατηρείται καλύτερα, έχοντας μεσοπρόθεσμο στόχο για πληθωρισμό το 2%.

Ο εν λόγω στόχος είναι πλέον συμμετρικός, γεγονός που σημαίνει ότι οι αρνητικές και οι θετικές αποκλίσεις του πληθωρισμού από το στόχο είναι εξίσου ανεπιθύμητες.

Όταν η οικονομία λειτουργεί κοντά στο κατώτερο όριο των ονομαστικών επιτοκίων, ενδεχομένως να απαιτείται μια ιδιαίτερα ισχυρή ή επίμονη δράση από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής για να αποφευχθεί η εδραίωση των αρνητικών αποκλίσεων από το στόχο του πληθωρισμού.

Επιπρόσθετα, αυτό μπορεί, επίσης, να συνεπάγεται μία μεταβατική περίοδο, κατά την οποία ο πληθωρισμός θα είναι οριακά υψηλότερα από το στόχο.

Η απόφαση για την αλλαγή του στόχου για τον πληθωρισμό ελήφθη από τους εμπειρογνώμονες και το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ μετά από εκτενή ανάλυση των μη συμβατικών νομισματικών μέσων της ΕΚΤ, τα οποία αξιολογήθηκαν ως προς την αποτελεσματικότητά τους σε σχέση με την αύξηση της παραγωγής, της απασχόλησης και του πληθωρισμού, καθώς και των μεταξύ τους επιδράσεων.

Ποιες αλλαγές εισάγει η νέα στρατηγική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο νέο πλαίσιο νομισματικής πολιτικής

Η επανεξέταση της στρατηγικής της ενιαίας νομισματικής πολιτικής επέφερε σημαντικές αλλαγές. Το Διοικητικό Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) παραμένει το κατάλληλο μέτρο για την αξιολόγηση της σταθερότητας των τιμών.

Ωστόσο, αναγνώρισε ότι η συμμετοχή του κόστους στέγασης στον ΕνΔΤΚ θα αντιπροσώπευε καλύτερα τον πληθωρισμό που σχετίζεται με τα νοικοκυριά. Παραλληλα, το Διοικητικό Συμβούλιο στις αξιολογήσεις της νομισματικής πολιτικής αποδέχτηκε να λάβει υπόψη το αρχικό κόστος στέγασης, προκειμένου να ενισχύσει το σύνολο των ευρύτερων μέτρων για την αποτύπωση του πληθωρισμού.

Το Διοικητικό Συμβούλιο επιβεβαίωσε, επίσης, ότι το σύνολο των επιτοκίων της ΕΚΤ παραμένει το κύριο μέσο νομισματικής πολιτικής.

Ωστόσο, άλλα μέσα όπως η μελλοντική καθοδήγηση, οι αγορές περιουσιακών στοιχείων και οι πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, που κατά την τελευταία δεκαετία συνέβαλαν στην εξομάλυνση των δυσχερειών που δημιουργούνται από το χαμηλά ονομαστικά επιτόκια, θα παραμείνουν αναπόσπαστο μέρος της εργαλειοθήκης της ΕΚΤ.

Η ΕΚΤ, κατανοώντας τον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής, αποφάσισε ότι θα λαμβάνει συστηματικά υπόψη τις εκτιμήσεις για την κλιματική αλλαγή στις πράξεις νομισματικής πολιτικής.

Άλλωστε, οι φυσικοί κίνδυνοι που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή επηρεάζουν όχι μόνο τη σταθερότητα των τιμών αλλά και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ενώ η τελευταία επηρεάζει την αξία αλλά και το βαθμό κινδύνου των περιουσιακών στοιχείων που διατηρούνται στον ισολογισμό του Ευρωσυστήματος.

Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ σκοπεύει να βελτιώσει τα μακροοικονομικά της μοντέλα, αναπτύσσοντας παράλληλα τους κατάλληλους στατιστικούς δείκτες.

Η επικοινωνία της νομισματικής πολιτικής αποτελεί ένα εργαλείο από μόνο του. Η ΕΚΤ σκοπεύει οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής να γίνονται κατανοητές όχι μόνο από τους ειδικούς αλλά και από το κοινό. Στο πλαίσιο αυτό, θα υπάρξουν ορισμένες αλλαγές όσον αφορά στα ενημερωτικά δελτία που εκδίδονται μετά το πέρας των συνεδριάσεων της επιτροπής νομισματικής πολιτικής.

Παράλληλα, το Διοικητικό Συμβούλιο δεσμεύτηκε για επανεξέταση της στρατηγικής της νομισματικής πολιτικής σε τακτά χρονικά διαστήματα, με την επόμενη αξιολόγηση να έχει προγραμματιστεί για το 2025.

Το χαβά της η Fed: «Βιώσιμος ο πληθωρισμός»

Αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός των αρχών μέσα από τη νέα στρατηγική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

Η Alpha Bank καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι η επανεξέταση της στρατηγικής της ενιαίας νομισματικής πολιτικής αποτελεί την «ευρωπαϊκή» προσέγγιση στην ιδέα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed) των ΗΠΑ, η οποία τροποποίησε την πολιτική της για το στόχο του πληθωρισμού.

Σημειώνεται ότι η Fed επιδιώκει πλέον ο πληθωρισμός, κατά μέσο όρο, να διαμορφώνεται σε βάθος χρόνου στο 2%, γεγονός που της επιτρέπει προσωρινά την υπέρβαση του 2%.

Ο επαναπροσδιορισμός των αρχών της στρατηγικής της ενιαίας νομισματικής πολιτικής ήταν αναγκαίος για την ΕΚΤ, προκειμένου η νομισματική πολιτική να μπορέσει να λειτουργήσει αποτελεσματικά σε οποιαδήποτε μελλοντική πρόκληση, ενώ παράλληλα θα αποφευχθεί ο κίνδυνος υιοθέτησης μιας πρόωρης συσταλτικής νομισματικής πολιτικής, με τις όποιες αρνητικές επιδράσεις μπορεί να επιφέρει στην αναπτυξιακή διαδικασία.

Η νέα στρατηγική της ΕΚΤ καθιστά, επίσης, αρκετά πιθανό το ενδεχόμενο διατήρησης των χαμηλών επιτοκίων στην Ζώνη του Ευρώ για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, συγκριτικά με τις ΗΠΑ, γεγονός που ενδεχομένως να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα του ευρώ, καθώς το τελευταίο θα είναι εξασθενημένο έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, αφού αυτό θα απολαμβάνει της προτίμησης των συμμετεχόντων στις αγορές, λόγω επιτοκιακής διαφοράς.